30/06/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ενας Τσέχος ψαρεύει στον Θερμαϊκό

Για εμάς που τη δεκαετία του ογδόντα ανατραφήκαμε λογοτεχνικά στον κύκλο του περιοδικού «Διαγώνιος», το όνομα του Κάρολου Τσίζεκ είχε ήδη αποκτήσει μυθική χροιά. .
      Pin It

Του Νίκου Δαββέτα

 

Κάρολος Τσίζεκ «Η λιμνοθάλασσα της Γεωργικής Σχολής» Κίχλη, 2013, σελ. 221 

 

Για εμάς που τη δεκαετία του ογδόντα ανατραφήκαμε λογοτεχνικά στον κύκλο του περιοδικού «Διαγώνιος», το όνομα του Κάρολου Τσίζεκ είχε ήδη αποκτήσει μυθική χροιά. Δεν ήταν μόνο οι έπαινοι του Ντίνου Χριστιανόπουλου, του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη ή του Γιώργου Ιωάννου, που συνόδευαν κάθε του δουλειά, ούτε το απόμακρο του χαρακτήρα του, όσο η αίσθηση ότι στο έργο του, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, επιβίωνε η παράδοση της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, ο μελαγχολικός, στοχαστικός μοντερνισμός της Κεντρικής Ευρώπης (της μεγάλης μήτρας του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος, κατά Κούντερα), γεγονός που προσέδιδε στο πρόσωπό του μια αύρα κοσμοπολιτισμού.

 

Ζωγράφος, μεταφραστής, ποιητής, διηγηματογράφος, ο Κάρολος Τσίζεκ ξεδίπλωσε όλο του το ταλέντο σε μια πόλη που στην παιδική του ηλικία ούτε φανταζόταν καν την ύπαρξή της. Γεννημένος το 1922 στην Μπρέσια της Ιταλίας από Τσέχους γονείς με βαθιές ρίζες στη νότια Βοημία, ακολούθησε το 1929 την οικογένειά του που εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη για βιοποριστικούς λόγους. Φοίτησε στο Ιταλικό Σχολείο και στη συνέχεια στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ, αλλά ήδη από το 1940 τον κέρδισε η τέχνη. Σταθμός στην εξέλιξή του ήταν η ανάληψη το 1958 της τυποτεχνικής και καλλιτεχνικής επιμέλειας του περιοδικού «Διαγώνιος» και των συναφών εκδόσεών του. Οπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Περικλής Σφυρίδης, πολλά από τα εξώφυλλα της «Διαγωνίου» που φιλοτέχνησε ο Τσίζεκ ήταν μικρά αριστουργήματα, που ξεπερνούσαν κατά πολύ τη βιοποριστική τέχνη του εξωφύλλου. (Κάτι ανάλογο θα πράξει αργότερα και ο σημαντικός ζωγράφος και πεζογράφος Νίκος Χουλιαράς στις εκδόσεις «Νεφέλη».)

 

Η τελευταία –προς το παρόν– έκπληξη που μας επιφύλαξε ο Κάρολος Τσίζεκ ήταν η κυκλοφορία ενός κομψότατου τομιδίου με έξι αφηγήματά του από τις εκδόσεις «Κίχλη» και υπό τον παραπλανητικό τίτλο «Η λιμνοθάλασσα της Γεωργικής Σχολής». Και γράφω «παραπλανητικό» γιατί, παρότι έτσι επιγράφεται το πρώτο από τα έξι αφηγήματα, δεν είναι και αυτό που θα δώσει στον αναγνώστη τον τόνο και το κλίμα του βιβλίου. Είναι όμως ως εναρκτήριο και το πιο διαφωτιστικό για τον μικρό Τσέχο που βρίσκεται αίφνης σε μια άγνωστη χώρα και σε μια περίεργη πόλη, χωρίς καλά καλά να γνωρίζει τη γλώσσα, αποφασισμένος όμως να συμφιλιωθεί με τον «μυστηριώδη» περίγυρο, τα ήθη και τα έθιμά του. Η προπολεμική πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη, των Εβραίων, των Ιταλών, των Αρμενίων, των Ρώσων εμιγκρέδων και φυσικά των εξ Ανατολών ελληνικών προσφυγικών πληθυσμών, στάθηκε φιλόξενη για την οικογένεια Τσίζεκ και παρά τα επιμέρους προβλήματα φαίνεται πως η μετεγκατάστασή της έγινε χωρίς ιδιαίτερους κραδασμούς, αν κρίνουμε από το γλαφυρό ύφος της εξιστόρησης των εκδρομικών αποδράσεων στη μικρή λιμνοθάλασσα και τον βάλτο που σχηματιζόταν άλλοτε στο ύψος της φημισμένης και σήμερα Γεωργικής Σχολής. Στα υπόλοιπα όμως πέντε αφηγήματα του βιβλίου, ο τόνος και η θεματολογία αλλάζουν προς το δραματικότερο και το δυτικότερο, θα έλεγα, κάπως ανορθόδοξα. Μετά την παιδική ηλικία, ακολουθεί η ανάκληση της τσέχικης καταγωγής και της ιταλικής παιδείας.

 

«Από την Πράγα ώς την Τεργέστη, η Μεσευρώπη είναι ένας πολιτισμός της άμυνας και των φραγμών», γράφει ο Κλαούντιο Μάγκρις στον εμβληματικό «Δούναβη» και αυτόν ακριβώς «τον πολιτισμό της άμυνας» θέλει να μας συστήσει με τις αναμνήσεις του ο Τσίζεκ. Ιδιαίτερα θα σταθεί σε δύο σημαδιακά γεγονότα της μητέρας-πατρίδας: την εισβολή των Ρώσων το 1968 στην τότε Τσεχοσλοβακία και τη Βελούδινη Επανάσταση είκοσι χρόνια αργότερα, που αποκατέστησε τη δημοκρατία στην ταλαιπωρημένη πολιτικά χώρα των προγόνων του.

 

Οι επαφές που είχε ως μεταφραστής με τους εκάστοτε εκπροσώπους του σοσιαλιστικού καθεστώτος στη Θεσσαλονίκη και στο πλαίσιο της Διεθνούς Εκθεσης αποτελούν τα πιο σπαρταριστά επεισόδια των αφηγήσεών του. Ο απόηχος των διώξεων στην κατεχόμενη Πράγα, οι καφκικές δίκες των αντιφρονούντων, ο τρόμος των διανοουμένων φτάνουν ώς τον ευαίσθητο Τσέχο της Θεσσαλονίκης που δεν γνωρίζει πώς να αντιδράσει. Ισως γι' αυτό και περιορίζεται στο να καταγράψει με τη στωικότητα, τη σάτιρα και το χιούμορ του πνευματικού του πατέρα Γιαροσλάβ Χάσεκ την τραγωδία της Τσεχοσλοβακίας, ανασύροντας από τη λήθη τα μεγάλα ονόματα της Ιστορίας και της λογοτεχνίας της, διασώζοντας φωνές και ιδέες που διώχθηκαν από το φιλοσοβιετική κυβέρνηση ως «αιρετικές». Οπως σωστά επισημαίνει στο διαφωτιστικό επίμετρο του βιβλίου ο κριτικός Αλέξης Ζήρας, «στην Ανατολική Ευρώπη, η παράδοση της σατιρικής λογοτεχνίας, λαϊκής και λόγιας, ήταν ένα ανεπτυγμένο από τις συνθήκες όπλο αντίστασης». Και ο Τσίζεκ απέδειξε πως σε σκοτεινούς καιρούς το χειρίστηκε με τη μεγαλύτερη δεξιοτεχνία.

Scroll to top