27/05/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Πέρα από το απαρτχάιντ

      Pin It

ΘΕΑΤΡΟ Art

 

H ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ «ΧΑΙΡΕΤΕ ΚΙ ΑΝΤΙΟ» ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ 104, ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΜΙΑ ΝΟΤΙΟΑΦΡΙΚΑΝΙΚΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

 

Ο πολιτικοποιημένος Νοτιοαφρικανός συγγραφέας Αθολ Φούγκαρντ στρέφει εδώ την προσοχή του στον εσωτερικό κόσμο μιας οικογένειας. Μια άσωτη κόρη επιστρέφει στο ασφυκτικό, πουριτανικό σπίτι της, όχι από νοσταλγία, αλλά από κυνισμό. Ο σκηνοθέτης Αλέξης Ρίγλης και οι ηθοποιοί Σοφιάννα Θεοφάνους και Μιλτιάδης Φιορέντζης διδάσκουν ρεαλισμό, σαν σε σχολή υποκριτικής

 

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

getFile (76)Μοιάζει κάπως περίεργη η επιλογή του παλιού μας γνώριμου Νοτιοαφρικανού συγγραφέα Αθολ Φούγκαρντ για τη δραστήρια νεανική σκηνή του Θεάτρου 104. Ο ίδιος ο Φούγκαρντ –παρά τα εύσημα αμερικανικών εφημερίδων που του αποδίδουν τον τίτλο του «πιο σημαντικού αγγλόφωνου συγγραφέα»- είναι σήμερα μάλλον παροπλισμένος, αφού διένυσε μια σημαντική περίοδο συγγραφής και δράσης ενάντια στο απαρτχάιντ και το σύστημα διακρίσεων της χώρας του. Είναι από πολλές απόψεις ένας παλιός συγγραφέας, που και στην εποχή του ίσως να αναγνωριζόταν από τους σύγχρονούς του σαν «παλιός».

 

Θέλω να πω πως από την άποψη της δραματουργίας, της τεχνικής, των ίδιων των προσώπων, των ιδεών και των θεμάτων του ο Φούγκαρντ ποτέ δεν υπήρξε κάτι άλλο από εξαιρετικός θιασώτης του παραδοσιακού αγγλόφωνου βουλεβάρτου, προικισμένου βέβαια στην περίπτωσή του με το θέατρο των ιδεών και με όλες τις γόνιμες εντάσεις των δεκαετιών του ’60 και ’70. Σήμερα, στον 21ο αιώνα πια το ίδιο το στίγμα του έργου του ακούγεται ισχνό και μακρινό, αν όχι ξεπερασμένο.

 

Ακόμα περισσότερο περίεργη κάνει την επιλογή το γεγονός ότι από μόνο του το «Χαίρετε κι αντίο» (1965) δεν ανήκει, έστω, στο μέρος της αναγνωρισμένης και περισσότερο διάσημης πολιτικοποιημένης παραγωγής του Φούγκαρντ (με τις προδιαγραφές που αναφέραμε προηγουμένως), αλλά στο έλασσον τμήμα της δραματουργίας του: ενταγμένο στην τριλογία των οικογενειακών δραμάτων που έγραψε κατά τη δεκαετία του ’60, το «Χαίρετε κι αντίο» στρέφει την προσοχή από το εξωτερικό πλαίσιο στον εσωτερικό κόσμο της νοτιοαφρικανικής οικογένειας και αποσκοπεί ίσως στο να ξορκίσει παλιά φαντάσματα του ίδιου του συγγραφέα. Ανήκει στο τυπικό δείγμα ενός θεατρικού μηχανισμού που στηρίζεται στη (συνήθως εκβιαστική) συνάντηση δύο αντίθετων χαρακτήρων (εδώ αδελφών), που θα ανακαλύψουν μαζί το παρελθόν, τα μυστικά και τους δεσμούς που τους ενώνουν. Είναι ένας πολύ κοινός τόπος για το θέατρο, ειδικά όταν για δραματουργικούς λόγους ο ένας εκ των πόλων του δράματος αποκτά τα χαρακτηριστικά του απολωλότος προβάτου και ο άλλος δέχεται τη φυσιογνωμία του αποσυνάγωγου. Τόσο πετυχημένος τόπος, μάλιστα, που κάποια στιγμή εισρέει στα πατρόν του Χόλιγουντ. Δείτε το «Χαίρετε κι αντίο» και βρείτε τις αναλογίες με τον «Ανθρωπο της βροχής».

 

Εδώ βέβαια έχουμε την επιστροφή της άσωτης κόρης που διέφυγε από το ασφυκτικό περιβάλλον της πουριτανικής νοτιοαφρικανικής οικογένειας για να χάσει τον εαυτό της –όπως τόσοι άλλοι- στη μεγάλη πόλη. Επιστρέφει όχι τόσο από νοσταλγία, αλλά από κυνισμό: έχει ανάγκη τις 500 λίρες που ο πατέρας της κάποια στιγμή έλαβε ως αποζημίωση για το εργατικό ατύχημα που τον άφησε ανάπηρο. Στο ερημωμένο πια και στοιχειωμένο πατρικό της συναντά τον ψυχικά και πνευματικά συντετριμμένο αδελφό της. Ο κατάκοιτος πατέρας «κοιμάται» στο διπλανό δωμάτιο, και έτσι το μόνο που έρχεται στη σκηνή είναι κούτες αποθήκευσης φυλαγμένες από το παρελθόν, που κρύβουν μέσα τους, αντί για το κομπόδεμα, αποκόμματα μιας ζωής που ξοδεύτηκε στη μιζέρια, τη στέρηση και την αναστολή της επιθυμίας.

 

Ενα δράμα προσώπων 

 

Είναι φανερό πως ο Φούγκαρντ έχει στον νου του ένα έργο όχι υπόθεσης, πλοκής ή «θέματος» αλλά, κυρίως, ρόλων. Αυτό είναι, νομίζω, και η αναγκαία συνθήκη της μετάφρασης και του ανεβάσματος του «Χαίρετε κι αντίο». Διαθέτει δύο γερούς ρόλους, συμπληρωματικούς και αντιθετικούς συνάμα, πολύ ρεαλιστικούς και πολύ συγκινητικούς, με ιδιοσυγκρασία και εξέλιξη, με επιφάνεια και βάθος, με στόχους και κίνητρα: με δυο λόγια, ρόλους από κάθε άποψη αβανταδόρικους για κάθε νέο και νέα ηθοποιό.

 

Νομίζουμε ότι παρακινούμαστε από το έργο του Φούγκαρντ και συναισθανόμαστε το δράμα των προσώπων. Η αληθινή ωστόσο συγκίνηση εδώ είναι η μαγεία του ρεαλισμού να σε εγκλωβίζει σε μια κατάσταση και να σε κάνει συμμέτοχο στο παιχνίδι. Στην περίπτωση μάλιστα της σκηνοθεσίας του Αλέξη Ρίγλη και με τους ικανούς ηθοποιούς Σοφιάννα Θεοφάνους και Μιλτιάδη Φιορέντζη ο ρεαλισμός διδάσκεται σαν σε σχολή υποκριτικής. Ερχεται κατάφορτος με σωματικές κατακτήσεις, γεμάτος λεπτομέρειες, πλούσιος με τη φυσικότητα και αμεσότητα της μετάβασης. Εμμένω στην άποψή μου πως με αυτούς τους ρόλους ο ηθοποιός βγαίνει πάντα κερδισμένος, γιατί –ας μη γελιόμαστε- δείχνει κάτοχος μιας τεχνικής, μιας δεξιότητας, που ο θεατής μπορεί να αναγνωρίσει και να αξιολογήσει.

 

Κατά τη γνώμη μου πάντως οι εξαιρετικές επιδόσεις των δύο ηθοποιών θα μπορούσαν να είναι ακόμα μεγαλύτερες. Ο Μιλτιάδης Φιορέντζης υπερέβαλλε στην έκφραση της ανισορροπίας του αδελφού, προσβάλλοντας ώς ένα βαθμό τη ρεαλιστική συνθήκη του έργου. Είναι φανερό πως ο βυθός πρέπει να παραμένει κίνητρο για αποκάλυψη, αντί να παραδίδεται αμαχητί από την αρχή κιόλας. Ειδικά όταν βλέπουμε την αδελφή να μην αντιδρά απέναντι σε έναν καταφανώς διαταραγμένο. Και από την άλλη, το πρόσφατο παρελθόν της αδελφής θα έπρεπε ίσως να δηλώνεται κάπως στην εμφάνιση και τον χαρακτήρα. Κι αν δεν είναι αυτό απαραίτητο, θα πρόσφερε στην ηθοποιό μια πλουσιότερη γκάμα εκφράσεων.

 

Scroll to top