Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα στη Βρετανία, την πρώτη χώρα που ξεκίνησε την ιδιωτικοποίηση του νερού στην Ευρώπη, τα τελευταία δέκα χρόνια οι λογαριασμοί του νερού έχουν αυξηθεί κατά 64%
→Στις ΗΠΑ, όταν τα συστήματα ύδρευσης και αποχέτευσης ήταν ιδιωτικά, οι τιμές αυξήθηκαν τρεις φορές πάνω από τον πληθωρισμό και οι λογαριασμοί νερού των νοικοκυριών κατά μέσο όρο τριπλασιάστηκαν στα πρώτα δέκα χρόνια
→Στο Παρίσι τη διαχείριση του συστήματος ύδρευσης κατείχαν από το 1985 δύο ιδιωτικές εταιρείες που επέφεραν αύξηση των τιμολογίων κατά 260%. Οταν το 2008 επαναδημοτικοποιήθηκε» το νερό, ο δήμος εξοικονόμησε 35 εκατ. ευρώ και μειώθηκαν κατά 8% τα τιμολόγια
Toυ Τάσου Σαραντή
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 10 ετών, στη Βρετανία, την πρώτη χώρα που ξεκίνησε την ιδιωτικοποίηση του νερού στην Ευρώπη, οι λογαριασμοί νερού έχουν αυξηθεί περισσότερο από δύο φορές, όπως αποκαλύπτει μια πρόσφατη έρευνα (24/4/2013) που διενεργήθηκε για το Unison, το μεγαλύτερο συνδικάτο της Βρετανίας. Ο μέσος λογαριασμός έχει εκτοξευτεί από 129 λίρες το 1989 σε περίπου 388 λίρες σήμερα.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, κατά τα τελευταία δέκα χρόνια οι λογαριασμοί του νερού έχουν αυξηθεί κατά 64% σε σύγκριση με 28% για τον μέσο όρο αποδοχών. Εάν οι μέσοι λογαριασμοί συμβάδιζαν με τις αποδοχές, σήμερα θα ήταν χαμηλότεροι κατά 71 λίρες τον χρόνο. Το 30% του μέσου λογαριασμού των νοικοκυριών -περισσότερες από 100 λίρες τον χρόνο- πηγαίνει στο κέρδος. Συγκριτικά, το αντίστοιχο ποσοστό στον τομέα της ενέργειας ανέρχεται στο 9%.
Mε υψηλά χρέη
Αμέσως μετά την ιδιωτικοποίηση, οι περισσότερες εταιρείες νερού εισήχθησαν στο χρηματιστήριο. Σήμερα, αυτοί οι εκπρόσωποι του «λαϊκού καπιταλισμού», αναφέρεται στη μελέτη, έχουν μειωθεί σε τέσσερις τον αριθμό, με τις περισσότερες εταιρείες ύδρευσης να βρίσκονται συχνά στα χέρια ξένων ιδιωτικών κοινοπραξιών.
Από την άλλη, ο κλάδος έχει μια συνεχώς αυξανόμενη τάση για χρέη. Αν και το σύνολο των χρεών διαγράφηκε από την κυβέρνηση κατά την ιδιωτικοποίηση, τα επίπεδα των χρεών τετραπλασιάστηκαν από τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Παρά τα υψηλά περιθώρια κέρδους και την αύξηση των τιμών, μια εταιρεία ύδρευσης (η Thames) ζήτησε από την κυβέρνηση στήριξη προκειμένου να χρηματοδοτήσει νέες επενδύσεις.
Το «γαλλικό μοντέλο» σύμπραξης δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, η κυρίαρχη μορφή ιδιωτικοποίησης διεθνώς, κατά το οποίο οι επενδύσεις και η ιδιοκτησία των υποδομών ανήκουν στο Δημόσιο και η διαχείριση-διανομή του νερού στον ιδιωτικό τομέα, δέχθηκε το ισχυρότερο πλήγμα του μέσα στην ίδια του την πατρίδα και συγκεκριμένα στο Παρίσι. Τη διαχείριση του συστήματος ύδρευσης της γαλλικής πρωτεύουσας κατείχαν από το 1985 δύο ιδιωτικές εταιρείες που χαρακτηρίζονται «βαρόνοι του νερού» παγκοσμίως: η Veolia και η Suez που επέφεραν αύξηση των τιμολογίων κατά 260%.
Τον Νοέμβριο του 2008, ο Δήμος του Παρισιού αποφάσισε να μην ανανεώσει τη σύμβαση με τις δύο εταιρείες ιδρύοντας, δύο χρόνια αργότερα, τη δημοτική εταιρεία Eau de Paris. Το αποτέλεσμα αυτής της «επαναδημοτικοποίησης» ήταν η εξοικονόμηση για τον δήμο 35 εκατομμυρίων ευρώ τον χρόνο, παρ’ όλο που υπήρξε παράλληλη μείωση των τιμολογίων κατά 8%!
Το παράδειγμα του Παρισιού ακολούθησαν κι άλλοι γαλλικοί δήμοι μεταξύ των οποίων της Γκρενόμπλ, του Μπορντό, της Βρέστης, του Χερβούργου, της Τουλούζ, του Μονπελιέ, της Μασσαλίας και της Λιλ. Υστερα από αυτά, η εταιρεία Veolia, που έχει ένα από τα μεγαλύτερα συμβόλαια στην Ευρώπη, καλύπτοντας 7 διαμερίσματα της περιφέρειας île-de-France, με εξαίρεση τον Δήμο του Παρισιού, υποχρεώθηκε να μειώσει δραστικά τα κέρδη της για να ανανεώσει το συμβόλαιο.
Στο Βερολίνο, μετά την εν μέρει ιδιωτικοποίηση της δημόσιας εταιρείας το 1999, οι τιμές αυξήθηκαν μέχρι και 35%. Επειτα από μαζικές διαμαρτυρίες, η πόλη επαναγόρασε τις μετοχές, και η πρωτοβουλία αυτή σηματοδότησε μια πρώτη επιτυχία για τους πολίτες να πάρουν πίσω το νερό. Στη Γερμανία, σχεδόν το σύνολο του τομέα ύδρευσης ανήκει σε δημόσιους φορείς, ενώ, ακόμα και όταν σε κάποιες περιοχές τη διαχείριση έχουν ιδιωτικές εταιρείες, ελέγχονται από την τοπική αυτοδιοίκηση.
Περιορισμός των ιδιωτών
Αλλά και στις ΗΠΑ, όπου οι ιδιωτικές εταιρείες νερού κυριαρχούσαν κατά το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα υπήρξε πλήρης αλλαγή του σκηνικού. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι αμερικανικές ιδιωτικές εταιρείες ύδρευσης σε μεγάλο βαθμό δεν πραγματοποιούσαν τις απαραίτητες επενδύσεις στις υποδομές. Οι πόλεις υπέφεραν σημαντικά από παθογόνα συστατικά του νερού και συχνές επιδημίες. Αυτό προκάλεσε δημόσια κατακραυγή και ανάγκασε την κυβέρνηση να παρέμβει, ώστε να βελτιώσει τις συνθήκες για το καλό της δημόσιας υγείας. Στη δεκαετία του 1830, η Νέα Υόρκη πήρε τον έλεγχο της παροχής νερού για την αντιμετώπιση της επιδημίας χολέρας του 1832 και της ανεπαρκούς παροχής νερού κατά τη διάρκεια των πυρκαγιών. Οι τοπικές και πολιτειακές κυβερνήσεις άρχισαν να επενδύουν σημαντικά στη βελτίωση των υποδομών και της επεξεργασίας των λυμάτων σε όλη τη χώρα.
Με την έναρξη του 20ού αιώνα, οι δημόσιες υπηρεσίες νερού περιόρισαν τα ιδιωτικά συστήματα. Μια έρευνα της Αμερικανικής Υπηρεσίας Περιβάλλοντος το 1986 έδειξε ότι κρατικά συστήματα αντιπροσώπευαν το 45,5%, οι επενδυτές κατείχαν το 14,7% και οι υπόλοιπες ήταν ανεξάρτητες ιδιοκτησίες (π.χ. αγροτικές κοινότητες, σχολεία, νοσοκομεία). Σήμερα, οι υπηρεσίες νερού παραμένουν στο Δημόσιο σχεδόν σε κάθε μεγάλη πόλη της χώρας, με τον αριθμό τους να ανέρχεται σε περίπου 155.000 σε εθνικό επίπεδο.
Εξάλλου, από έρευνα για την ιδιωτικοποίηση στις ΗΠΑ το 2011, κατά την οποία εξετάστηκαν οι δέκα μεγαλύτερες πωλήσεις δημοτικών συστημάτων ύδρευσης ή αποχέτευσης της χώρας που πραγματοποιήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και στις αρχές του 2000, προέκυψε ότι έπειτα από 20 χρόνια ιδιωτικοποίησης οι τιμές αυξήθηκαν τρεις φορές πάνω από τον πληθωρισμό και οι λογαριασμοί νερού των νοικοκυριών κατά μέσο όρο τριπλασιάστηκαν στα πρώτα δέκα χρόνια. Ενα τυπικό νοικοκυριό πλήρωνε κατά μέσο όρο επιπλέον 434 δολάρια τον χρόνο για το νερό ή την υπηρεσία αποχέτευσης.
Από την άλλη, στις ΗΠΑ, οι εταιρείες εμφιαλωμένου νερού έχουν προσπαθήσει με κάθε τρόπο να πείσουν το κοινό ότι το δημόσιο σύστημα ύδρευσης είναι ανεπαρκές. Η Nestle, η Coca-Cola και η Pepsi έχουν πείσει με επιτυχία το καταναλωτικό κοινό ότι το εμφιαλωμένο νερό που διαθέτουν στην αγορά είναι πιο υγιεινό από το δημόσιο δίκτυο παροχής πόσιμου νερού. Αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι τα στάνταρ των ΗΠΑ για το πόσιμο νερό είναι ένα από τα αυστηρότερα στον κόσμο.