ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ Αrt
Eπιμέλεια: Μισέλ Φάις
ΜΑΡΙΑ ΛΑΪΝΑ «Μικτή τεχνική» Πατάκης, 2012, σελ. 60
Του Βασίλη Αμανατίδη
Η Μαρία Λαϊνά είναι μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση στα ελληνικά γράμματα. Σταθερή της στόχευση παραμένει η άσκηση στον ρευστό χώρο, η ακροβασία ανάμεσα στα πράγματα, τα λογοτεχνικά είδη, τις τέχνες, τις γλώσσες. Η ποίησή της –ειδικά μετά τον τιμημένο με κρατικό βραβείο «Ρόδινο Φόβο» (1992)– κινήθηκε προς ένα πεδίο «πέραν της ποιήσεως», ενώ κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στα θεατρικά ή πεζογραφικά της έργα. Με το πεζογράφημα «Το νόημα» (2007) παρέδωσε ένα κείμενο ορμητικά ταλαντευόμενο: Ούτε πεζό ούτε ποίημα ούτε θέατρο ούτε δοκίμιο· κάτι που στέκει επίμονα στην πλευρά τού «ούτε», ένας επίμονος λεκτικός τρόμος του κενού, ώστε να ακουστεί από κάτω ο φλοίσβος της ησυχίας του κόσμου.
Η «Μικτή τεχνική», ένατη ποιητική της συλλογή, ολοκληρώνει τις κατακτήσεις των δύο αμέσως προηγούμενων («Εδώ» και «Ο κήπος – Οχι εγώ»). Εκεί, η Λαϊνά κινήθηκε προς την απίσχνανση της ποιητικής σάρκας, δημιουργώντας έναν λόγο που επιθυμεί να υπερβεί τις λέξεις και τους ποιητικούς μανιερισμούς. Βασική της μέθοδος: η λαμπερή γυμνότητα της (επεξεργασμένης) προφορικότητας. Ενδεχόμενος στόχος της, η κατάδειξη της ποιητικής αντίφασης: η ποίηση δεν μπορεί παρά να γίνει με λέξεις, αλλά οι λέξεις είναι απλώς ένα προκάλυμμα της σημαίνουσας σιωπής και του ακατάγραπτου.
Κατά παράδοσιν, η ησυχία (αλλά και η «φυσικότητα») του κόσμου αποδίδεται καλύτερα στο πεδίο της εικόνας και όχι του λόγου. Τι συμβαίνει όμως όταν –όπως ακριβώς στη «Μικτή τεχνική»– τα ποιήματα αποτελούν περιγραφές άλλων έργων, αναπαραστάσεις αναπαραστάσεων, και δη οπτικών;
Από την αρχαιότητα, ποιήματα που περιγράφουν συγκεκριμένους πίνακες ή έργα τέχνης ονομάζονται «εκφράσεις». Τα εικαστικά έργα που περιγράφουν μπορεί να είναι υπαρκτά ή φανταστικά, σταθερή ωστόσο παραμένει η πρόθεση να μετατραπεί ο αναγνώστης σε είδος θεατή, ώστε να μεταπηδήσει σε ένα πεδίο πέραν των λέξεων, διά των λέξεων. Σχεδόν θα μπορούσαμε, λοιπόν, να φανταστούμε τη «Μικτή τεχνική» ως μια σπαρμένη σε σελίδες έκθεση ποιημάτων αντί εικόνων. Τα ποιήματα παραμένουν άτιτλα, αν και λίγο μετά το τέλος του καθενός διαβάζουμε τα υλικά με τα οποία φέρεται να έχει ποιηθεί το απόν εικαστικό έργο (λάδι σε καμβά, βελονογραφία, κοκ). Εδώ, στην προαιώνια αντιπαράθεση ζωγραφικής και ποιήσεως («ut pictura poesis») –των δύο κατά τα άλλα «αδελφών» τεχνών– δεν υπάρχει πια νικητής και ηττημένος, παρά μόνο η κίνηση της γεφύρωσης και σύμμειξης, όπου η «θηλυκή» φύση της Εικόνας και ο «ανδρικός» νους του Λόγου επαναφορτίζονται μέσα από την επανεγγραφή, μια μετάβαση προς την ετερότητα.
Αυτή η περιπέτεια του βλέμματος από την εικόνα του κόσμου προς την οπτική του αναπαράσταση και από εκεί στη λεκτική-ηχητική της απόδοση είναι ένα «σπασμένο τηλέφωνο», που εξακολουθεί να αποζητά μια υπόθεση ομοιότητας και ισοδυναμίας. Μια επανα-λογο-γράφηση της εικονο-γράφησης του κόσμου. Στην «εικαστική» ποίηση της Λαϊνά, το «εικάζω» και το «illustrate» («εικονογραφώ», αλλά και «διευκρινίζω» μέσω συγκριτικού παραδείγματος) ξαναβρίσκουν όλο το φάσμα του νοήματός τους. Μα εκεί που ξεχνιέσαι νομίζοντας πως διαβάζεις μια εικόνα του πραγματικού, σου υπενθυμίζεται αίφνης η παγίδα: μπροστά σου βρίσκεται μια ζωγραφιά μεταπλασμένη σε λέξεις («[…] το ξερό κλαδί δεν ξέρει τι να κάνει / το πόδι του έχει μπλεχτεί στον πίνακα»).
Η ειδυλλιακή φύση και οι άχρονοι άνθρωποι που περιγράφει η Λαϊνά είναι ακινητοποιημένοι στο διαρκές μεταίχμιο μιας κίνησης. Αλλωστε, η ποιήτρια αυτή προτιμά την «ακίνητη» και «συμπυκνωμένη ζωή» του βόρειου «Still life» παρά τη «νεκρή φύση» του μεσογειακότερου «Natura morte». Τα διαμεσολαβημένα πλάσματά της είναι αμφίσημα, διττώς «μεταγλωττισμένα», και ίσως γι’ αυτό διπλά ζωντανά: κυοφορημένα από αλλεπάλληλες ματιές. Η Λαϊνά μοιάζει να υπονοεί πως όλοι είμαστε απεικονίσεις· η πραγματικότητά μας είναι πολλαπλή και η παράσταση της ζωής μας μια σειρά αναπαραστάσεων.
Από τον εξωλεκτικό χώρο των εικόνων η ποιήτρια διδάσκεται σιωπή, διαύγεια, ακρίβεια και υποβολή. Ο λόγος της ασκείται στο ελάχιστο, ώστε ο αναγνώστης να μη στέκει στις λέξεις, αλλά μέσα από τη διαφάνειά τους να αφουγκράζεται το μεταίχμιο των διαβατήριων στιγμών, το «άλλο» και όχι το «εγώ» («ένα μερμήγκι σέρνει / την πεθαμένη μύγα / πέρα δώθε / δεν ξέρει πού να την πάει»). Εύλογα, μια τέτοια μικτή τεχνική επιτρέπει να ξετυλιχθούν υπαινικτικά όλα τα βασικά θεματικά ζεύγη της ποίησης της Λαϊνά (παρουσία-απουσία, ύπαρξη-ανυπαρξία, έρως-θάνατος, σιωπή-φωνή, απτό–άυλο), ενισχυμένα μάλιστα από ένα υπόκωφο χιούμορ, αλλά και από συμπυκνωμένους λυρικούς τόνους ενός πανάρχαιου και μαζί μοντέρνου κάλλους («σε κάθε στροφή σκορπίζει τ’ άρωμά του / το τριαντάφυλλο / που πιάστηκε στη ρόδα». Και: «[…] λατρεύτηκε κανείς εδώ; / υπήρχε κάποιος; / ή πέρασε απλώς ο χρόνος και άφησε την ομορφιά του;»)
Προς το τέλος της συλλογής έρχεται και η υπόμνηση μιας «Νέκυιας», μια διάβαση προς το οριστικό μετά. Κι όμως, ακόμη και μετά τη μετάβαση προς την ανυπαρξία, εξακολουθεί απτόητη η εσωτερική φωνή όλων των έντεχνων πραγμάτων («δεν ζω τον εαυτό μου / δεν πεθαίνω»).