ΘΕΑΤΡΟ Art
Μια «περίεργη» παράσταση σε εγκαταλειμμένο νεοκλασικό στον Κολωνό
Ο σκηνοθέτης του «Κήπος Στάχτες» Ηλίας Κουνέλας γεννήθηκε από πολιτικούς πρόσφυγες στο χωριό Μπελογιάννης, στην Ουγγαρία. Οι δικές του εμπειρίες συναντήθηκαν με το αυτοβιογραφικό έργο του Σερβο-ούγγρου Ντανίλο Κις «Το οικογενειακό μας τσίρκο» και γεννήθηκε μια παράσταση. Παίχτηκε στην Πάτρα, παίχτηκε τον χειμώνα χωρίς καμιά διαφήμιση στον Κολωνό και τώρα εντάχθηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών εμπλουτισμένη με βιώματα των ίδιων των ηθοποιών της
Της Εφης Μαρίνου
Προηγήθηκε η παράσταση μέσα σ' ένα νεοκλασικό στον Κολωνό. Με πρώτη ύλη την αυτοβιογραφική τριλογία «Το οικογενειακό μας τσίρκο» του Σερβο-ούγγρου Ντανίλο Κις μαζί με βιωματικά κομμάτια μνήμης και πραγματικότητας των ίδιων των πρωταγωνιστών. Τώρα η εμπειρία από αυτήν την παράσταση έγινε ένα καινούργιο θεατρικό γεγονός, που παρουσιάζεται στο ίδιο φιλόξενο σπίτι του Κολωνού, αλλά στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Πάντα σε σκηνοθεσία Ηλία Κουνέλα.
Το έργο του Ντανίλο Κις, με θέμα τις εξορίες της οικογένειάς του, ξύπνησε στον 30χρονο Ηλία Κουνέλα δικά του βιώματα. Ο παππούς του μετά τον εμφύλιο βρέθηκε στην Ουγγαρία, στο χωριό Μπελογιάννη. Εκεί γεννήθηκε ο πατέρας του και ο ίδιος. Το 1990 επαναπατρίστηκαν, αλλά με ανοιχτές πληγές.
Η παράσταση «Κήπος Στάχτες» πρωτοπαίχτηκε ως παραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ στο Παλαιό Αρσάκειο της Πάτρας. Τον Ηλία Κουνέλα, όμως, βασάνιζε η ιδέα να παρουσιάσει το έργο μέσα σ’ ένα σπίτι. Το θέμα «σπίτι» αποτελεί βασικό κομμάτι της ιστορίας τού επίσης μετανάστη Κις -η μεγάλη αγωνία του πατέρα του ήταν να μην πουληθεί το πατρικό στον δρόμο με τις αγριοκαστανιές- καθώς και της ζωής των ηθοποιών, έτσι όπως αυτή συμπλέκεται με το έργο.
40 χρόνια ακατοίκητο
Εψαχνε μανιωδώς επί έξι μήνες για εγκαταλειμμένα νεοκλασικά στην Αθήνα. Οι περισσότεροι ιδιοκτήτες δίσταζαν, ακόμα περισσότερο όταν τους έλεγε ότι πρόκειται για θεατρική παράσταση. Ετσι μπήκε στον πειρασμό να εξηγεί ότι πρόκειται για τα κινηματογραφικά γυρίσματα. Μέχρι που βρέθηκε το κατάλληλο σπίτι στον Κολωνό.
Χτισμένο το 1920 και εγκαταλειμμένο το 1970, αφού ο ιδιοκτήτης αρνιόταν να το νοικιάσει. Εμεινε άδειο και ακατοίκητο επί σαράντα χρόνια, αλλά σε εξαιρετική κατάσταση. Ο θίασος το «πείραξε» σκηνογραφικά για ν' αποκτήσει τη φθορά που ήθελε. Η παράσταση του έδωσε ξαφνικά θεατρική ζωή, «παλιά» όπως του άρμοζε, έγινε ένα ζωντανό τοπίο μνήμης. Επενδύθηκε από έπιπλα, ρούχα, ρολόγια, φωτογραφίες, αναμνηστικά, δεκάδες αντικείμενα προγόνων, που αφορούσαν τις οικογένειες των ίδιων των ηθοποιών.
Σ' αυτή τη δεύτερη εκδοχή της παράστασης ο Ηλίας Κουνέλας προχώρησε περισσότερο τη δραματουργία εμπλουτίζοντάς την με βιωματικά γεγονότα των ηθοποιών. Κι ενώ η πρώτη έμενε στην «απώλεια», η δεύτερη έθετε ερωτήματα γύρω από το «μετά».
«Είχα λόγους να ενδιαφερθώ για τη ζωτική πηγή της απώλειας» λέει ο Ηλίας Κουνέλας. «Ο Κις έγραψε το ίδιο βιβλίο σε ηλικία 24, 27 και 42 χρόνων. Κείμενα που αναφέρονται στο χρονικό της οικογένειάς του, όταν ο πατέρας του πέθανε στο Αουσβιτς. Μέσα από αυτά προβάλλονται και οι ζωντανές εικόνες της δικής μας ζωής. Γεννήθηκα στο χωριό Μπελογιάννη, εκεί όπου ξεριζώθηκαν οι παππούδες μου. Οταν ήμουν επτά χρονώ η μητέρα μου ερωτεύτηκε κάποιον άλλον και μας εγκατέλειψε. Ανήκω σ’ αυτό που λέμε οικογένεια “πολιτικών θυμάτων”. Από μικρός έζησα σ' ένα σπίτι που θρηνούσε την “ήττα”. Τι σήμαινε αυτό άργησα να καταλάβω. Εζησα ατελείωτες πολιτικές συζητήσεις, θείους χωρίς πόδια να θυμούνται την υποχώρηση, τα λάθη, την πίκρα. Οι περισσότεροι πολιτικοί πρόσφυγες στο Μπελογιάννη είχαν την ελπίδα της επιστροφής, αλλά δεν το τόλμησαν. Φοβούνταν ότι δεν θα βρουν πατρικά σπίτια, συγγενείς. Επίσης, είτε είχαν παντρευτεί στην Ουγγαρία είτε είχαν βρει δουλειά. Οι παλιότεροι είναι θαμμένοι στο κοιμητήριο του χωριού. Ο παππούς μου ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής κι έφτασε μέχρι τα Σκόπια. Ως Σλαβομακεδόνα, του απαγόρευαν να περάσει στην Ελλάδα. Ηθελε ωστόσο να βρίσκεται όσο πιο κοντά γίνεται στην πατρίδα».
Η παράσταση είχε παιχτεί στο νεοκλασικό πέρσι, χωρίς να διαφημιστεί, με είκοσι δύο καρέκλες, αφού τόσες χωρούσαν στο σαλόνι, παρ' όλο που η δράση γινόταν σε όλο το σπίτι.
Αφηγούμαστε την εμπειρία
«Συνειδητά δεν το διαφημίσαμε. Μέσα στην ιστορία της κρίσης θέλαμε να πιστέψουμε ότι κάποια αγνά πράγματα μπορούν να επιβιώσουν. Είχαμε ανταπόκριση και στενή επαφή με το κοινό. Η παράσταση δεν ήταν διαδραστική. Δεν τους μεταφέραμε στον χώρο, δεν τους αγγίζαμε, δεν ανοίγαμε συζήτηση. Μέσα από αυτό συμφιλιωθήκαμε με δικά μας ανοιχτά θέματα. Οταν μας πρότεινε το Φεστιβάλ να κάνουμε την παράσταση εμείς αντιπροτείναμε να αφηγηθούμε την εμπειρία μας από αυτήν. Ετσι μιλάμε για εκείνο το γεγονός, την επίδρασή του επάνω μας και στο κοινό».
Η παράσταση θα παιχτεί δεκαοχτώ μέρες. Κάθε μια θα είναι δομημένη σε ξεχωριστές αφηγήσεις πάνω στο οδοιπορικό του «Στάχτες Κήπος». Μια εξομολογητική αφήγηση με την παράσταση «απούσα», αλλά στο ίδιο σπίτι όπου κατοίκησε πριν από μήνες. Με τα σκηνικά φευγάτα και τους «κατοίκους» να μαζεύουν τα τελευταία μονολογώντας.
«Το εντυπωσιακό είναι ότι τώρα, έξω από αυτό το σπίτι που έμεινε ανοίκιαστο και απούλητο τόσες δεκαετίες, έχει μπει πωλητήριο… Κι αυτό είναι ένα είδος απάντησης(;) στα ερωτήματα που θέσαμε: τι γίνεται μετά; πώς αποχωρίζεσαι κάτι που αγαπάς; Ο καθένας έχει κάτι καινούργιο να πει. Δεν έχουμε σταμπιλάρει κείμενα. Δεν ξέρουμε ποια “βρύση” θ’ ανοίξει στις παραστάσεις. Εχουμε συζητήσει μόνο τι θέλουμε να πούμε στον κόσμο. Επειδή σήμερα όλα βασίζονται στη συγκριτική σκέψη, θελήσαμε να στηριχτούμε σε ό,τι προκαλέσει σκέψεις και συναισθήματα ικανά να δημιουργήσουν επί τόπου κάτι ενδιαφέρον, ζωντανό, ειλικρινές. Φοράμε ρούχα καθημερινά, εκτός από τη Ζωή, η οποία δεν ήθελε να αποχωριστεί το κοστούμι της παράστασης…».
Ακόμα και η ιστορία του σπιτιού συνάδει με τις δραματουργικές προθέσεις της παράστασης. Κατασκευάστηκε από έναν πλούσιο εργολάβο της Δεξιάς, αλλά στον εμφύλιο καταλήφθηκε από αντάρτες.
«Μετέφεραν την οικογένεια του σπιτιού στο υπόγειο, αφήνοντάς την μάλιστα χωρίς τροφή. Οταν πήγαμε στο σπίτι ο ιδιοκτήτης ρώτησε για την καταγωγή μου, την έκρυψα. Επειδή μόλις είχε χάσει τη μητέρα του, που υπεραγαπούσε, σκέφτηκα να βάλουμε στο σκηνικό μια φωτογραφία της. Τότε συνειδητοποίησα ότι, τυχαία, τα πορτρέτα των ανθρώπων, που είχαμε κρεμάσει, ανήκαν και στους μεν και στους δε, σε αριστερούς και δεξιούς. Μια πινακοθήκη όλων των θυμάτων. Η ιστορία τούς χώρεσε όλους. Η παράσταση λειτούργησε πάνω μας θεραπευτικά. Εγώ λυτρώθηκα απ' αυτό το συναίσθημα της οικογενειακής “ήττας”, άρχισα να βλέπω παραπέρα».
Η ζωή βιβλία γραμμένα
Πόσο δύσκολη ήταν για τους ηθοποιούς η προσωπική έκθεση, η αληθινή βιωματική εξομολόγηση;
«Η ιστορία του κάθε ανθρώπου, μια λεπτομέρεια από τη ζωή του, είναι βιβλία γραμμένα» λέει ο Ηλίας Κουνέλας. «Ας τελειώνουμε με τα ταμπού. Με τη νοοτροπία να μην αντέχουμε να αντιμετωπίσουμε τον άλλον όπως είναι. Να προσπαθούμε να τον κάνουμε να “θέλει” κι όχι να “είναι”. Εμείς οι ίδιοι είμαστε οι απόλυτα ξεριζωμένοι στην πατρίδα μας. Ακριβώς επειδή το έζησα έντονα από μικρός, θέλω να είμαι περισσότερο πνευματικός παρά πολιτικός άνθρωπος. Διαλυθήκαμε όλοι εξαιτίας της πολιτικής. Ο πατέρας μου είχε μια υψηλή κομματική θέση στην Ουγγαρία. Δούλευε με αγάπη για το σύστημα, το πίστευε. Οταν όλα κατέρρευσαν, κατέρρευσε κι ο ίδιος. Ηρθε στην Ελλάδα απογοητευμένος, αλλά η πατρίδα τον κράτησε. Ακόμη έχει μείνει στον καημό της ήττας. Τον έβλεπα με κατεβασμένο σαγόνι να μη μπορεί να χαρεί τίποτα. Μου έλεγε: “Δεν θα καταλάβεις ποτέ πόσο τυχερός υπήρξα”, εννοώντας πόσο ολοκληρωμένος ήταν υπηρετώντας το ιδανικό του. Εγώ όμως ήθελα να βγω από αυτό, να το ξεπεράσω, να φύγει το βλέμμα μου από την ήττα, να μη στενοχωριέμαι άλλο. Οι πηγές που μου δίνουν δύναμη είναι οι άνθρωποι που ξεπέρασαν αυτήν την πολιτική. Γι’ αυτό και αγαπημένος ποιητής είναι ο Βρεττάκος, αριστερός αλλά με πνεύμα ευρύτερο».
INFO: Νεοκλασικό (Θυάμιδος 7, Κολωνός). «Η εμπειρία της παράστασης Κήπος Στάχτες» του Ντανίλο Κις. Σύλληψη/Σκηνοθεσία/Μουσική: Ηλίας Κουνέλας. Μετάφραση: Γκάγκα Ρόσιτς – Μαρία Κεσίνη. Σκηνικά – Κοστούμια: Κατερίνα-Χριστίνα Μανωλάκου. Ερμηνεύουν: Ζωή Τούντα, Κωνσταντίνος Καρβουνιάρης, Ηλίας Κουνέλας. 23-28 και 30 Ιουνίου, 1-5 και 7-12 Ιουλίου, 20.00.