ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
TZVETAN TODOROV «Οι εσωτερικοί εχθροί της δημοκρατίας» Μετάφραση: Σώτη Τριανταφύλλου, Μαριάννα Κουτάλου Εκδόσεις Πατάκη, σελ. 275
Του Θανάση Γιαλκέτση
Η δημοκρατία είχε πάντοτε εχθρούς. Κατά τον ιστορικό κύκλο που άνοιξε με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και έκλεισε με την πτώση του Τείχους, οι εχθροί της δημοκρατίας ήταν, θα λέγαμε, «εξωτερικοί εχθροί». Ο φασισμός, για παράδειγμα, εμφανιζόταν ως υπέρβαση της κρίσης της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Και ο κομμουνισμός παρουσιαζόταν ως ένα καθεστώς ανώτερο από τον αστικό κοινοβουλευτισμό. Αυτός ο ιστορικός κύκλος που αντιπαρέθετε τα ολοκληρωτικά καθεστώτα και τη δημοκρατία έχει κλείσει. Υπάρχουν όμως σήμερα νέοι εχθροί της δημοκρατίας. Ο Τσβετάν Τοντορόφ κατονομάζει και αναλύει τρεις: τον πολιτικό μεσσιανισμό, τον υπερφιλελευθερισμό και τον ξενόφοβο λαϊκισμό. Οι παλαιότεροι «εξωτερικοί εχθροί» αρνούνταν τις ίδιες τις αρχές της δημοκρατίας και υποστήριζαν ότι θα τις αντικαταστήσουν με κάτι που το θεωρούσαν «ανώτερο». Οι νέοι εχθροί είναι «εσωτερικοί» γιατί είναι τέκνα της ίδιας της δημοκρατίας, με την έννοια ότι αποτελούν στρεβλώσεις των αρχών της. Ακριβώς επειδή επικαλούνται τις δημοκρατικές αρχές, είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσουμε τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύουν και να τους καταπολεμήσουμε. Σύμφωνα με τον Τοντορόφ, η δημοκρατία προσδιορίζεται από ένα σύνολο αρχών και χαρακτηριστικών που συνδυάζονται μεταξύ τους, σχηματίζοντας μια πολύπλοκη σύνθεση. Οι αρχές αυτές (λαϊκή κυριαρχία, ατομική ελευθερία, πρόοδος κ.ά.) έχουν διαφορετικές πηγές και υπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς, αλλά περιορίζονται και ισορροπούν αμοιβαία. Οι κίνδυνοι γεννιούνται όταν αυτή η ισορροπία διαταράσσεται. Και αυτό συμβαίνει συνήθως όταν μια από τις αρχές, που αποτελούν συστατικά στοιχεία της δημοκρατίας, ξεφεύγει από κάθε προσπάθεια περιορισμού και αναπτύσσεται υπερτροφικά εις βάρος των άλλων, απειλώντας τη συνοχή του συνόλου. Η υπέρμετρη και απεριόριστη επέκταση της ελευθερίας των ατόμων γεννάει τον κίνδυνο μιας νέας τυραννίας, η οποία υποτάσσει την κοινωνία στους νόμους της αγοράς και στις ιδιωτικές δυνάμεις της οικονομίας. Η επιθυμία επιτάχυνσης της προόδου μπορεί να μεταβληθεί σε πνεύμα σταυροφορίας, που επιχειρεί να μεταμορφώσει τον κόσμο με τη βία. Ο λαός, που υποτίθεται ότι στη δημοκρατία είναι κυρίαρχος, μπορεί να μετατραπεί σε χειραγωγούμενη μάζα, που κατευθύνεται από ανεύθυνους δημαγωγούς. Η δημοκρατία δεν υπόσχεται τον επίγειο παράδεισο. Παρουσιάζεται από την αρχή ως ένα ατελές καθεστώς, φτιαγμένο για ατελείς ανθρώπινες υπάρξεις και όχι για τους αγγέλους ή τους ήρωες. Διαθέτει ωστόσο τα νόμιμα μέσα και τις διαδικασίες για να βελτιώνεται, για να διορθώνει τα λάθη της και τις αδυναμίες της, αλλάζοντας τις κυβερνήσεις ή τροποποιώντας τη νομοθεσία και διασφαλίζοντας την ελευθερία άσκησης κριτικής στην εξουσία και στους ισχυρούς. Πιστή σε αυτό το σημείο στο πνεύμα του Διαφωτισμού και του ουμανισμού, η δημοκρατία πρεσβεύει ότι, χάρη στην πρωτοβουλία και την ευθύνη των ανθρώπων, το καλύτερο είναι δυνατό, αλλά το απόλυτο καλό είναι ανέφικτο. Σε αντίθεση με τη μετριοπάθεια της δημοκρατίας, ο πολιτικός μεσσιανισμός προβάλλει έναν δικό του ανώτερο σκοπό (τη μεταμόρφωση του κόσμου σύμφωνα με κάποιο ιδεώδες, τη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας και ενός νέου ανθρώπου, την εξαγωγή της επανάστασης ή της δημοκρατίας με τη δύναμη των όπλων) και στο όνομα του μεγαλείου αυτού του σκοπού δικαιολογεί τη χρήση ακόμη και των πιο τρομερών μέσων. Στη λογική του πολιτικού μεσσιανισμού εγγράφονται ο πόλεμος την επαύριον του 1789 για τη διάδοση της επανάστασης σε άλλες χώρες, το κομμουνιστικό σχέδιο μετά το 1917 και, πιο πρόσφατα, οι απόπειρες επιβολής του δημοκρατικού καθεστώτος και των ανθρώπινων δικαιωμάτων διά της βίας μετά το 1989. Εκτός από τη μεσσιανική φιλοδοξία, ακόμη και ορισμένες χρήσεις της ελευθερίας μπορεί να γίνουν απειλητικές για τη δημοκρατία. Η πλήρης και απόλυτη ελευθερία, για παράδειγμα, που διεκδικούν μόνον για τον εαυτό τους οι πλούσιοι και οι ισχυροί, αποτελεί ένα μέσο με το οποίο ενισχύουν την κυριαρχία τους στην κοινωνία. Ηδη το 1848, ο Δομινικανός ιερέας Ανρί-Ντομινίκ Λακορντέρ σημείωνε: «Μεταξύ του δυνατού και του αδυνάτου, του πλούσιου και του φτωχού, του αφέντη και του υπηρέτη, είναι η ελευθερία που υποδουλώνει και ο νόμος που απελευθερώνει». Παραχωρώντας απεριόριστη ελευθερία στην αγορά και τις επιχειρήσεις, ο νεοφιλελευθερισμός αποδυνάμωσε την κυριαρχία του νόμου, κλονίζοντας έτσι τα ίδια τα θεμέλια της δημοκρατίας. Η λαϊκή κυριαρχία γίνεται κενό γράμμα όταν η πανίσχυρη και παγκοσμιοποιημένη πλέον ιδιωτική οικονομική εξουσία όχι μόνον δεν υπόκειται στον πολιτικό έλεγχο των κρατών, αλλά και υπαγορεύει τη βούλησή της στις εθνικές κυβερνήσεις. Ο λαϊκισμός, τέλος, εκμεταλλεύεται τις ανησυχίες και τους φόβους των πολλών και προτείνει απλές αλλά ανεφάρμοστες λύσεις, ακόμη και για τα πιο πολύπλοκα προβλήματα. Ο λαϊκιστικός λόγος φορτώνει συνήθως την ευθύνη για τα δεινά μας στους ξένους και καταφεύγει στον εθνικισμό και την ξενοφοβία.