31/05/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Χαμένοι στη μετάφραση

      Pin It

Tρίτη ματιά

 

Της Μαργαρίτας Κουλεντιανού

 

 

getF34rile

«Ποίηση είναι αυτό που χάνεται στη μετάφραση», είπε ο Νίκος Δήμου χαιρετίζοντας την έκδοση του θαυμάσιου τόμου για την Εμιλι Ντίκινσον, «Επειδή δεν άντεχα να ζήσω φωναχτά», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Gutenberg. Διαγράφοντας έτσι με μια μονοκοντυλιά εξαιρετικά έργα μεταφραστών, ξεχνώντας –αν και ο ίδιος μεταφραστής- πως κάθε λέξη που μεταφέρεται από τη μια γλώσσα στην άλλη έχει πίσω της πολλή σκέψη και πολλή δουλειά και αποδίδει τεράστιο έργο. Γιατί πόσοι από μας δεν έχουμε τη γλωσσική επάρκεια για να καταλάβουμε τα ποιήματα της Ντίκινσον στο πρωτότυπο και πόσοι θέλαμε, χρειαζόμαστε να γνωρίσουμε μέσα από το έργο της τη μυθική αυτή προσωπικότητα. Οχι σε μεταφράσεις του υπουργείου Εξωτερικών, φυσικά, δέκα ευρώ η σελίδα, έτοιμο σε τρεις εργάσιμες, αλλά στην αξιέπαινη δουλειά των δύο γυναικών (Λιάνα Σακελλίου και Αρτεμις Γρίβα) που με περισσή ευαισθησία και γνώση έσκυψαν πάνω από κάθε λέξη, κάθε παύση, κάθε ανορθόδοξη στίξη του πρωτότυπου, φέρνοντας πιο κοντά μας τη δημιουργό που αποσπασματικά μόνο είχαμε γνωρίσει μέχρι τώρα, οι περισσότεροι ξέροντας μόνο τους θρύλους για το κλειστό δωμάτιο, τη λευκή φιγούρα, το αμίλητο πλάσμα το πολυγραφότατο.

 

Είναι πραγματικά έργο φιλόδοξο να καταπιάνεται κανείς με τη μετάφραση. Θέλοντας να μεταφέρει στη δική του γλώσσα και πολιτισμό έργα φτιαγμένα για άλλες γλώσσες και διαφορετικούς πολιτισμούς. Επιχειρώντας να μειώσει την απόσταση από τη μια άκρη της Γης στην άλλη, να βάλει ένα λιθαράκι στην κατάργηση των συνόρων που δεν πρέπει να μπαίνουν εμπόδια στην επικοινωνία των ανθρώπων. Η Εμιλι Ντίκινσον έζησε για πενήντα έξι χρόνια, τον 19ο αιώνα, σε μια μικρή πόλη της Μασαχουσέτης. Αλλη εποχή, άλλες σχέσεις, άλλη χώρα, άλλη ήπειρος και άλλες συνθήκες ζωής. Ομως έγραφε ότι «Το νερό μαθαίνεται απ’ τη δίψα» κι αυτό στ’ αλήθεια χρειαζόταν να το ακούσουμε και να το διαβάσουμε εμείς εδώ, σχεδόν δύο αιώνες μετά, πολύ περισσότερο μάλιστα τώρα που η δίψα μάς στεγνώνει το στόμα και κάνει τα μάτια μας να δακρύζουν. Και το ακούσαμε, γιατί ακούσαμε τη φωνή της ποιήτριας. Κι αν ακόμα στη μακρά και γεμάτη προσκόμματα διαδρομή από τη μια γλώσσα στην άλλη, από τη μια εποχή στην άλλη, χάνονται οι τεχνικές ή και κάποια από τα νοήματα, αρκεί που κάποια άλλα μεταφέρονται, φτάνουν ώς εδώ, μας μιλούν με άλλη φωνή για τα δικά μας.

 

Αλήθεια, πώς θα ήταν αν δεν είχαμε διαβάσει τη Βίβλο; Αν δεν είχαμε γνωρίσει την Αποκάλυψη; Αν είχαμε δει μόνο φωτογραφίες ή έστω το βιογραφικό του Ελιοτ και του Νερούδα; Και οι άλλοι τι θα ήταν αν δεν είχαν γευτεί τον Ομηρο, τη Σαπφώ, τους τραγικούς; Σίγουρα δεν μπορεί κανείς να αποδώσει όλες τις λεπτές αποχρώσεις, όλα τα υποφώσκοντα νοήματα, όλο το ρίγος και όλο το συναίσθημα που εκφράζεται με τη γλώσσα του πρωτότυπου. Οποιος έχει ποτέ επιχειρήσει να γράψει –ή να διαβάσει- ξέρει πως κάθε λέξη φέρει όλες τις δηλώσεις που της αποδίδουν τα λεξικά και όλες εκείνες με τις οποίες την επενδύει αυτός που τη γράφει, συγγραφέας ή ποιητής. Ο μεταφραστής καθοδηγείται από τα λεξικά και εμπνέεται από την επαφή με τον δημιουργό. Οι μεταφράστριες της Ντίκινσον πρέπει να είχαν μακρά επαφή με τη ζωή και το έργο της, γι’ αυτό και ήταν εμπνευσμένες.

 

Scroll to top