26/05/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Το τελευταίο δώρο

      Pin It

ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

 

Επιμέλεια: Μισέλ Φάις

 

 

getFile (42)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

getFile (44)getFile (43)

 

 

 

 

 

 

 

 

Νίκος Φωκάς «Κοντή σκιά». Επιμέλεια Αρης Μπερλής. Εκδόσεις Υψιλον, 2013, σελ. 32

 

 

 

 

Του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου

 

Δεν το δεχόμαστε εύκολα οι άνθρωποι το ακατανόητο και το απροσδόκητο, το παράλογο και το αναπότρεπτο. Γυρεύουμε αιτίες κι εξηγήσεις, παρηγοριές και προαναγγελίες· ένα σημάδι έστω πως ό,τι έγινε δεν ήτανε ολότελα τυχαίο. Η αιφνίδια αρρώστια, που το Μεγάλο Σάββατο του 2003 έφερε το οριστικό τέλος στην επί πενήντα χρόνια αδιάλειπτη ποιητική παραγωγικότητα του Νίκου Φωκά, είναι ένα τέτοιο γεγονός που μας καλεί να το εντάξουμε με κάποιον τρόπο σε μια νομοτέλεια, μπας και μπορέσουμε να το χωνέψουμε. Ο Αρης Μπερλής, επιμελητής της τελευταίας ποιητικής συλλογής του Νίκου Φωκά («Κοντή σκιά», εκδόσεις Υψιλον), διαβάζει με αυτήν περίπου τη διάθεση τους τελευταίους στίχους που έγραψε ο σιωπών ποιητής, χαρακτηρίζοντάς τους σημαδιακούς:

 

Οπως ένας πεζοπόρος στη

διάρκεια ενός εξαντλητικού

και μάταιου αγώνα

ποθεί

Περισσότερο από καθετί

την ανάπαυση, το τέρμα, θυ-

σιάζοντας τη νίκη, έτσι

νιώθω κι εγώ

Στον άδειο τούτο τόπο, τον

αποξεχασμένο, αδιάφορος

πια για το

αποτέλεσμα του αγώνα.

Τι άλλο ακόμα μπορεί να

’ναι αυτός ο τόπος; Ισως τώρα

που τον παρατηρώ

πιο επισταμένα, όχι παιδι-

κή χαρά, μα τόπος ενταφι-

ασμού, νεκροταφείο χωρίς

σταυρούς ή κι ίσως κάποιας

λογής υπαίθριο ιερό.

Οπωσδήποτε ό,τι και να

’ταν έμοιαζε με τέρμα, με κατά-

παυση, με κατάληξη.

 

Μπορεί και να 'ναι έτσι: ο ποιητής, από κάποιους δρόμους απρόσιτους στη λογική, να ψυχανεμίστηκε το επερχόμενο τέλος της ποιητικής του διαδρομής. Για αυτόν τον ποιητή είναι εξάλλου ταιριαστή η παρομοίωσή του με έναν εξαντλημένο πεζοπόρο, έτσι που στην ποίησή του έρχεται και ξανάρχεται η εικόνα του Υμηττού, ως ένα σημείο προσήλωσης, μια σταθερά που είναι συγχρόνως και ένα τέρμα, μια κατάληξη. Από την άλλη, βέβαια, όλη σχεδόν η ποίηση του Νίκου Φωκά είναι προσανατολισμένη προς το γεγονός του θανάτου (μια άλλη λέξη στο μυαλό κάθε ποιητή για την οριστική σιωπή), είτε στην κυριολεξία του είτε με κάποια μεταφορική του μορφή. Οπως στο τελευταίο ποίημα της προηγούμενης συλλογής του, όπου ο δημιουργός, αφού στήσει με τα ποιητικά του υλικά τον κόσμο από την αρχή, το βράδυ πια κουρασμένος αναζητάει την ανάπαυση: «Οπως ο ημερομίσθιος εργάτης που κατάκοπος / Γυρίζει σπίτι του ν’ αναπαυθεί μέχρι να φέξει η νέα αυγή, / Ημερομίσθιος εργάτης πες κι εγώ / Εξαντλημένος απ’ τον καθημερινό τούτο μόχθο / Γυρίζω ίσια στον τάφο σαν στο σπίτι μου». Μέχρι να φέξει η νέα αυγή.

 

Γεννημένος το 1927 στην Κεφαλονιά, ο Νίκος Φωκάς έχει δημοσιεύσει, από το 1954 ώς το 2000, δώδεκα ποιητικές συλλογές και ένα έμμετρο αφηγηματικό ποίημα, την «Παρτούζα», ένα παραμύθι, δοκίμια για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και ιδιαίτερα για τον Παπαδιαμάντη, και πλήθος μεταφράσεων. Τα δεκαέξι ποιήματα που περιλαμβάνονται στην τωρινή συλλογή του είναι όσα έγραψε –και σχεδίαζε να εκδώσει– ο ίδιος από το 2000 ώς τον Απρίλιο του 2003, ένα τελευταίο απρόσμενο δώρο του ποιητή προς τους αναγνώστες του – μια ολιγοσέλιδη έκδοση, όπως ήταν δηλαδή και τα προηγούμενα βιβλία του. Η ποίηση του Νίκου Φωκά εξάλλου ελάχιστες μεταβολές εμφανίζει από τη μία συλλογή στην άλλη: σταθερά ειρωνική, στοχαστική, ακριβόλογη, γειωμένη, αναζητά διαρκώς αναλογίες μεταξύ της βιωμένης απ’ όλους μας καθημερινότητας και όσων συμβαίνουν μέσα μας. Η παρομοίωση φαίνεται να είναι το αγαπημένο σχήμα λόγου αυτού του ποιητή, η άνοιξη η προνομιούχα του εποχή, ο θάνατος το σημείο εκκίνησης της σκέψης του, η αστική καθημερινότητα ο χώρος όπου γυρεύει και βρίσκει τις αφορμές για τον ποιητικό του στοχασμό.

 

Στην «Κοντή σκιά», ένα δέντρο, με τα παλιά πριονισμένα του κούτσουρα που συνυπάρχουν με τα άσπρα φετινά λουλούδια, γίνεται εικόνα του ίδιου του ποιητή. Η θάλασσα που αγριεύει το φθινόπωρο και απωθεί τους περιηγητές παρομοιάζεται με τον χάρο, το πρόσωπο ενός ανθρώπου μ’ ένα σύννεφο κι εμείς όλοι με φυτά απροστάτευτα στον ερχομό του φθινοπώρου. Ενώ, με αφορμή το κόκκινο χρώμα της παπαρούνας, ο ποιητής καλεί τον αναγνώστη να βρει ο ίδιος μια αποδεκτή και δίκαιη παρομοίωση, κάνοντάς τον μέτοχο στον τρόπο που αντικρίζει και μετατρέπει σε ποίηση τον κόσμο. Μια ποίηση όπου τα πάντα γίνονται υπομνήσεις ενός βάθους που επικαλύφθηκε για ασφάλεια, ενός βαράθρου που πάνω του ασυλλόγιστα πορευόμαστε. Ωσπου ένα εκκωφαντικό χτύπημα να μας βυθίσει στη σιωπή.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Scroll to top