06/06/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Πειραιώς 260

      Pin It

Tρίτη ματιά 

 

Tης Βένας Γεωργακοπούλου 

 

Κάποτε το καλύτερό μου ήταν το Ηρώδειο. Απ' όλη την Αθήνα αυτό είχα διαλέξει για να εναποθέσω την επαρχιακή ψυχή μου, που βιαζόταν να συνδεθεί με τη νέα, μεγάλη πόλη της, να τη μαρκάρει. Με τον αγαπημένο των φοιτητικών μου χρόνων εκεί, στα σκαλάκια του, είχαμε δώσει ραντεβού, αν ποτέ γινόταν, λέει, πόλεμος, πυρηνική καταστροφή, πραξικόπημα κι έχανε η μάνα το παιδί και το παιδι τη μάνα. Χωρίς προσυνεννόηση. Να βρεθούμε, μην είναι ο καθένας μόνος του.

 

Πότε έπαψε το ρωμαϊκό θέατρο να μου δίνει προστασία και παρηγοριά; Δεν θυμάμαι ακριβώς. Οταν τα θεατρικά μου κριτήρια έγιναν πιο αυστηρά; Μπορεί. Σημασία έχει ότι με το που άρχισα να το βαριέμαι και να το αποφεύγω, ήρθε ένας ευλογημένος άνθρωπος από τα ξένα και μού χάρισε ένα άλλο θέατρο για να έχω να πορεύομαι σ' αυτήν την «ξένη» πόλη. Διότι έπρεπε εξάπαντος θέατρο να είναι.

 

Να, λοιπόν, που έφτασα, που φτάσαμε στο όγδοο καλοκαίρι μας στην «Πειραιώς 260». Σ' αυτό το συνονθύλευμα από βιομηχανικά κτίρια με το χώμα, τους φθαρμένους τοίχους και τις σκοτεινές γωνιές, που ο Γιώργος Λούκος, μετά από σύσταση του Λευτέρη Βογιατζή (ναι, ακόμα κι αυτό τού το χρωστάμε), ξεδίπλωσε το όραμά του για το Φεστιβάλ Αθηνών. Τον φαντάζεστε να έκανε απλώς τον τροχονόμο σε Επίδαυρο και Ηρώδειο; Πού θα έφερνε όλα αυτά τα ξένα σχήματα, που ο θεσμός είχε επειγόντως ανάγκη για να διώξει τα χασμουρητά του;

 

Μα δεν έχω σήμερα σκοπό να σας ζαλίσω με επαίνους για το Φεστιβάλ. Για αυτόν τον τεράστιο, ποιητικό χώρο θέλω να σας μιλήσω. Να σας στείλω. Εντάξει, είναι κομμάτι μακριά, σε εποχές αφραγκίας θέλεις αεροπλάνα και βαπόρια για να φτάσεις. Κοίτα γκαντεμιά, τώρα που τον έμαθαν, επιτέλους, οι ταξιτζήδες και δεν χρειάζεται πια να λες «πάω κοντά στον Ελληνικό Κόσμο», ή ακόμα χειρότερα «εκεί που έπαιζε ο Λαζόπουλος». Ανακαλύψαμε, όμως, τα λεωφορεία, που τρέχουν κατηφορίζοντας την Πειραιώς, φτάνουν στον Ταύρο, πάνε και παρακάτω. Ωραία είναι. Ενα ταξίδι προς τη χαρά που μόνο η καλή τέχνη μπορεί να σου δώσει.

 

Και οι άνθρωποι. Σαν να γίνεσαι πιο κοινωνικός όταν περνάς τη σιδερένια πύλη τής Πειραιώς 260. Γιατί, παρακαλώ, ο Γιώργος Λούκος όλο για τα «παιδιά με τα σορτσάκια και τις σαγιονάρες» λέει; Είμαστε κι εμείς εκεί, οι μεγάλοι, που αφήνουμε συμπλέγματα, αγοραφοβίες, μελαγχολίες και όλα τα συμπτώματα της κρίσης σπίτι και φιλιόμαστε, λέμε «καλό καλοκαίρι», «εσύ τι είδες;», «άντε πάλι αύριο». Που αναγνωρίζουμε φάτσες από το προηγούμενο καλοκαίρι. Που πίνουμε μετά και κάνα κρασί στο καφενείο, ενώ η νύχτα έχει προχωρήσει γλυκιά και η Πειραιώς είναι έρημη και σκοτεινή. Κάπου στο βάθος μπορεί να πιάσει το μάτι μας τον Μπαρίσνικοφ, τον Οστερμάγερ, τη Μαρέν. Με σορτσάκια και σαγιονάρες.

Scroll to top