Pin It

Επιμέλεια: Μισέλ Φάις

 

Εσχατολογική γεύση, καταφυγή σε καταγωγικά τοπία, σε προσφιλείς σκιές ή ζώσες συναναστροφές ― όλα αυτά μέσα από τρόπους κλονισμένης ποιητικής. Μια σκοτεινή ελπίδα αναπνέει στον Αψινθο, το νέο βιβλίο του Μιχάλη Γκανά (από τις πάντα φροντισμένες Εκδόσεις «Μελάνι»).

 

Με τον Μιχάλη γνωριζόμαστε από παλιά, από την εποχή που δούλευε στο βιβλιοπωλείο «Δωδώνη». Κάθε φορά που τυπώνει βιβλίο ξαναπιάνουμε το νήμα μιας διακοπτόμενης αλλά σθεναρής φιλίας, ξετυλίγουμε το κουβάρι μιας διαρκούς συνομιλίας εντός κι εκτός κειμένου.

 

-Το πικρό φυτό της χέρσας γης, το ανακουφιστικό παραισθησιογόνο και το ερεβώδες άστρο της Αποκαλύψεως. Τελικά η τρικέφαλη σημασία του τίτλου διαποτίζει –ως αίσθημα, εμπειρία και γλώσσα– όλο το σώμα του κειμένου;

 

«Η απειλή μοιάζει να έρχεται από παντού: από το χώμα, αψιθιά, από τον ουρανό, αστήρ Αψινθος και από μέσα μας, αψέντι των παραισθήσεων. Αντίστοιχα και τα «ξόρκια» μου εκπορεύονται από όσες δυνάμεις διαθέτει ένας μάγος, που του λείπει, όμως, η πίστη στα μαγικά. Αντίθετα μοιάζει με μαθητευόμενο μάγο, ο οποίος έχει ξεχάσει τη λέξη-κλειδί (σουσάμι ή ό,τι άλλο) και ψάχνει εναγωνίως να τη θυμηθεί, φωνάζοντας ονόματα ανθρώπων, ζώων –πουλιών κυρίως- και τοπωνύμια.

 

-Το βιβλίο ανοίγει με μια αρχέγονη επίκληση («Ω αγέννητε γέροντα… αιώνιο βρέφος») και κλείνει με ένα πικρό υστερόγραφο («τίποτε τόσο αμίλητο όσο το μιλημένο»). Ενδιαμέσως ο ποιητικός αφηγητής κυκλοφορεί ανάμεσα σε σκιές: ποιητών ή λέξεων, τόπων, τρόμων, επιθυμιών, ελπίδων…

 

«Ακριβώς, το βιβλίο ανοίγει με μια επίκληση στον «αγέννητο γέροντα» που δεν ξέρουμε ποιος είναι, ο Θεός, ο χρόνος, κάποιος δαίμονας; Αυτή η αγωνία διατρέχει όλο το έργο, καθώς ο «αποστολέας» δεν είναι καθόλου σίγουρος σε ποιον ακριβώς «παραλήπτη» απευθύνεται.

 

Γι’ αυτό και ζητάει τη βοήθεια άλλων ποιητών και αγαπημένων νεκρών και ζωντανών, για να καταλήξει στην αμηχανία όλων όσοι γράφουμε γεμάτοι αγωνίες, τρόμους, ελπίδες και διαψεύσεις. Λοιπόν; Μπορεί η γραφή να σώσει τον κόσμο, τον αναγνώστη,τον γράφοντα; Δεν μπορεί να σώσει κανέναν. Μόνο να μας παρηγορήσει λιγάκι».

 

-Υπάρχει ένα ενδιαφέρον οξύμωρο στην τελευταία συλλογή σου: μιλάς για το τέλος του κόσμου (επικείμενο ή συντελεσμένο ― μένει ανοιχτό) μέσα από μια ευφορική γλώσσα, μέσα από μια γλωσσική παράδοση που υπερασπίζεται θαλερά ομαδικά βιώματα, που αντιπαραθέτει στην έρημη γη την παρηγοριά, τον ίμερο, την αγάπη…

 

«Αυτός είναι ο τρόπος μου. Μπορεί να θρηνώ συχνά, αλλά ανήκω σε μια γλωσσική παράδοση που πηγάζει από «θαλερά ομαδικά βιώματα» όπως λες. Ο,τι αγάπησα και αγαπώ κινδυνεύει να αφανιστεί. Και δεν είναι μόνο η Φύση, είναι ένας τρόπος ζωής, με αξίες σταθερές για πάρα πολλά χρόνια, που σαρώνεται. Δεν είμαι σίγουρος αν η καταστροφή επίκειται ή έχει ήδη συντελεστεί.

 

Αυτή η αίσθηση στοιχειώνει ολόκληρο το βιβλίο. Πώς να μιλήσω για όλα αυτά; Στεγνά, αιχμηρά, αντιλυρικά θα μου πεις, όπως κάνει ο Μπέκετ. Δεν το αντέχω. Αυτό το απόλυτο (προτεσταντικό;) μαύρο του Μπέκετ είναι σαν γυαλόχαρτο, με γδέρνει. Το δικό μου μαύρο κατάγεται από «χλωρά σκοτάδια», από επιτάφιους και μοιρολόγια, έχει την υφή βελούδου. Είναι παραμυθητικό».

 

-Ηδη από τον Υπνο του καπνιστή (Καστανιώτης, 2003) ανιχνεύεται στο έργο σου μια προσπάθεια ανακεφαλαίωσης εαυτού και γραφής αλλά και μια μέριμνα για πιο κλονισμένες συνθέσεις. Εδώ αυτή η ανάγκη συνεχίζεται;

 

«Συνεχίζεται αλλά με πειστικότερο τρόπο, νομίζω. Ο ύπνος του καπνιστή ήταν σαν μια γενική πρόβα, μετρούσα τη συρμαγιά μου. Δημιούργησε αμηχανία στους κριτικούς και «χαράς ευαγγέλια» στους άσπονδους… Κι όμως τα χρειαζόμαστε αυτά τα βιβλία για να πάμε παρακάτω.

 

Θυμήσου τον Μικρό Ναυτίλο του Ελύτη. Οσο για τις «κλονισμένες συνθέσεις», μόνο τέτοιες μπορούν να υπάρξουν σήμερα, είτε γίνονται με τον τρόπο του Νίκου Παναγιωτόπουλου είτε με τον δικό μου είτε με του νεότερου Δημήτρη Κοσμόπουλου».

 

-Στον Αψινθο αντανακλάται και ο βρασμός της εποχής. Πώς βιώνεις τη σημερινή κατάσταση εκτός ποιήματος;

 

«Οδυνηρά, όπως όλοι μας. Αυτή η έλλειψη προοπτικής σού κόβει τα πόδια. Αναρωτιέμαι πώς θα είμαστε του χρόνου, όχι σε πέντε-δέκα χρόνια. Του χρόνου τέτοιον καιρό. Θα τα καταφέρουμε; Μάλλον… Ισως… Μπορεί… Σίγουρα!».

Scroll to top