30/06/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η ποίηση της μνήμης και η ποίηση του θαύματος

Τον Σάκη Σερέφα δεν μπορείς εύκολα να τον κατατάξεις ως συγγραφέα σε μία κατηγορία· έχει γράψει κι έχει εκδώσει ώς σήμερα περισσότερα από πενήντα διαφορετικά βιβλία.
      Pin It

Του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου

 

Σάκης Σερέφας  Γιάννης Μαρία Χένριξ  ποιήματα  Ικαρος, 2013, σελ. 40

 

Γιώργος Μπρουνιάς  Χνάρια Λαφριά  Το Ροδακιό, 2013, σελ. 64

 

Τον Σάκη Σερέφα δεν μπορείς εύκολα να τον κατατάξεις ως συγγραφέα σε μία κατηγορία· έχει γράψει κι έχει εκδώσει ώς σήμερα περισσότερα από πενήντα διαφορετικά βιβλία. Πάντα ωστόσο τον σκέφτομαι, πρωτίστως, ως ποιητή – έχει βγάλει εξάλλου οκτώ ποιητικές συλλογές μέσα σε μια τριακονταετία. Η πιο πρόσφατη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ικαρος» με τον τίτλο «Γιάννης Μαρία Χένριξ» αφιερωμένη στον εκλιπόντα Μίμη Σουλιώτη. Πρόκειται για είκοσι πέντε ποιήματα τα οποία αναφέρονται σε ανθρώπους που άφησαν πρόωρα –όπως καταχρηστικά λέμε– την τελευταία τους πνοή στη Θεσσαλονίκη από το 1930 ώς το 2011, κυρίως όμως μες στην εικοσαετία που ξεκινάει από το 1960. Ολα τα τραγικά αυτά περιστατικά είναι αληθινά, τα ονόματα, οι ηλικίες και τα τοπωνύμια αυθεντικά – δίνονται μάλιστα σε όλες τις περιπτώσεις οι ακριβείς διευθύνσεις από τον ποιητή.

 

Γνωρίζουμε βέβαια ποιήματα παρόμοιας έμπνευσης ήδη από τα αρχαία χρόνια: περισσότερα από τρεις χιλιάδες επιτύμβια επιγράμματα έχουν φτάσει στα χέρια μας γραμμένα από τον 6ο αιώνα π.Χ. ώς τον 6ο μ.Χ. – χωρίς, εννοείται, τα επόμενα χρόνια, ώς την εποχή μας, να υπολείπονται σε αντίστοιχη παραγωγή. Το εγχείρημα του Σερέφα διαφέρει ωστόσο από τα γνωστά προηγούμενα, ως προς τη συγγραφική πρόθεση τουλάχιστον. Τα επιτύμβια επιγράμματα του παρελθόντος –πραγματικά ή λογοτεχνικά– γράφονταν κυρίως για να απαθανατίσουν το όνομα και την προσωπικότητα του νεκρού και, με αυτόν τον τρόπο, να παρηγορηθούν οι συγγενείς κι οι φίλοι για την απώλεια του αγαπημένου τους προσώπου. Αλλο είναι αυτό που ενδιαφέρει τον Σερέφα: η μνήμη πάλι, αλλά όχι τόσο η μνήμη των προσώπων όσο η μνήμη του τόπου και, παράλληλα, η εναργής υπενθύμιση του γεγονότος του θανάτου.

 

Ο ποιητής, με τα ανάπηρα αυτά ελεγεία του, όπως τα ονομάζει, επιχειρεί να φέρει τον κόσμο των πεθαμένων κοντά στον κόσμο των ζωντανών, να υπενθυμίσει στον αναγνώστη ότι ο θάνατος είναι κάτι που συμβαίνει εκεί ακριβώς όπου συμβαίνει και η ζωή: στα ίδια δωμάτια όπου μένει κι αυτός, στα ίδια ξενοδοχεία και στους ίδιους δρόμους, στις προκυμαίες και στις πλατείες που περνάει καθημερινά: «Στο προαύλιο που κάθε μέρα διασχίζει / Ποδοπατά το κείμενο μιας άγραφης ιστορίας». Η συνείδηση του θανάτου, μας λέει εδώ ο Σάκης Σερέφας, πλουτίζει και βαθαίνει τη βίωση της ζωής και τη μνήμη της πόλης κι ο άνθρωπος αλλιώς πια διασχίζει την καθημερινότητά του, έχοντας διδαχθεί το μέγιστον μάθημα που μπορεί να προσφέρει η ποίηση, την ανθρωπινότητα.

 

Οσο πολυγράφος είναι ο Σάκης Σερέφας τόσο ολιγογράφος εμφανίζεται ο Γιώργος Μπρουνιάς: ξεκίνησε ως πεζογράφος, συνέχισε με το μεικτό δεύτερο βιβλίο του, το «Απόσπασμα», για να ακολουθήσουν τέσσερις ώς σήμερα ποιητικές συλλογές – πιο πρόσφατα τα «Χνάρια λαφριά» από τις εκδόσεις «Το ροδακιό». Η συλλογή περιέχει σαράντα τρία ποιήματα τα οποία δεν αποτελούν βέβαια μια ενότητα, αλλά χαρακτηρίζονται όλα από μια κοινή διάθεση. Ο χώρος του ποιητή μοιάζει να είναι οι παρυφές της πόλης, «εδώ / απόμερα της πόλης» διαβάζουμε· και παρακάτω «λιγάκι άμα βγεις από την πόλη / εκεί που ξεκινάνε τα χωράφια». Η ματιά του είναι εκείνη του ανθρώπου της πόλης, αναμφισβήτητα, ο οποίος όμως επισκέπτεται συχνά την ύπαιθρο και παρατηρεί προσεκτικά και γνωρίζει καλά τα καμώματα της φύσης. Μια ποίηση γεμάτη με σήματα του φυσικού περιβάλλοντος: βουνά και δάση, χωράφια, θάλασσες και αμπέλια, αμυγδαλιές, μύρτα και καλαμιές, ζαρκάδια, λαγοί, κατσίκια και όλα τα φυσικά φαινόμενα, η βροχή, το χιόνι, η ομίχλη, ο ήλιος κυρίως, τα σύννεφα και τα κύματα ξανά και ξανά.

 

«Κοιμόμαστε σ’ ένα θλιμμένο σήμερα / κι ακουμπάμε κουρασμένο το κεφάλι», το γνωρίζει πολύ καλά ο Γιώργος Μπρουνιάς. Το θαύμα όμως περνάει δίπλα μας, οι στιγμές εκείνες που είναι η δύναμή μας επανέρχονται όπως τα κύματα στην άκρη της θάλασσας, το αναπάντεχο συμβαίνει κι ο ποιητής το ονομάζει και μας γυμνάζει για να το αναγνωρίζουμε: «Οταν δυο μάτια / σμίγουν δυο άλλα / βλέποντας όσα ποτέ δεν είδαν / πάνω σε μια απλή επιφάνεια». «Αλλά ποτέ δεν ξεχνάμε τον ήλιο / όταν μια στιγμή άστραψε / και στο μέτωπό μας πέφτοντας / χρύσωσε τον κόσμο / για την αθανασία». Αυτό το θαύμα, που ανιχνεύει στον κόσμο ο ποιητής, είναι που μας δίνει δύναμη να αντέχουμε τη ζωή κι ας μην μπορούμε να το συγκρατήσουμε και να του δώσουμε διάρκεια: «Ετσι γλιστράνε / μες στα δάχτυλα και χάνονται / τα θαύματά μας». Δουλειά της ποίησης όμως αυτή είναι, να μας δείχνει και να προσπαθεί να παγιδέψει εκείνη τη λάμψη στον ουρανό που διαρκώς διαφεύγει.

Scroll to top