Στοιχεία-σοκ στην ετήσια έκθεση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας: τα 205 εκατομμύρια θα φτάσουν οι άνεργοι το 2014, τα 214 εκατομμύρια το 2018. Δραματική αύξηση του κινδύνου κοινωνικής αναταραχής. Από το 2017 (και βλέπουμε) η ανάκαμψη της απασχόλησης στις αναπτυγμένες χώρες, νωρίτερα στις αναδυόμενες
Του Μπάμπη Μιχάλη
O δρόμος για μια διαρκή οικονομική ανάκαμψη στον πλανήτη θα ανοίξει μέσω της μείωσης των οικονομικών και των κοινωνικών ανισοτήτων, «φωνάζει» πια η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας-ILO.
Στην ετήσια έκθεσή της για τον Κόσμο της Εργασίας -«World of Work Report 2013», η οργάνωση του ΟΗΕ διαπιστώνει ότι η κατάσταση στην παγκόσμια αγορά εργασίας είναι σήμερα «άνιση». Συγκεκριμένα πέντε χρόνια από το ξέσπασμα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης η απασχόληση σε αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες ανακάμπτει με πολύ ταχύτερους ρυθμούς απ’ ό,τι στην πλειονότητα των αναπτυγμένων. Με βάση τις τρέχουσες τάσεις έτσι, η απασχόληση στις αναδυόμενες οικονομίες θα επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα το 2015, ενώ αντίθετα στις αναπτυγμένες αργότερα, μετά το 2017. Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας εκτιμά ότι -συμπεριλαμβανόμενων και των εκατομμυρίων νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας- θα χρειαστούν περισσότερες από 30 εκατομμύρια θέσεις προκειμένου να επιστρέψει η απασχόληση στα προ κρίσης επίπεδα.
Τα πράγματα είναι σαφώς πιο δύσκολα στις αναπτυγμένες οικονομίες, ειδικά στην ευρωζώνη: από τις 37 αναπτυγμένες οικονομίες, για τις οποίες υπάρχουν στοιχεία, μόνο 5 (Γερμανία, Ουγγαρία, Λουξεμβούργο, Μάλτα και Ελβετία) είχαν πέρσι επίπεδα απασχόλησης που ξεπέρασαν τα προ κρίσης αντίστοιχα.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ILO, το ποσοστό της ανεργίας παγκοσμίως έφτασε πέρσι το 5,9% και ήταν 0,5% υψηλότερο από τα προ κρίσης επίπεδα. Φέτος προβλέπεται ότι θα φτάσει το 6%. Μετά τα τέλη του 2011 η ανεργία άρχισε να αυξάνεται ξανά και στη διάρκεια του 2012 αυξήθηκε κατά 3 εκατομμύρια, στα 195,4 εκατομμύρια. Οι προβλέψεις είναι ότι ώς το 2014 οι άνεργοι στον πλανήτη θα φτάσουν στα 205 εκατομμύρια και ώς το 2018 τα 214 εκατομμύρια.
Η ILO παρατηρεί ότι αρκετές αδυναμίες που προϋπήρχαν της κρίσης στην παγκόσμια αγορά εργασίας συνεχίζουν να υφίστανται. Η μακροπρόθεσμη ανεργία αυξήθηκε έτσι στο 60% των χωρών, ενώ η ποιότητα της απασχόλησης επιδεινώθηκε κι άλλο αφού η μη εθελούσια προσωρινή και μερική απασχόληση σημείωσε άνοδο τα τελευταία τρία χρόνια στο 85% των χωρών.
Δραματική αύξηση
Διόλου τυχαία, συνεπικουρούμενης και της οικονομικής κρίσης, ο κίνδυνος κοινωνικής αναταραχής είχε αυξηθεί δραματικά. Μεταξύ 2011 και 2012, από τις 71 οικονομίες που υπάρχουν πληροφορίες, ο κίνδυνος κοινωνικής αναταραχής αυξήθηκε στις 46. Ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος μεταξύ των 27 χωρών της Ε.Ε. καθώς αυξήθηκε από 34% σε 46% σε αυτό το διάστημα. Ακόμη από τις 24 εκ των 27 συνολικά χωρών της Ε.Ε. -για τις οποίες υπάρχει πληροφόρηση- ο κίνδυνος κοινωνικής αναταραχής αυξήθηκε στις 17.
Ο κίνδυνος κοινωνικής αναταραχής δεν είναι φυσικά άμοιρος των εισοδηματικών ανισοτήτων που αυξήθηκαν τα τελευταία δύο χρόνια στις περισσότερες από τις αναπτυγμένες οικονομίες και σε αντίθεση με τη συρρίκνωση που είχε παρατηρηθεί την περίοδο 2007-2010. Αντίθετα στις αναπτυσσόμενες οικονομίες υπήρξε μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων, η οποία όμως θεωρείται εύθραυστη. Η ILO παρατηρεί εδώ ότι η η ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας μετά το 2010 έφερε κέρδη μόνο στους πολύ πλούσιους. Αποτέλεσμα ήταν το μέγεθος της μεσαίας τάξης να συρρικνωθεί περαιτέρω στην πλειονότητα των αναπτυγμένων οικονομιών.
Iσορροπία
Η ILO ευελπιστεί πάντως ότι η παραπάνω ζοφερή κατάσταση μπορεί να βελτιωθεί, αν η διαδικασία εξισορρόπησης (rebalancing) των αναπτυσσόμενων οικονομιών παγιωθεί και αν βρεθεί η σωστή ισορροπία μεταξύ απασχόλησης και μακροοικονομικών στόχων στις αναπτυγμένες.
Καθοριστικούς προς μια τέτοια κατεύθυνση θεωρεί τους κατώτατους μισθούς και τις επενδύσεις. Εκτιμά συγκεκριμένα ότι οι πρώτοι μπορούν να αποτελέσουν ένα πανίσχυρο εργαλείο για τη στήριξη απασχόλησης, τη μείωση της κοινωνικής ανισότητας και την εξισορρόπηση της οικονομίας παρότι, όπως σημειώνει, στις μισές περίπου από 151 χώρες του κόσμου δεν είναι θεσμοθετημένος ο κατώτατος μισθός.
Οσον αφορά τις επενδύσεις, οι οποίες παραμένουν ακόμη ως ποσοστό του ΑΕΠ 1% χαμηλότερα από τα προ κρίσης επίπεδα, τονίζει ότι αυτές αποτελούν κλειδί για μια φιλική προς την απασχόληση οικονομική ανάπτυξη. Θεωρεί βασικό εμπόδιο για τις παραγωγικές επενδύσεις την αποτυχία του χρηματοπιστωτικού συστήματος να διανείμει πιστώσεις – ειδικά στις μικρές επιχειρήσεις. Και δεν παραλείπει να υπενθυμίσει ότι, παρά την ανάκαμψη των κερδών από τα προ κρίσης επίπεδα, ένα αυξανόμενο μερίδιο αυτών παρακρατείται ως ρευστό ή χρησιμοποιείται για την πληρωμή μερισμάτων, επαναγορά μετοχών και τις αμοιβές των στελεχών, οι οποίες αυξάνονται ξανά.