Pin It

Γιατί όλοι οι ανθρώπινοι οργανισμοί δεν αντιδρούν ποτέ με τον ίδιο ακριβώς τρόπο σε μια πολυδιαφημισμένη «θαυματουργή» δίαιτα; Προφανώς επειδή δεν είναι όλοι ίδιοι: αντιδρούν διαφορετικά και εξατομικευμένα σε κάθε δίαιτα ή στην πλήρη εξάλειψη ορισμένων τροφών. Από γενετική άποψη, όλοι οι άνθρωποι μοιραζόμαστε από κοινού το 99,9% των γονιδίων μας.Εντούτοις, το υπόλοιπο 0,1% των ατομικών γενετικών παραλλαγών είναι, απ’ ό,τι φαίνεται, υπεραρκετό για την εκδήλωση σημαντικών ατομικών διαφοροποιήσεων· ακόμη και όσον αφορά τις αμιγώς σωματικές αντιδράσεις μας σε μια συγκεκριμένη δίαιτα.

 

Το γεγονός αυτό, από μόνο του, υποδεικνύει όχι μόνο πόσο αναγκαία είναι μια αυστηρά προσωπική διαιτολογική πρακτική αλλά και το πόσο επιστημονικά ξεπερασμένη και στείρα θα πρέπει να θεωρείται η αντιπαράθεση της «δίαιτας» στη «γενετική». Οσο για το πραγματικό διακύβευμα αυτών των διαιτολογικών ερευνών, είναι πολύ πιο σοβαρό απ’ ό,τι φανταζόμαστε. Δεν εξαντλείται στην επίλυση προβλημάτων σωματικής αισθητικής των υπέρβαρων ατόμων, αλλά πάει πολύ μακρύτερα: από αυτές τις έρευνες θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό ο σχεδιασμός του προσδόκιμου ζωής και κυρίως της ευζωίας μεγάλων τμημάτων του ανθρώπινου πληθυσμού.

 

 

getFile (25)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πώς οι καθολικά επιβεβλημένες διαιτολογικές πρακτικές συμβάλλουν στη συνολική καθυπόταξη της ανθρώπινης ζωής; Με το να εκμεταλλεύονται αφενός την επιθυμία για μακροζωία και αφετέρου τη μάταιη αναζήτηση για «τέ λεια» σωματική εμφάνιση. Ετσι, η κυρίαρχη βιοεξουσία διαμορφώνει και χειραγωγεί τα τρέχοντα διατροφικά ήθη με μοναδικό κριτήριο το κέρδος της παγκόσμιας βιομηχανίας τροφής και όχι την υγεία των καταναλωτών

 

Γράφει ο Σπύρος Μανουσέλης 

 

Ολοι αναγνωρίζουμε πρόθυμα ότι οι «σωστές» διατροφικές συνήθειες αποτελούν μία από τις βασικές προϋποθέσεις της καλής υγείας. Εξάλλου, η εντυπωσιακή αύξηση του μέσου όρου ζωής των ανθρώπων στον δυτικό κόσμο κατά τον τελευταίο αιώνα συνδέεται εμφανώς και με τη βελτίωση της διατροφής.

 

Σήμερα, θεωρείται λίγο-πολύ σαφές και ευρύτατα αποδεκτό ότι οι τροφικές ουσίες που καταναλώνουμε (πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, λίπη, άλατα, βιταμίνες κ.ο.κ.) εμπλέκονται άμεσα σε πολυάριθμες μεταβολικές αντιδράσεις από τις οποίες εξαρτώνται οι λεπτές ορμονικές ισορροπίες, οι ανοσολογικές αντιδράσεις, οι διεργασίες σωματικής αποτοξίνωσης και τελικά η συνολική κατάσταση υγείας και ευεξίας του οργανισμού μας.

 

Επιπλέον, οι σύγχρονες διατροφικές έρευνες διαφωτίζουν επαρκώς το πώς η αφομοίωση ορισμένου τύπου τροφής μπορεί να επηρεάζει –δηλαδή να ρυθμίζει ή να απορρυθμίζει– την έκφραση συγκεκριμένων γονιδίων του οργανισμού.

 

Παρ' όλα αυτά, ακόμη και σήμερα, οι περισσότεροι από εμάς δεν έχουν σαφή και εξατομικευμένη γνώση για το ποιες συγκεκριμένες τροφές ωφελούν ή, αντίθετα, βλάπτουν τον οργανισμό μας.

 

Κάποιες ασαφείς και μάλλον απρόσμενες απαντήσεις σε τέτοια αποφασιστικής σημασίας ερωτήματα άρχισαν να διατυπώνονται τα τελευταία χρόνια από δύο σχετικά νέους τομείς της επιστημονικής έρευνας: τη διατροφική γενετική και τη διατροφική γονιδιωματική.

 

Πρόκειται για δύο στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους ερευνητικά πεδία, που επιχειρούν να «λύσουν» τον περίπλοκο βρόχο που συνδέει τη δίαιτα με τη γενετική: πώς τα γονίδιά μας επηρεάζουν τη διατροφή μας και, ταυτόχρονα, πώς οι διατροφικές μας συνήθειες επιδρούν –άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά– στην έκφραση των γονιδίων μας.

 

Πώς διαμορφώνεται το διατροφικό μας προφίλ

 

Επί πολλά χρόνια η αντιδικία μεταξύ των ειδικών επικεντρωνόταν στο αν τον πρωτεύοντα ρόλο για τις ποικίλες εκδηλώσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς (και της διαιτολογικής, προφανώς) έχουν τα γονίδια ή το περιβάλλον. Σήμερα αυτή η διένεξη θεωρείται μάλλον μάταιη και ασφαλώς παραπλανητική.

 

Για τη σύγχρονη βιολογική σκέψη, αλλά και για τις βιοϊατρικές πρακτικές που αυτή συνεπάγεται, το ερώτημα «γονίδια ή περιβάλλον;» θεωρείται πλέον ξεπερασμένο: η διατροφική συμπεριφορά κάθε ατόμου εξαρτάται από τη στενή αλληλεπίδραση των γονιδιακών προδιαγραφών του με τα διατροφικά ήθη και την ποιότητα των διατροφικών προϊόντων που είναι διαθέσιμα στο περιβάλλον όπου ζει.

 

Πράγματι, οι σύγχρονοι διατροφολόγοι, χάρη στην πολυετή συνεργασία τους με τους βιοχημικούς φυσιολόγους, αποκάλυψαν τον αποφασιστικό ρόλο αφενός των «μακροτροφικών» παραγόντων (πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, λίπη) και αφετέρου των εξίσου σημαντικών «μικροτροφικών» (βιταμίνες, άλατα, διάφορα βιοδραστικά μόρια). Επιπλέον, χάρη στη συνεργασία τους με τους επιδημιολόγους, επιβεβαίωσαν κατ’ επανάληψη ότι κάποια πρότυπα διατροφής –όπως π.χ. το μεσογειακό ή το ιαπωνικό– είναι πολύ καλύτερα από άλλα.

 

Δυστυχώς, όμως, αυτές οι «κλασικές» προσεγγίσεις της ανθρώπινης διατροφής παρουσιάζουν κάποια εγγενή και σχεδόν ανυπέρβλητα όρια: μελετούν στατιστικά τα αποτελέσματα της λήψης τροφής από τον «μέσο» άνθρωπο και κατόπιν τα συνδέουν και τα συσχετίζουν με κάποια ιδιαίτερα στιλ ζωής (π.χ. άθληση, κάπνισμα, κατανάλωση αλκοόλ κ.ο.κ.). Με αποτέλεσμα, πολύ συχνά, τα συμπεράσματά τους να είναι μια ακριβής αλλά απρόσωπη και αφαιρετική προσέγγιση του προβλήματος του κάθε μεμονωμένου ανθρώπου.

 

Ωστόσο, οι ανθρώπινοι οργανισμοί, παρά τη φαινομενική ανατομική-λειτουργική τους ομοιομορφία, δεν είναι ίδιοι μεταξύ τους, και συνεπώς δεν αντιδρούν ποτέ με τον ίδιο τρόπο σε μια συγκεκριμένη δίαιτα!

 

Είμαστε ό,τι τρώμε ή τρώμε ό,τι είμαστε;

 

Ευτυχώς, το παραπάνω γνωσιακό κενό από τις αμιγώς στατιστικές προσεγγίσεις της ανθρώπινης διατροφικής συμπεριφοράς ήρθαν τα τελευταία χρόνια να το καλύψουν δύο νέες προσεγγίσεις: η διατροφική γονιδιωματική (nutrigenomics) και η διατροφική γενετική (nutrigenetics). Η πρώτη επιχειρεί να διαφωτίσει τις αμφίδρομες και εξαιρετικά περίπλοκες σχέσεις ανάμεσα στο γονιδίωμα και τη διατροφή, ενώ η δεύτερη μελετά τις εξατομικευμένες αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στη συγκεκριμένη διατροφή και στον γονότυπο ενός συγκεκριμένου ανθρώπου.

 

Ειδικότερα, η διατροφική γονιδιωματική έχει θέσει προγραμματικά στόχο της να καταφέρει να προβλέπει πώς ένα δεδομένο διατροφικό περιβάλλον επιδρά πάνω σε συγκεκριμένα κύτταρα, στα όργανα και στο σύνολο του οργανισμού, τόσο στο παρόν όσο και στο μέλλον.

 

Μόνο εφόσον γνωρίζουμε -εγκαίρως και επακριβώς- το πώς οι συγκεκριμένες τροφές επενεργούν σε συγκεκριμένους οργανισμούς μπορούμε να τις βελτιώσουμε γενετικά. Και φυσικά να σχεδιάσουμε τις τροφές του μέλλοντος που, σύμφωνα με την προπαγάνδα, θα έχουν αποκλειστικά ευεργετικά αποτελέσματα στην υγεία του ανθρώπινου οργανισμού.

 

Περιττό να επισημάνουμε ότι η μαζική υλοποίηση αυτού του προγράμματος θα συνεπαγόταν για τις ανθρώπινες διατροφικές συνήθειες μια επανάσταση εξίσου σημαντική και ριζική με την επινόηση της γεωργίας: την πρωτόγνωρη ικανότητα να δημιουργούμε, μέσω της διατροφικής γενετικής τεχνολογίας, την τροφή που ταιριάζει στον κάθε άνθρωπο ανάλογα με τις ιδιαίτερες γονιδιακές του προδιαγραφές και ανάγκες!

 

Για την έλευση όμως αυτού του «διαιτολογικού παραδείσου» θα πρέπει μάλλον να περιμένουμε πολύ, και όχι μόνο λόγω των οξύτατων διατροφικών προβλημάτων που θα έχει να αντιμετωπίσει στο άμεσο μέλλον η ήδη πολυπληθής ανθρωπότητα. Το βασικότερο εμπόδιο σε αυτήν τη διατροφική επανάσταση θα αποδειχτεί η κυρίαρχη σήμερα στρατηγική της μετανεωτερικής βιοεξουσίας να διαμορφώνει και να χειραγωγεί τα διατροφικά μας ήθη με αποκλειστικό κριτήριο την αύξηση του κέρδους της παγκόσμιας βιομηχανίας τροφής και όχι βέβαια την προάσπιση της υγείας των καταναλωτών.

 

 Είναι η ολιγοφαγία το ελιξίριο της μακροζωίας;

 

Γιατί η βιοϊατρική του 21ου αιώνα, και ειδικότερα οι σύγχρονες βιοτεχνολογίες της διατροφής, επιμένουν τόσο πολύ στην καλή διαχείριση –ατομική ή, κατ’ ανάγκη, ιατροφαρμακευτική– των διαιτολογικών μας ηθών και παθών; Και γιατί επιβάλλουν τον συνεχή έλεγχο του σωματικού μας βάρους και τη διατήρησή του σε αυστηρά προκαθορισμένα «καθολικά» φυσιολογικά επίπεδα; Η απάντηση είναι απλή και φαινομενικά εύλογη: Το κάνουν επειδή θεωρούν ότι αυτή είναι η αποτελεσματικότερη ασπίδα προστασίας απέναντι σε πληθώρα νοσημάτων που μαστίζουν τις καταναλωτικές κοινωνίες μας, από τα καρδιαγγειακά νοσήματα και τον καρκίνο μέχρι την κατάθλιψη.

 

Σήμερα θεωρείται βέβαιο ότι μια «σωστή» υποθερμιδική δίαιτα παρατείνει το προσδόκιμο ζωής, γεγονός που έχει επιβεβαιωθεί με πειράματα πάνω σε ζώα και με πιο έμμεσους τρόπους στους ανθρώπους. Οταν όμως αυτή η «υγιεινή» υποθερμιδική δίαιτα μετατρέπεται σε υπερβολική και απαράβατη διατροφική πρακτική, τότε προκαλεί σοβαρές και μόνιμες διαταραχές στην ισορροπία του οργανισμού, οι οποίες σχεδόν αναπόφευκτα καταλήγουν σε κάποια από τις σύγχρονες και ιδιαίτερα διαδεδομένες «πολιτισμικές» παθήσεις: διαβήτης, καρδιαγγειακά νοσήματα, ορισμένες νεοπλασίες, και ουκ ολίγες σοβαρές ψυχικές διαταραχές!

 

Από πολύ παλιά ήταν γνωστό ότι κάποιος ευέλικτος αυτοπεριορισμός ή και η πιο συστηματική αποχή από την υπερβολική κατανάλωση τροφής μπορεί να περιορίζει τις αρνητικές συνέπειες της γήρανσης και να συμβάλλει αποφασιστικά στη διατήρηση της καλής φυσικής κατάστασης των σωμάτων. Γι’ αυτήν την εμπειρική διαπίστωση, ωστόσο, ουδεμία εύλογη επιστημονική εξήγηση ή πειστική ερευνητική απόδειξη διαθέταμε μέχρι πρόσφατα.

 

Πριν από λίγα χρόνια, όμως, οι ερευνητές στο Mount Sinai School of Medicine των ΗΠΑ παρουσίασαν μια καλά τεκμηριωμένη μελέτη του βασικού βιοχημικού μηχανισμού που εμπλέκεται στην ενδεχόμενη εξάρτηση της μακροζωίας από τον συστηματικό αυτοπεριορισμό στη λήψη τροφής.

 

«Στόχος της έρευνάς μας ήταν να βρεθεί μια απάντηση σε ένα πολύ συγκεκριμένο ερώτημα: Γιατί το να τρώει κανείς λίγο επιβραδύνει τις φυσικές διεργασίες γήρανσης ενώ, αντίθετα, η υπερβολική κατανάλωση τροφής φαίνεται να επιταχύνει την εμφάνιση δυσλειτουργιών ή ασθενειών που συνοδεύουν τις πιο προχωρημένες ηλικίες;» γράφει ο Τσαρλς Μομπς (Charles Mobbs), καθηγητής Νευρογηριατρικής και υπεύθυνος για την έρευνα. Και συνεχίζει: «Η απάντηση, όπως ανακαλύψαμε, θα πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στο οξειδωτικό στρες που προκαλείται από τη λήψη τροφής. Μια υποθερμιδική δίαιτα φαίνεται να περιορίζει τις αρνητικές συνέπειες από τον μεταβολισμό της γλυκόζης, και κατά συνέπεια το οξειδωτικό στρες που αυτή η βιοχημική διεργασία συνεπάγεται. Το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα έχει στον οργανισμό μας μια δίαιτα πλούσια σε θερμίδες».

 

Λιγότερες θερμίδες δεν εξασφαλίζουν τη μακροζωία

 

Και όπως επισημαίνει στη σχετική ανακοίνωσή του ο Μομπς, «δεν έχει καμιά σημασία ποια δίαιτα επιλέγει να ακολουθήσει κανείς, αν δηλαδή θα επιλέξει να περιορίσει τη λήψη πρωτεϊνών, υδατανθράκων ή λιπιδίων. Αυτό που έχει σημασία είναι η συνολική μείωση των θερμίδων».

 

Πράγματι, όπως διαπίστωσαν, η συστηματική μείωση των θερμίδων έχει αποτέλεσμα την ενεργοποίηση ενός «μεταγραφικού παράγοντα» που ονομάζεται «CREB- Binding Protein» ή πιο απλά CBP.

 

Οι μεταγραφικοί παράγοντες είναι γενετικά στοιχεία –συνήθως πρωτεΐνες– που παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην επιλεκτική έκφραση ή, εναλλακτικά, στην αποσιώπηση των δομικών γονιδίων. Συνεπώς, ανάλογα με τις εξωτερικές συνθήκες, αυτοί οι παράγοντες μπορούν να ρυθμίζουν ή να αναστέλλουν τη μεταγραφή –δηλαδή την έκφραση– των γονιδίων μας!

 

Ο συγκεκριμένος παράγοντας CBP ελέγχει τη δραστηριότητα των γονιδίων που εμπλέκονται στη ρύθμιση της καλής λειτουργίας και της γήρανσης των κυττάρων. Πάντως, όπως τονίζουν οι πρωταγωνιστές αυτής της έρευνας, καλό θα ήταν να θυμόμαστε πάντα ότι η μείωση, έπειτα από σταθερή δίαιτα, του CBP κατά 10% μπορεί ενδεχομένως να συμβάλει σε πολύ μικρή παράταση του προσδόκιμου ζωής, ενώ η δραστική μείωσή του κατά 80% θα μας οδηγούσε σε βέβαιο θάνατο από λιμοκτονία.

Αλλά και μια σειρά από άλλες σχετικές έρευνες, όπως αυτές των Αμερικανών πληθυσμιακών βιολόγων Τζον Φέλαν (John Phelan) και Μάικλ Ρόουζ (Michael Rose), και κυρίως οι δύο εικοσαετείς έρευνες που ολοκληρώθηκαν πέρυσι στις ΗΠΑ στο Εθνικό Ινστιτούτο Γήρανσης (National Institute of Aging ή NIA) και στο Εθνικό Κέντρο ερευνας Πρωτευόντων του Γουισκόνσιν (Wisconsin National Primate Research Center, WNPRC) ενίσχυσαν σημαντικά την υποψία ότι δεν υπάρχει καμία σαφής συσχέτιση ανάμεσα στην παρατεταμένη δίαιτα και τη μακροζωία των πρωτευόντων θηλαστικών, και κατά συνέπεια των ανθρώπων. Αυτή η συσχέτιση είχε όντως διαπιστωθεί, κατά τη δεκαετία του 1980-1990, με πειράματα σε ποντίκια και αρουραίους, αλλά ποτέ σε πρωτεύοντα θηλαστικά.

Κρατώντας σταθερό επί δεκαετίες το βάρος μας, με κοπιώδεις και επίπονες προσπάθειες, ενδέχεται να παρατείνουμε για ένα ή δύο χρόνια το προσδόκιμο της ζωής μας. Το βέβαιο πάντως είναι ότι ο αυστηρός θερμιδικός έλεγχος και ο διαιτολογικός αυτοπεριορισμός δεν θα μπορούσαν ποτέ να μας εξασφαλίσουν ότι θα ζήσουμε για 125 χρόνια ή και περισσότερο, όπως εσφαλμένα διαδίδεται από διάφορες εντελώς αφερέγγυες πηγές.

 

Ο Φέλαν μάλιστα δημιούργησε ένα μαθηματικό υπολογιστικό μοντέλο ικανό να συσχετίζει αυτομάτως και να αναπαριστά γραφιστικά τη δυναμική σχέση μεταξύ κατανάλωσης θερμίδων και προσδόκιμου ζωής ενός οργανισμού που καταγράφεται από τα διάφορα πειραματικά δεδομένα. Από το μοντέλο αυτό προκύπτει όντως ότι η υπερβολική κατανάλωση τροφής επηρεάζει αρνητικά το προσδόκιμο ζωής, ενώ η δραστική και μακροχρόνια μείωση θερμίδων συμβάλλει το πολύ κατά 3% στη μακροζωία των πρωτευόντων. Μια πρόβλεψη κάθε άλλο παρά ενθαρρυντική για τα κέρδη από τις απάνθρωπες θερμιδικές στερήσεις που συνεπάγονται οι περισσότερες σοβαρές δίαιτες!

 

«Το μήνυμα είναι», συνοψίζει ο ίδιος ο Φέλαν, «πως το να υποφέρουμε κάνοντας επώδυνες δίαιτες για να παραμένουμε διαρκώς αδύνατοι δεν μας ανταμείβει και πολύ με όρους μακροζωίας. Ακούμε συχνά ότι η δραστική μείωση των θερμίδων είναι το κλειδί για την αιώνια ζωή. Το μοντέλο, ωστόσο, υποδεικνύει κάτι πολύ πιο λογικό: οφείλουμε να διατηρούμε το σωματικό μας βάρος σε υγιή επίπεδα, χωρίς να στερούμαστε εντελώς τις φαγοποτικές ηδονές».

 

Και, όπως θα δούμε αναλυτικότερα στο επόμενο άρθρο μας, η βουλιμία και η ανορεξία είναι δύο περίπλοκες βιοψυχολογικές διαταραχές, οι οποίες δεν σχετίζονται τόσο με την πρόσληψη τροφής όσο με μια άκρως παραπλανητική και ελάχιστα ικανοποιητική αυτοεικόνα του σώματός μας.

 

 

 

Scroll to top