ΣΙΝΕΜΑ ΚΡΙΤΙΚΗ Art
Το τρίτο, και μπορεί και τελευταίο, επεισόδιο στο πιο επιτυχημένο κωμικό franchise της δεκαετίας ούτε αρκετά αστείο ούτε αρκετά «κάφρικο». Κι ας πέφτει αυτή τη φορά το βάρος στον Ζακ Γαλυφιανάκη. Προτιμήστε, για να γελάσετε, τους Marx brothers («Μια νύχτα στην όπερα») και το αφιέρωμα στα 100 χρόνια του Μαξ Λίντερ
Της Λήδας Γαλανού
……………………………………………..
(αστεράκια: 1,5) σκηνοθεσία: Τοντ Φίλιπς ηθοποιοί: Ζακ Γαλυφιανάκης, Μπράντλεϊ Κούπερ, Εντ Χελμς, Κεν Τζέονγκ, Χέδερ Γκράχαμ, Τζάστιν Μπάρθα, Τζον Γκούντμαν
Ο Αλαν είναι ράκος: ο μπαμπάς του, ο βασικός χρηματοδότης και καλύτερός του φίλος, πεθαίνει από έμφραγμα που του προκάλεσε ο ίδιος. Η κατάσταση του Αλαν έχει χειροτερέψει τόσο που οι τρεις σύντροφοί του στις πρωτοφανείς περιπέτειες, η «αγέλη», τον πείθουν να πάει για ένα διάστημα σε κλινική. Για να του χρυσώσουν το χάπι, υπόσχονται να τον πάνε οι ίδιοι εκεί σ’ ένα αποχαιρετιστήριο ταξίδι με το αυτοκίνητο. Μόνο που στη διαδρομή οι τέσσερις αταίριαστοι φίλοι θα πέσουν και πάλι στον κ. Τσάου και την παρανοϊκή του εγκληματικότητα, αλλά και σ’ έναν αδίστακτο γκάνγκστερ που θα τους οδηγήσει, μέσω Μεξικό και Τιχουάνα, και πάλι στο Λας Βέγκας, εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν όλα…
Το τελευταίο (απ’ όσο γνωρίζουμε προς το παρόν τουλάχιστον) επεισόδιο στο πιο επιτυχημένο κωμικό franchise της δεκαετίας έρχεται στις οθόνες για ν’ αποχαιρετήσει τους ήρωές του και να συγκεντρώσει φυσικά όσο το δυνατόν περισσότερα εισιτήρια στα ταμεία. Η δεύτερη πρόθεση είναι απόλυτα εμφανής στην οθόνη, μια και το σενάριο, που πρέπει να γράφτηκε αστραπιαία, δεν στέκεται αντάξιο της προκλητικής, χυδαίας, σκατολογικής, ξεκαρδιστικής κωμωδίας, που κέρδισε την εμπιστοσύνη του κοινού τα περασμένα χρόνια.
Μια και το «Part IIΙ» είναι το τελευταίο μέρος της σειράς, οι αναφορές στις προηγούμενες ταινίες είναι αρκετές και, στο στιλ τους, νοσταλγικές. Ωστόσο το δυνατό γέλιο δεν έρχεται, το στόμα δεν στραβώνει απολαυστικά από αηδία και καμιά σκηνή – εκτός ίσως από την «κρυφή» που συμπεριλαμβάνεται στους τίτλους τέλους – δεν μένει στη μνήμη ούτε δέκα λεπτά μετά την έξοδο από την αίθουσα.
Το βάρος της ταινίας πέφτει αυτή τη φορά στον Ζακ Γαλυφιανάκη, όχι μόνο επειδή ο ήρωάς του, ο Αλαν, δίνει την αφορμή για την εξέλιξη της πλοκής, αλλά και επειδή το πηγαίο, ριζοσπαστικό χιούμορ του ηθοποιού συμπληρώνει αυτοσχεδιαστικά το χλιαρό σενάριο.
Η εναρκτήρια σκηνή με την απόδραση του κ. Τσάου από φυλακή ασφαλείας στην Ταϊλάνδη είναι η μόνη που ανεβάζει την αδρεναλίνη και η μικρή συμμετοχή τής Μελίσα ΜακΚάρθι («Οι φιλενάδες»), ως ρομαντικό ενδιαφέρον του Αλαν, δίνει στιγμιαία πυροτεχνήματα διασκέδασης. Ούτε αρκετά αστείο, ούτε αρκετά «κάφρικο», το νέο «Hangover» σίγουρα θα τα πάει καλά εμπορικά, έστω και μόνο για το «εδώ τελειώνουν όλα» της ιστορίας, αλλά οι fans θα επιθυμήσουν την εμπνευσμένη υπερβολή των προηγούμενων επεισοδίων, εκεί που το… hangover ερχόταν αβίαστα, μετά από ένα κινηματογραφικό μεθύσι που τουλάχιστον άξιζε τον κόπο.
……………………………………………………….
(αστεράκια: 1,5) (Two mothers) σκηνοθεσία: Αν Φοντέν ηθοποιοί: Ναόμι Γουοτς, Ρόμπιν Ράιτ, Ξαβιέ Σάμιουελ, Τζέιμς Φρέσβιλ, Μπεν Μέντελσον
Η Λιλ και η Ροζ, κολλητές φίλες από τα σχολικά τους χρόνια μέχρι τώρα, τα 45 τους, έχουν μάθει να μοιράζονται τα πάντα: ακόμα και… τους γιους τους. Οταν η Ροζ (Ρόμπιν Ράιτ) ξεκινήσει ένα παθιασμένο ρομάντζο με τον 18χρονο Ιαν, τον γιο τής Λιλ, εκείνη θα πέσει στην αγκαλιά του Τομ, του επίσης 18χρονου γιου της φιλενάδας της. Οι τέσσερις εραστές θα ομολογήσουν από νωρίς τις σχέσεις τους και θα προφυλάξουν το παράξενο ειδύλλιό τους σε πείσμα της κοινωνικής νόρμας.
Βασισμένη στο διήγημα «The grandmothers» της Ντόρις Λέσινγκ, η ταινία έχει όλους τους σπόρους για μια μνημειώδη, ενοχική, κοινωνικά προκλητική εξέλιξη, κάπου ανάμεσα σε απαγορευμένες φαντασιώσεις και μοιραίους έρωτες – αλλά δεν καταφέρνει ν’ αγγίξει τίποτε απ’ όλα αυτά.
Η ευθύνη πέφτει αποκλειστικά στη σκηνοθέτρια του «Two mothers», τη Γαλλίδα Αν Φοντέν (της φήμης των «Ούτε στον εχθρό μου», «Η Κοκό πριν τη Σανέλ» και, παλιότερα, «Augustin»), που μεταφράζει τα ανθρώπινα πάθη σε αφελείς φλυαρίες επιπέδου εφηβικού ημερολογίου, με το ηλιοβασίλεμα στο εξώφυλλο.
Σ’ έναν τόπο όπου η ζωή είναι ένα αδιάκοπο καλοκαίρι, κοντά στο Σίδνεϊ στην Αυστραλία, οι δυο ηρωίδες και οι κανακάρηδές τους κατοικούν σε δυο παραθαλάσσια σπίτια βγαλμένα από το Architectural Digest και περνούν τις μέρες τους δουλεύοντας λίγο και κάνοντας αδιάκοπα μπάνιο και ηλιοθεραπεία, αλλάζοντας τουλάχιστον είκοσι μαγιό, παρεό και καφτάνια στη διάρκεια της ταινίας. Γυρισμένο με σχεδόν εξολοκλήρου κοντινά πλάνα, η Φοντέν λιγουρεύεται τα βρεγμένα κορμιά μαμάδων και γιων και δεν χάνει ούτε μια στάλα νερού που σκαλώνει πάνω στους γραμμωμένους μυς τους. Οι διάλογοι ξεπερνούν το κλισέ και το συνεχόμενο μουσικό χαλί υποψιάζει για μια συναισθηματική αναστάτωση, που όμως ποτέ δεν περνά από το βλέμμα των πρωταγωνιστών, οι οποίοι ως επί το πλείστον κοιτάζουν γενικά προς το άπειρο.
Το θέμα, από τη μια γαργαλιστικό, από την άλλη ικανό να δημιουργήσει ενδιαφέροντες προβληματισμούς πάνω στο σωστό και το λάθος του έρωτα, καταλήγει απλώς ξενέρωτο, με μοναδικό αβαντάζ τις δύο υπέροχες πρωταγωνίστριες, Ρόμπιν Ράιτ και Ναόμι Γουότς, οι οποίες, εκτός από καλλονές, είναι και τόσο καλές ηθοποιοί που σχεδόν πείθουν τον θεατή ότι οι ηρωίδες τους έχουν ένα ίχνος βάθους. Οσο για τ’ αγόρια, δεν ξεπερνούν τους θαμώνες της Βασιλικής στη Λευκάδα, όπως και η ταινία δεν ξεπερνά μια ανούσια περιπέτεια που θα ζήσουν εκεί αυτό το καλοκαίρι.
…………………………………………………………………….
(αστεράκια: 4) (A night at the opera) σκηνοθεσία: Σαμ Γουντ ηθοποιοί: Γκράουτσο Μαρξ, Τσίκο Μαρξ, Χάρπο Μαρξ
Αν υπάρχει στην ιστορία του κινηματογράφου μία και μοναδική ταινία που εκπροσωπεί το κλασικό και το πρωτοποριακό, το σλάπστικ και το συναίσθημα, την αγνή κωμωδία με τον απόλυτο… «μαρξισμό», είναι η «Νύχτα στην Οπερα». Το φιλμ, που συγκαταλέγεται φυσικά όχι μόνο στις αγαπημένες ταινίες του κάθε σινεφίλ, αλλά και στις 100 σημαντικότερες ταινίες όλων των εποχών, όπως τις αξιολόγησε το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου, παρακολουθεί τον Γκρούτσο, τον Τσίκο και τον Χάρπο, καθώς προσπαθούν να «ανατινάξουν» τον σνομπ κόσμο της όπερας, βοηθώντας ένα ερωτευμένο ζευγάρι τραγουδιστών να υπερνικήσουν τα εμπόδια των «εχθρών» τους και να θριαμβεύσουν σε αυτήν. Μια ντελιριακή, αναρχική κωμωδία χωρίς προηγούμενο, ενδεχομένως και χωρίς επόμενο.
………………………………………………………………..
*100 χρόνια Μαξ Λίντερ στο ΒΟΞ
Για τους λάτρεις του βωβού κινηματογράφου, ευκαιρία να γνωρίσουν και να απολαύσουν το έργο του Γάλλου Μαξ Λίντερ, προδρόμου και ινδάλματος καλλιτεχνών σαν τον Μπάστερ Κίτον και τον Τσάρλι Τσάπλιν. Με το κομψό ντύσιμο του Παριζιάνου δανδή και το χαρακτηριστικό περιποιημένο μουστάκι του, ο Μαξ Λίντερ ήταν εκείνος που, για πρώτη φορά στις αρχές του προηγούμενο αιώνα, έκανε σλάπστικ κωμωδία στο σινεμά, παρουσιάζοντας ξέφρενα σκετς με ανατρεπτικό χιούμορ και συνδυάζοντας τον… τουρτοπόλεμο μ’ ένα λεπτό κοινωνικό σχόλιο και μια ελαφριά μελαγχολία για τη ζωή. Από τις ταινίες του που γυρίστηκαν ανάμεσα στο 1905 και το 1925, γύρω στις 400, διασώζονται περίπου 200 μικρού μήκους κωμωδίες, με τον ίδιο ως πρωταγωνιστή και συχνά σκηνοθέτη. Αυτήν την εβδομάδα η Ταινιοθήκη θα προβάλει μια επιλογή από τις ταινίες του, συνολικής διάρκειας 110 λεπτών, καλοκαιρινή ανάσα δροσιάς παρέα μ’ έναν από τους πρωτοπόρους του κινηματογράφου.