Pin It

ΒΙΒΛΙΟ Art

 

Κυκλοφόρησε η «Εξοδος από την Αίγυπτο» του Αντρέ Ασιμάν

 

Την περίοδο της ανάδυσης του αραβικού εθνικισμού τον 20ό αιώνα, περίπου 800.000 Εβραίοι γεννημένοι στη Μέση Ανατολή εκδιώχθηκαν από την περιοχή. Ο Αντρέ Ασιμάν σ' αυτό το γοητευτικό αυτοβιογραφικό χρονικό περιγράφει τον παράδεισο που έζησε μικρός, ενώ έπεφταν οι τίτλοι τέλους της κοσμοπολίτικης μεσογειακής πόλης. Παρά τον αυξανόμενο αντισημιτισμό που θα οδηγήσει την οικογένειά του στην εξορία στα μέσα τού ’50, γράφει χωρίς μελοδραματισμούς. Οι Αλεξανδρινοί που περνάνε από τις σελίδες του αντιμετωπίζονται ως πρόσωπα που η Ιστορία παρέσυρε στη δίνη της -όπως συνήθως συμβαίνει

 

Της Κατερίνας Οικονομάκου

 

 

zx

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

gezxstFileΚαθηγητής σήμερα στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και ειδικός στον Προυστ, ο Αντρέ Ασιμάν γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1951, ενώ έπεφταν οι τίτλοι τέλους της κοσμοπολίτικης εποχής της Μεσογείου. Το σύνθημα των αξιωματικών, που το 1952 ανέτρεψαν τον βασιλιά Φαρούκ, ήταν «Η Αίγυπτος ανήκει στους Αιγύπτιους». Το 1953 ανακηρύσσεται η Αιγυπτιακή Δημοκρατία. Με το Σύνταγμα του 1956 το πολιτικό σύστημα γίνεται μονοκομματικό και επίσημη θρησκεία η ισλαμική. Την ίδια χρονιά, η συντονισμένη αγγλογαλλική επίθεση, που ήρθε ως απάντηση στην εθνικοποίηση της Διώρυγας του Σουέζ, εντείνει το αίσθημα οργής των Αράβων ενάντια στους έως τότε κατά κανόνα προνομιούχους ξένους, οι οποίοι θα αρχίσουν να αισθάνονται όλο και πιο ανεπιθύμητοι. Ανάμεσά τους και οι Ασιμάν, που είχαν φτάσει εκεί από την Κωνσταντινούπολη το 1905.

 

Την περίοδο της ανάδυσης του αραβικού εθνικισμού τον 20ό αιώνα, περίπου 800.000 Εβραίοι γεννημένοι στη Μέση Ανατολή εκδιώχθηκαν από την περιοχή. Πρόκειται για ένα κεφάλαιο της Ιστορίας, για το οποίο ελάχιστα γνωρίζουμε. Ετσι η περιήγηση στον κόσμο των Ασιμάν, στο βιβλίο «Εξοδος από την Αίγυπτο», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση Κατερίνας Σχινά, είναι μια ευπρόσδεκτη περιήγηση στο πρόσφατο παρελθόν της περιοχής μας. Ειδικά ο Ελληνας αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι ανακαλύπτει κάτι λησμονημένο, αλλά με μια έννοια οικείο.

 

 

Η πληθωρική Κωνσταντινουπολίτισσα γιαγιά, η θρησκόληπτη Ελληνίδα γκουβερνάντα με το γαλλικό όνομα, οι περιπέτειες του Οδυσσέα στο νησί των Λωτοφάγων που συνεπαίρνουν τον νεαρό Ασιμάν, αλλά και οι αναφορές στο Hotel Cecil, το ζαχαροπλαστείο Delices ή την περίφημη παραλιακή λεωφόρο, την Κορνίς, όλα τα τοπόσημα της Αλεξάνδρειας, που χάρη στον Ντάρελ κέρδισαν τη λογοτεχνική αθανασία, είναι εδώ. Ωστόσο όλα συμβαίνουν σε ένα σύμπαν μακρινό, σε μια χαμένη πια Αλεξάνδρεια, όπου η έννοια της ταυτότητας είναι ρευστή για τους πολύγλωσσους άνδρες και τις γυναίκες αυτής της πόλης.

 

Παρατηρώντας τα πρόσωπα που μας συστήνει ο Ασιμάν, διαπιστώνει κανείς πόσο συγκεκριμένη και ταυτόχρονα διασταλτική ήταν η ερμηνεία του πατριωτισμού: Ο πατέρας του έως την ύστατη στιγμή αρνείται να δει ότι η πατρίδα που γνώριζε είναι αμετάκλητα χαμένη. Ακόμη και όταν όλοι οι συγγενείς και φίλοι του έχουν φύγει, παρά τις μαζικές εθνικοποιήσεις των ευρωπαϊκών περιουσιών, τα επίμονα απειλητικά τηλεφωνήματα και τον ωμό αντισημιτισμό, εκείνος επιμένει ότι θα παραμείνει στην Αλεξάνδρεια «για όσο μου το επιτρέπουν». Δεν αισθάνεται πατρίδα την Αίγυπτο, αλλά την Αλεξάνδρεια. Το ίδιο και η θεία Φλώρα, η οποία ώς το τέλος της ζωής της νοσταλγεί την πατρίδα της, όχι ως γενέθλιο τόπο, αφού ήταν νεαρή γυναίκα όταν έφτασε στην πόλη, αλλά ως τόπο οικουμενικό, ανοιχτό στην πολλαπλότητα της ύπαρξης.

 

Μεγάλο μέρος της γοητείας που ασκεί αυτό το οικογενειακό χρονικό οφείλεται στις περιγραφές που ανασυστήνουν μια εποχή ευφορίας, έναν κόσμο που έβγαινε ανακουφισμένος από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η βραδιά που άρχισε το φλερτ των γονιών του συγγραφέα, όταν οι νέοι της ευρωπαϊκής παροικίας γιόρταζαν το τέλος του πολέμου, οι εξορμήσεις του μικρού Αντρέ στην παραλία της Μαντάρα, οι βόλτες με το τραμ –σκηνή προς σκηνή, ο Ασιμάν ζωγραφίζει το περιβάλλον των προσώπων με λεπταίσθητο, υπόγειο λυρισμό και λιτότητα ύφους. Θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι περιγράφει έναν παράδεισο.

 

Δεν είναι έτσι. Το ειδυλλιακό καλοκαίρι σκιάζεται από την επίγνωση ότι το τέλος πλησιάζει. Η ευρωπαϊκή παροικία φυλλορροεί και η ατμόσφαιρα είναι ανοιχτά εχθρική για τους ξένους. Επειτα από την κρίση του Σουέζ, η αντίστροφη μέτρηση επιταχύνεται ραγδαία. Ο Ασιμάν δεν αναπτύσσει την αφήγηση ερήμην του ιστορικού πλαισίου. Ωστόσο, μιλάει για την Ιστορία όπως τη βίωσε στον μικρόκοσμό του. Θα 'λεγε κανείς ότι με μια έννοια ανάγει την αίσθηση που είχε σε ό,τι ο Κλαούντιο Μάγκρις θα ονόμαζε το καθαρό παρόν –«Στο καθαρό παρόν, στη μόνη διάσταση στην οποία στο κάτω κάτω ζούμε, δεν υπάρχει ιστορία. Σε καμιά στιγμή δεν υπάρχει ο φασισμός ή η Οκτωβριανή Επανάσταση, γιατί στην απειροελάχιστη εκείνη χρονική στιγμή δεν υπάρχει παρά το στόμα που καταπίνει σάλιο, μια χειρονομία, ένα βλέμμα που στρέφεται στο παραθύρι».

 

Ο Ασιμάν δεν κάνει αναλύσεις, ούτε προτείνει ερμηνείες. Γιατί και ο νεαρός εαυτός του δεν έκανε αναλύσεις, όταν άρχισε να έρχεται αντιμέτωπος με το αντισημιτικό μένος των δασκάλων και των Αιγύπτιων συμμαθητών του. Παιδάκι ακόμη, δεν ήταν ανυποψίαστος για αυτήν που επί αιώνες είχε υπάρξει η μοίρα των Εβραίων. Είχε ακούσει τις οικογενειακές ιστορίες. «Οι Εβραίοι χάνουν τα πάντα τουλάχιστον δύο φορές στη ζωή τους», είχε πει η θεία Φλώρα, μιλώντας εκ πείρας. Κι είχε ακούσει πως εβδομάδες πριν από τη μάχη του Ελ Αλαμέιν, οι άνδρες της οικογένειας είχαν ετοιμάσει από μια μικρή βαλίτσα, σε περίπτωση που έμπαιναν στην πόλη οι ναζί και τους καλούσαν να παρουσιαστούν. Αλλά ο ίδιος τι σχέση μπορεί να είχε με όλα αυτά; Εκείνος είχε μεγαλώσει σε μια πόλη όπου ο Αη Βασίλης μοίραζε ευχές στα παιδιά, ασχέτως θρησκευτικών πεποιθήσεων της οικογένειάς τους.

 

Ο Ασιμάν δεν γίνεται ποτέ μελοδραματικός, ούτε παρουσιάζει τους χαρακτήρες του ως θύματα. Οχι, όλοι οι γεννημένοι ή κατ’ επιλογήν Αλεξανδρινοί, που κάνουν το πέρασμά τους από τις σελίδες του, αντιμετωπίζονται ως πρόσωπα που η Ιστορία παρέσυρε στη δίνη της -όπως συνήθως συμβαίνει. Κάποιοι χάθηκαν, άλλοι αναδύθηκαν ζωντανοί και έπιασαν το νήμα κάπου άλλου. Και ίσως δεν είναι τυχαίο που ο συγγραφέας ζει σήμερα στη Νέα Υόρκη, την οικουμενική πόλη των καιρών μας.

 

……………………………………………………………………………

 

* Εκτενέστερη εκδοχή του κειμένου δημοσιεύτηκε το 2010 στο Athens Review of Books

 

Scroll to top