25/06/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Τον 20ό αιώνα τα κρουστά τραγουδούν ακόμα

Του Γιάννη Σβώλου Η δεύτερη εμφάνιση του νεοσύστατου μουσικού συνόλου ξεκίνησε κι αυτή δίνοντας τον λόγο σε νέους: τους πιανίστες Χριστόφορο Μίτζα και Βλαδίμηρο Παπαγεωργίου.
      Pin It

Συναυλία του «Kyklos» στο Ωδείο Αθηνών

 

Η δεύτερη εμφάνιση του νεοσύστατου μουσικού συνόλου ξεκίνησε κι αυτή δίνοντας τον λόγο σε νέους: τους πιανίστες Χριστόφορο Μίτζα και Βλαδίμηρο Παπαγεωργίου. Το κύριο μέρος της συναυλίας με ατίθασα έργα Μπάρτοκ και Κραμπ «ξύπνησε» το νευρικό σύστημα

 

Του Γιάννη Σβώλου

 

Οταν προ διμήνου είχαμε παρακολουθήσει την επιτυχημένη εναρκτήρια συναυλία του συνόλου «Kyklos», επισημάναμε τη γενναιότητα της απόφασης των μελών της «Εταιρείας Τέχνης» να ιδρύσουν ένα νέο μουσικό σύνολο σε οικονομικά απαγορευτική συγκυρία, που ωθεί –τεκμηριωμένα πλέον!– κάθε μεγέθους κρατικούς ή ημικρατικούς θεσμούς στα όριά τους.

 

Στις 13/6/2013 οι «Kyklos» ξαναέπαιξαν στην αίθουσα συναυλιών του Ωδείου Αθηνών, χώρο μόνιμης φιλοξενίας των εκδηλώσεών τους. Υπό τον περιγραφικό τίτλο «Κρουστικές αποκλίσεις» η δεύτερη βραδιά περιλάμβανε έργα 20ού αιώνα για δύο πιάνα και κρουστά. Οπως η προηγούμενη συναυλία, έτσι κι αυτή ξεκίνησε δίνοντας για λίγο τον λόγο σε νέους μουσικούς. Παραμένοντας στο μοντερνιστικό πνεύμα της διοργάνωσης, οι πιανίστες Χριστόφορος Μίτζας και Βλαδίμηρος Παπαγεωργίου έπαιξαν τον «Σκαραμούς» (1937) του Μιγιό. Εργο παραπλανητικά ευχάριστο και ανάλαφρο, η νευρώδης, ρυθμική, γαλλοβραζιλιάνικων γεύσεων τριμερής σουίτα απαιτεί ευφυείς, τεχνικά δεινούς σολίστες που να συνδυάζουν αβίαστα αντίληψη ρυθμού και δομής, χάρη, ζωντάνια. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν έλειψε από τους ταλαντούχους πιανίστες, που, δίκαια, απέσπασαν το ενθουσιώδες χειροκρότημα του ακροατηρίου.

 

Μπάρτοκ και Κραμπ

 

Ακολούθησε το κύριο μέρος της συναυλίας, στο οποίο ακούστηκαν διαδοχικά η «Σονάτα για δύο πιάνα και κρουστά» (1937) του Ούγγρου Μπέλα Μπάρτοκ και η «Μουσική για ένα καλοκαιρινό βράδυ – Μακρόκοσμος ΙΙΙ» (1974) του Αμερικανού Τζορτζ Κραμπ. Τα δύο ατίθασα έργα δάμασαν οι πιανίστες Στέφανος Θωμόπουλος και Γιώργος-Εμμανουήλ Λαζαρίδης και οι σολίστες κρουστών του συνόλου «Τύμπανα», Δημήτρης Δεσύλλας και Αντρέας Φαρμάκης.

 

Γραμμένες εκατέρωθεν του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι δύο συνθέσεις λειτουργούν κατοπτρικά: η πρώτη διατυπώνει επαναστατικές θέσεις με αυτοπεποίθηση, αυστηρά και με δριμύτητα, ενώ η δεύτερη δευτερολογεί δημιουργικά και κάπως παιχνιδιάρικα –πλέον εκ του ασφαλούς!– στο περιβάλλον του κυρίαρχου, μεταπολεμικού μοντερνισμού. Σε αμφότερες κυριαρχεί το ευρηματικό παιχνίδι της τολμηρής αντιπαράθεσης ηχοχρωμάτων και της αντιστροφής ρόλων με το πιάνο να χρησιμοποιείται ως κρουστό και τα κρουστά να λειτουργούν (και) ως όργανα μελωδικά.

 

Οι τέσσερις ακμαίοι Ελληνες μουσικοί έπαιξαν δυναμικά, με καθαρότητα, ακρίβεια και άψογο συντονισμό. Χειρίστηκαν την άγρια, «βαρβαρική», ενίοτε εξωτική ηχητική παλέτα των δύο συνθετών δίχως αμηχανία και υπηρέτησαν τη ρυθμικά δαιδαλώδη ροή της μουσικής με άκρα εγρήγορση και λυμένα νεύρα χαρίζοντας αναγνώσεις παλλόμενες από ζωντάνια και εκρηκτική φόρτιση. Μια μουσική βραδιά που «ξύπνησε» το νευρικό σύστημα και φρεσκάρισε με ευπρόσδεκτη δριμύτητα τη μουσική πρόσληψη!

 

Τι σχέση έχει ο Καβάφης με Ρώσους συνθέτες;

 

Τιμώντας τα 150 χρόνια από τη γέννηση του κορυφαίου Αλεξανδρινού ποιητή, το ΥΠΠΟΤ και το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών σε συνεργασία με το Διεθνές Ιδρυμα «Ντμίτρι Σοστακόβιτς» πρόσφεραν μια εκδήλωση με ελεύθερη είσοδο στο Μουσείο Ακρόπολης (19/6/2013). Η βραδιά στην κατάμεστη από επωνύμους ταράτσα του Μουσείου περιλάμβανε απαγγελία ποιημάτων του Καβάφη από τον ηθοποιό Δημήτρη Λιγνάδη και εκτελέσεις ρωσικών έργων Τσαϊκόφσκι, Κνάιφελ, Ρασκάτοφ και Σοστακόβιτς από το κουαρτέτο Ντανέλ και την υψίφωνο Ελένα Βασίλιεβα.

 

Διοργανωμένη με υψηλές προθέσεις από φορείς που συνέκλιναν στο κοινό ενδιαφέρον τους για τον ποιητή, η εκδήλωση σκόνταψε σε όχι λίγα εμπόδια˙ το συνεχές βουητό του ισχυρού ανέμου στα μικρόφωνα ήταν ένα από τα μεγαλύτερα. Αναμφίβολα θα μπορούσαν να είχαν επιλεγεί πιο σχετικές μουσικές (π.χ. οι 14 Invenzioni του Μητρόπουλου) και, βεβαίως, καταλληλότερος χώρος, όπου η μουσική δωματίου δεν θα χρειαζόταν ηλεκτρονική ενίσχυση.

 

Αν μη τι άλλο, θα απολαμβάναμε το πραγματικά εξαίρετο βελγικό κουαρτέτο και την υψίφωνο υπό ακουστικά ιδανικές συνθήκες. Οσο για την οριακά απομακρυσμένη σχέση του Καβάφη με τα έργα των τεσσάρων Ρώσων συνθετών –ή το αντίστροφο;– ομολογώ πως ακόμη δυσκολεύομαι να τη συλλάβω…

Scroll to top