Της Έφης Μαρίνου
Ο Ορφέας κατεβαίνει στον Αδη για να φέρει πίσω την Ευρυδίκη. Ομως ένα βλέμμα προς την αγαπημένη τον καθιστά μόνιμο κάτοικο του Κάτω Κόσμου… O αρχαίος μύθος έγινε θεατρικό έργο και όπερα.
Μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο (1926) από τον Κοκτό, έγινε θεατρικό από τον Ανούιγ (1941) και ξανά θεατρικό από τον Τενεσί Ουίλιαμς (1940). Κι αν το τελευταίο παίζεται ήδη στο Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία τής Μπάρμπαρα Βέμπερ, ο Δημήτρης Τάρλοου ετοιμάζει τη δική του, αλλιώτικη παράσταση στο Θέατρο Πορεία (πρεμιέρα στις 21 Νοεμβρίου).
Πρόκειται για το έργο «Ευρυδίκη», της 38χρονης Αμερικανοεβραίας Σάρας Ρουλ, το οποίο αντλεί επίσης από τον ελληνικό μύθο. Παίχτηκε στο οφ Μπροντγουέι, αλλά και στο Young Vic του Λονδίνου και ήταν υποψήφιο για το βραβείο Πούλιτζερ. Ο Δ. Τάρλοου το μεταφράζει και το σκηνοθετεί με τον νέο τίτλο «Ενα μιούζικαλ στον Αδη». Χρησιμοποιώντας τη συνθήκη του θανάτου αφηγείται μια ιστορία τελειωμένης αγάπης, που παραπέμπει στη σύγχρονη νεκρή Ελλάδα. Στόχος του, να αποδώσει φόρο τιμής στην Αθήνα των νεανικών ερώτων μας. Η παράσταση κλείνει το μάτι στο χαρωπό χθες και στο νεκρό σήμερα. Σαν ένα νεύμα από τον Αδη προς τα «έξω», προς τους εταίρους μας, που θα μπορούσε να λέει: Στην υγεία των ερώτων μας… Δηλαδή «στις παλιές καλές εποχές» ή «καλά κρασιά»… Αλλωστε όλα συμβαίνουν στον Κάτω Κόσμο. Εκεί που οι ήρωες του έργου εν μέσω μουσικής, χορού (κίνηση Ζωή Χατζηαντωνίου) και πολύ χιούμορ είναι πια νεκροί.
«Πρόκειται για ένα κείμενο μυθοπλασίας που επιδέχεται πολλών ερμηνειών, συνεπώς αποτελεί πρόκληση για τον σκηνοθέτη», λέει ο Δημήτρης Τάρλοου. «Η παράσταση σχολιάζει την παλιά χαρμόσυνη αμεριμνησία της Ελλάδας σε σχέση με την τωρινή καταθλιπτική ένδεια. Ο Αδης φαίνεται να μοιάζει πολύ με την Αθήνα σήμερα. Το αίσθημα που κυριαρχεί γύρω μας δεν είναι απλώς η απαισιοδοξία αλλά η φρίκη του τέλους»….
Με ασανσέρ στον Κάτω Κόσμο
Δυο άνθρωποι ερωτευμένοι, αλλά διαφορετικοί. Η Ευρυδίκη (Κόρα Καρβούνη), παθιασμένη με τη νόηση και τα βιβλία, ο Ορφέας (Λαέρτης Μαλκότσης), με την τέχνη και τη φαντασία. Ομως, την ημέρα του γάμου τους το κορίτσι γνωρίζει έναν περίεργο και ενδιαφέροντα άντρα (Κώστας Γάκης), που τη γοητεύει και την παρασύρει σπίτι του. Θα πιουν ποτά, θα πάρουν παραισθησιογόνα. Κι όταν εκείνη προσπαθήσει να του αποσπάσει ένα γράμμα από τον νεκρό πατέρα της (Γιάννης Νταλιάνης), θα πέσει από τις σκάλες.
Η Ευρυδίκη κατεβαίνει στον Αδη με ασανσέρ… Εκεί συναντά τους κατοίκους του, τρεις πέτρες (Σωκράτης Πατσίκας, Νεφέλη Μαρκάκη, Ελένη Μπούκλη) που παραπέμπουν σε χαρακτήρες b movies: φρικώδη, διάτρητα πρόσωπα σαν χαλκομανίες. Τρομαγμένη και αποπροσανατολισμένη, προσπαθεί να προσαρμοστεί στο παράξενο σκηνικό.
Είναι ο «φρέσκος νεκρός», αυτός που δεν πρόλαβε να πετρώσει, που διατηρεί ακόμα τις συνήθειες των ζωντανών. Κάποτε συναντά τον πατέρα της, που όμως δεν τον αναγνωρίζει. Τον περνά για πορτιέρη ξενοδοχείου και του ζητάει δωμάτιο. Παρών και ο Αδης με την κιθάρα του. Κι όταν έρχεται ο Ορφέας, σχοινοβατώντας γύρω από τον Αχέροντα, η Ευρυδίκη τον φωνάζει.
Εκείνος γυρίζει, την κοιτάζει. Αλλά το βλέμμα του προς το κέντρο της νύχτας –που είναι πια η Ευρυδίκη- καταργεί τα πάντα. Ο Ορφέας χάνει προσωρινά τη δύναμή του μέχρι ν' αρχίσει η αιώνια εντρύφησή του στον θάνατο. Και τότε θα αρχίσει να γράφει θεϊκή μουσική.
Την παράσταση διατρέχουν ετερόκλιτα μουσικά ακούσματα, από έντεχνα έως banal και tres banal ελληνικά και ξένα` από τον Χατζιδάκι μέχρι τα ελαφρά, λαϊκά και λαϊκοπόπ, τα σουξέ της εφηβείας και των πάρτι, των ειδώλων και των ερώτων μας.
Δηλαδή η μουσική του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Κι όλο αυτό έρχεται σε αντίστιξη με την πρωτότυπη και διασκευασμένη μουσική της Κατερίνα Πολέμη (στίχοι Στρατή Πασχάλη), αφού επί σκηνής βρίσκεται μπάντα αποτελούμενη από πιάνο, κοντραμπάσο, βιολί, κιθάρα, σαξόφωνο.
Το σκηνικό και τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου είναι προκλητικά: εξάμετρη πισίνα με ενάμισι μέτρο βάθος και από πάνω αντιστοίχων διαστάσεων εξώστης. Επίσης ασανσέρ καθόδου προς τον Αδη. Ο Ορφέας και η Ευρυδίκη κομψοί, ντυμένοι με ρούχα αβανγκάρντ αλά Αλεξάντερ Μακουίν.
Ο Χάρος τύπος κοινός, κουβαλά όλα τα αναγνωρίσιμα στοιχεία ταινιών τρόμου, σαφές σχόλιο στη σύγχρονη αθηναϊκή μπουζουκλερί: με μακριά νύχια κι εφιαλτικές γκριμάτσες τραγουδάει παθιάρικα λαϊκά άσματα. Μια φιγούρα που συμπτύσσει όλα τα εμετικά κλισέ. Κι όμως είναι γοητευτικός…