ΒΙΒΛΙΟ Art
Για το νέο μυθιστόρημα του Δημήτρη Νόλλα «Το ταξίδι στην Ελλάδα»
Ενας νέος φοιτητής στη Γερμανία επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη του 1963, λίγο μετά τη δολοφονία του Λαμπράκη, με τους παρακρατικούς και τους χαφιέδες αλλά και τα πρόσωπα του Εμφυλίου ακόμα ζωντανά. Θέλει να φύγει, να σωθεί. Ομως τον δένουν ακατάλυτα με τον τόπο του «τα χρήματα, τα ονόματα, οι λέξεις και τα λόγια». Είναι από τα καλύτερα ελληνικά μυθιστορήματα της τελευταίας σοδειάς
Του Λάκη Παπαστάθη*
Η ημέρα της επιστροφής του στην Ελλάδα, μετά από τρία χρόνια απουσίας στη Γερμανία, δεν ήταν για τον Αρίστο νόστιμον ήμαρ. Δεν άφηνε νοστιμιά στον ουρανίσκο, ούτε γλύκα στην ψυχή του. Και επιπλέον ένιωθε στους ώμους του να σηκώνει βουνά. Πικρή γεύση σε μια πόλη, τη Θεσσαλονίκη, που τον έδιωχνε.
Ο νόστος είναι το κυρίως θέμα στο βιβλίο του Νόλλα. Ο,τι ζει κι ακούει μετά την επιστροφή του τον κάνει να θέλει να φύγει για να σωθεί. Ομως στο τέλος καταλαβαίνει πώς καθώς μπλέκεται με τη γραφή –έχει δώσει σ’ έναν τυπογράφο ποιήματά του- η αποσύνδεση με τον τόπο του δεν είναι δυνατή. Οπως συμβαίνει και στην ταινία του Αγγελόπουλου «Το λιβάδι που δακρύζει», δένεται με χοντρή κόκκινη τριχιά σαν παλαμάρι. Κι αυτή η τριχιά γι’ αυτόν είναι ο λόγος, τα ελληνικά.
Δεν ξέρω γιατί, διαβάζοντας το φινάλε, μου 'ρθε στον νου ο Φιλοκτήτης, που μετά από δέκα χρόνια εξορίας σε έρημο νησί, όταν ακούει τη γλώσσα του, τα ελληνικά, δεν αντέχει την ευτυχία. Ο ήχος της γλώσσας, ο ρυθμός, οι λέξεις και οι φράσεις τού δροσίζουν τα κόκαλα. Νιώθεις τότε πως η γλώσσα μπορεί να αποτελέσει ένα είδος νόστιμου νόστου, που σε γυρίζει πίσω σε ζώντες και τεθνεώτες. Κι ακόμα ο Νόλλας περιγράφει την οικονομική εξάρτηση του βασικού ήρωα από τον αδερφό του, τη σχέση του με τους ασφαλίτες, τα καρφώματα των πρώην συντρόφων του. Και όλα αυτά αισθάνεσαι πως τον έχουν στο χέρι.
Η πόλη τον ακολουθεί
Ο αναγνώστης καταλαβαίνει πως όσο δύσκολη είναι η επιστροφή στην πατρίδα του, άλλο τόσο δύσκολο είναι να ξεκόψει…«καθώς τώρα όδευε, πορευόταν εκεί που ήθελε να είναι, ακριβώς όλες αυτές οι κινήσεις του, οι επιθυμίες και τα σχέδια, αν το καλοεξετάσει κανείς, τον οδηγούσαν εντέλει, στη σφυρηλάτηση και όχι στην κατάλυση των δεσμών του με τον τόπο: τα χρήματα, τα ονόματα, οι λέξεις και τα λόγια». Οπως η καβαφική πολιτεία έτσι και η πόλη του τον ακολουθεί.
Επεισόδια στην άγρια Θεσσαλονίκη του 1963, λίγο μετά τη δολοφονία του Λαμπράκη, με τους παρακρατικούς, τους χαφιέδες, τους ασφαλίτες κ.λπ. Τραυματικές διαπιστώσεις για την πόλη και την οικογένειά του. Τα πρόσωπα του Εμφυλίου που ζουν ακόμα. Η υπαρκτή και μυστηριωδώς εξαφανισμένη γυναίκα που συνόδευσε ο ίδιος από τη Γερμανία στη Θεσσαλονίκη τον κάνουν να θέλει να φύγει. Ομως ο τυπογράφος Πασχάλης, πρώην ταξιδεμένος και τώρα ριζωμένος στη Θεσσαλονίκη, θα του πει: «Τι να μου κάνει εμένανε η Βιέννη χωρίς τον Θερμαϊκό; Τι κι αν κερδίσω τον κόσμον όλο και χάσω την Καλαμαριά;»
Στο βιβλίο υπάρχουν μικρές παραβάσεις σαν τα αρχαία αττικά έργα όπου βγαίνει επί σκηνής ο συγγραφέας και λέει συμπυκνώνοντας πώς βλέπει αυτά που δεν βλέπουν οι ήρωες ή που ο ρυθμός της ζωής τους δεν τους επιτρέπει να δουν ή επειδή τα έχουν στην ψυχή τους, αλλά δεν βρίσκουν τα λόγια. Σαν να λέει είμαι μέσα, βλέπω, κρίνω, νιώθω με το σώμα μου και την ψυχή μου, δεν λέω τζάμπα λόγια, γιατί τα λόγια μου γεννιούνται από τον κόσμο που περιγράφω και επωμίζομαι την αλήθεια του. Γνωρίζω πως κάποιες στιγμές ασελγώ αισθητικά στην ομαλή αφήγηση, σας χαλάω τη συνέχεια, διασπώ το ενδιαφέρον σας για το τι θα γίνει παρακάτω, όμως δεν κρατιέμαι –κι αυτό γνωρίζω πως κάποια φορά μπορεί να καταστρέψει το έργο μου- θέλω να δω, θέλω να πω, θέλω να σχολιάσω κι άλλα που γεννιούνται στο μυαλό και στην ψυχή μου γιατί κι εγώ είμαι αναγνώστης αυτών που γράφω κι ενώ τα διαβάζω με τραβάει απ’ το μανίκι η ανάγκη του σχολίου.
Ο αφηγητής βλέπει το μέλλον
Είπα πως βγαίνει επί σκηνής ο συγγραφέας, ενώ το ακριβέστερο θα ήταν να πω ο αφηγητής, ο επινοημένος από τον συγγραφέα αφηγητής, που κατά κάποιο τρόπο είναι φτιαγμένος απ’ τα κομμάτια της ψυχής του συγγραφέα, απ’ το αίμα, τον ρυθμό, το βλέμμα του. Οχι βέβαια από τα επεισόδια της ζωής του, από αντιγραφές ή επεξεργασίες προσωπικών βιωμάτων, γιατί δεν συνέβησαν έτσι ακριβώς τα αφηγούμενα, δεν τα ’νιωσε στο πετσί του. Ομως καθώς γεννιέται η φανταστική ιστορία, ο αυτόπτης μάρτυς που είναι μέσα στον συγγραφέα ζει τα γεγονότα σαν να είναι πραγματικά, σαν να συμβαίνουν την ώρα που τα γράφει, σε ενεστώτα χρόνο, ή αλλιώς σαν να κάνει το παρελθόν και το μέλλον μονίμως παρόντα.
Γράφει: «Κι ας μη μας παραξενεύει πως ο αφηγητής του 1963 έχει την ικανότητα να εποπτεύει και τα προηγηθέντα εκείνης της τρέχουσας χρονικής στιγμής, αλλά και τα μελλούμενα. Ο επινοημένος αφηγητής του συγκεκριμένου ταξιδιού στην Ελλάδα δεν έκοψε ποτέ εντελώς, ή απότομα, τα παλαμάρια αυτής της επινοημένης ιστορίας από τον κάβο του ρεαλισμού και τις σταθερές του. Σκοπός του δεν ήταν ο πραγματικός και ευαίσθητος αναγνώστης ν’ αποστρέψει το πρόσωπό του από αυτό του συγγραφέα, αλλά να κάνει τα πάθη του Αρίστου Καραμπίνη και δικά του πάθη».
Μνήμη Νίκου-Γαβριήλ Πεντζίκη
Οταν όμως ο αφηγητής παρεμβαίνει στην εξέλιξη των γεγονότων για να θυμηθεί και να σχολιάσει αγαπημένους του, η τρυφερότητα, ο σεβασμός και η συγκίνηση ξεχειλίζουν απ’ τις σελίδες του βιβλίου, δεν νοιάζεται καν μήπως η έκταση του εγκωμίου βλάψει το έργο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η θύμηση του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, του συγγραφέα που σχεδόν ολόκληρο τον 20ο αιώνα περιδιάβηκε και λάτρεψε τη μακεδονική γη. Ο κεντρικός ήρωας σχεδόν θρησκευτικά τον θυμάται αναφερόμενος στη μητέρα του… «Πόλη ευλογημένη με τους δυο της πολιούχους, -σ.σ. ο δεύτερος ήταν ο Πεντζίκης-, θυμόταν τη μάνα του ο Αρίστος να μονολογεί συχνά, που αν και αναθρεμμένη σε οικογένεια και σχολείο καθολικών, είχε μεταστραφεί στην ορθοδοξία υπό την επίδραση εκείνου του φαρμακοποιού της Εγνατίας οδού, ο οποίος εκτός από φάρμακα έτριβε και κείμενα. Η μάνα του Αρίστου πρώτα είχε ερωτευτεί την πόλη και την ιστορία της, ύστερα τους ιδιόρρυθμους ανθρώπους και τον τρόπο τους»…
Πολλοί θα αναρωτηθούν αν διαβάζοντας το βιβλίο του Νόλλα θα «μάθουν» την ιστορία της Ελλάδας από τον Εμφύλιο και μετά. Οι ιστορικοί συνήθως πιστεύουν πως η συγγραφική επινόηση των ρόλων, των χαρακτήρων και των γεγονότων αλλοιώνει την αυθεντικότητα και την ακρίβεια του τι πράγματι συνέβη.
Εμποδίζει κατά κάποιο τρόπο την επιστημονική τεκμηρίωση των γεγονότων. Ομως ο Μανόλης Αναγνωστάκης στο «ΥΓ.» έγραφε: «τι ήξερε από την Ιστορία ο ιστορικός;» Κι αυτό το ’γραψε ένας ποιητής της βιωματικής ποίησης, που κατάφερε να εκφράσει την Ιστορία των χρόνων του, δηλαδή αυτό που είναι το χνούδι της ζωής, αυτό που μένει στην ψυχή όταν ο χρόνος κάψει το παρόν των γεγονότων που έζησε.
Ετσι κι ο αναγνώστης του Νόλλα. Μαζί με τον κεντρικό ήρωα συμπορεύεται περνώντας μέσα και ανάμεσα από τα γεγονότα. Κι αυτό το πέρασμα διαμορφώνει εντός του το κλίμα, τον χαρακτήρα των χρόνων μιας εικοσαετίας τουλάχιστον. Είναι αυτό Ιστορία; Δεν γνωρίζω την απάντηση, ξέρω όμως πως αυτό αγκιστρώνεται μέσα του και γίνεται υλικό συνείδησης. Κι ας μη γνωρίζει την ακριβή διαδοχή των ιστορικών γεγονότων, τις ημερομηνίες και τους μηχανισμούς που τα γέννησαν.
*Σκηνοθέτης και συγγραφέας
…………………………………………………………………..
«Ο γενάρχης της παπανδρεϊκής πατριάς, αρχηγέτης ενός καρκινώματος»
Στην ιδιοφυή σκηνή του τελωνείου, στο όριο του μέσα και του έξω, στο τελευταίο ανάχωμα της ελληνικής μιζέριας, ο κεντρικός ήρωας, καθώς βλέπει ένα ανθρωπάκι τελωνειακό με υπερβάλλοντα ζήλο να τον τηγανίζει με τις γραφειοκρατίες, σκέφτεται…«φαινόταν από μακριά τούτος ο κακομοίρης, πως του 'φταιγε ολόκληρο το σύμπαν, είχε χρέος η κοινωνία ολόκληρη απέναντί του, που τον είχαν υποχρεώσει να κάνει αυτή την άχαρη δουλειά, αντί να του 'χουν αναθέσει τη γενική διεύθυνση των τελωνείων της χώρας, αφού δεν μπορούσαν να τον κάνουν υπουργό.
Κι έτσι όποτε του δινόταν η ευκαιρία να νιώσει και να συμπεριφερθεί σαν να διοικούσε απόσπασμα καταδίωξης λαθρεμπόρων, την άδραχνε».
Ο παντογνώστης αφηγητής, θυμωμένος, θα συνεχίσει κάνοντας άλματα στον χρόνο.
Από το 1963 ξεκινώντας, προβάλλονται στο μυαλό του σκηνές από την πορεία του γενάρχη και των γόνων μιας πασίγνωστης πολιτικής οικογένειας που κυριάρχησε περίπου μισό αιώνα…«Υπήρχε όμως μια απλούστερη εξήγηση της συμπεριφοράς αυτού του υπαλλήλου.
Οι μόλις πρόσφατες εκλογές είχαν αναδείξει νέα κυβέρνηση κι ο άνθρωπός μας παραζαλισμένος έδινε εξετάσεις στην καινούργια κατάσταση. Λίγες μέρες πριν, επικεφαλής τσούρμου Κεντρώων, διψασμένων για χρήμα και εξουσία, τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου είχε κερδίσει ο γενάρχης της παπανδρεϊκής πατριάς, αρχηγέτης ενός καρκινώματος που τα επόμενα πενήντα χρόνια θα εξαπλωθεί πάνω σε ολόκληρη την κοινωνία υλοποιώντας την επιθυμία της να ενισχυθούν τα θεμέλια ενός γενικευμένου αμοραλισμού, μιας πολιτικής πανώλης που θα εκφραστεί με παραδειγματικό τρόπο απ’ αυτή την πολιτική οικογένεια στη διάρκεια του μισού αιώνα που θ’ ακολουθήσει».