Της Βένας Γεωργακοπούλου
Σε άλλη περίπτωση δεν θα έβαζα το όνομά μου φαρδιά πλατιά σε ένα κομμάτι για μια παράσταση που κράτησε 24 ώρες κι εγώ είδα μόνο τις 5 – μακάρι να είχα τις αντοχές αυτών που χτύπησαν κάτι δωδεκάωρα.
Αλλά ο Γιάννης Κακλέας, ο σκηνοθέτης, μας είχε δώσει άδεια. Να δούμε όσο θέλουμε. Να κοιμηθούμε. Να μπαινοβγαίνουμε. Το «Μερσιέ και Καμιέ» δεν ήταν, λέει, για χόρταση. Και στο πέμπτο, ας πούμε, κεφάλαιο να μπαίναμε στο κτίριο Η της «Πειραιώς 260», θα το πιάναμε το νήμα του μυθιστορήματος του Σάμιουελ Μπέκετ που είχε θεατροποιήσει.
Ομολογώ, όμως, ότι αν δεν έκανα το απαραίτητο γκουγκλάρισμα μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης συμμετοχής μου στο πολυσυζητημένο event του Φεστιβάλ Αθηνών, δεν θα είχα καταλάβει και πολλά πράγματα. Από τους ήρωες, από την περιπέτειά τους. Μόνο ότι παρακολουθώ κάτι το απολύτως μπεκετικό. Κάτι το εξαιρετικά καλοφτιαγμένο και καλοπαιγμένο. Και, κυρίως, κάτι το ηρωικό. Ενα στοίχημα που ο Κακλέας έβαλε και κέρδισε. Εκανε θέατρο με την ψυχή του επί 24 ώρες.
«Τα καταφέραμε!» φώναξε ο σκηνοθέτης τα μεσάνυχτα του Σαββάτου και όρμησε στη σκηνή, ανεμίζοντας ένα μακό μπλουζάκι. Το κοινό όρθιο τον αποθέωνε. Αυτόν, τους ηθοποιούς και τους συνεργάτες του. Σηκώθηκα κι εγώ όρθια, παρασυρμένη.
Και ξέρετε τι σκεφτόμουν; Τη γερουσιαστή των Δημοκρατικών στο Τέξας, που, λίγες μέρες πριν, είχε μιλήσει 13 ώρες συνέχεια, χωρίς νερό, χωρίς φαγητό, χωρίς να στηριχτεί στο έδρανο, φορώντας καθετήρα, με στόχο να αποτρέψει το κλείσιμο των κλινικών για εκτρώσεις. Ο Κακλέας με τον Μπέκετ του. Η Γουέντι Ντέιβις με τον φεμινισμό της. Τις χρειαζόμαστε κάτι τέτοιες τρέλες. Κι ας έχω τις ενστάσεις μου για την παράσταση, κυρίως τη διάρκειά της. Κι ας τα καταφέρουν την επόμενη φορά οι συντηρητικοί του Τέξας να ελέγξουν τα σώματα των γυναικών.
Λοιπόν, έχουμε και λέμε:
* Το ανήσυχο κοινό του φεστιβάλ τίμησε τον Κακλέα. Από τις περίπου 400 θέσεις της αίθουσας, αν εξαιρέσει κανείς το πρωί και το μεσημέρι του Σαββάτου, οι περισσότερες ήταν γεμάτες.
Η μεγαλύτερη προσέλευση σημειώθηκε στο ξεκίνημα της παράστασης (μεσάνυχτα Παρασκευής) και στο θριαμβευτικό της κλείσιμο (μεσάνυχτα Σαββάτου). Λένε, δε, πως η αίθουσα δεν έμεινε ποτέ άδεια. Υπήρχαν πάντα έστω και λίγοι, ταγμένοι θεατές.
* Δεξιά και αριστερά, στο κάτω μέρος των κερκίδων, είχαν διαμορφωθεί χώροι ειδικά για τους καλοπερασάκηδες ή τούς αποφασισμένους να μείνουν μέχρι τελικής πτώσεως. Τα απλωμένα σλίπινγκ μπαγκ και τα μαξιλάρια έγιναν ανάρπαστα. Το μόνο πρόβλημα; Κάποια από τα παπούτσια, που ορθώς βγήκαν, επέβαλαν τις καλοκαιρινές τους οσμές στη μύτη μας.
Κι από κοντά ο ψόφος από το ερκοντίσιον – πάντα υπάρχει αυτό το πρόβλημα στο φεστιβάλ, τα μεσάνυχτα της Παρασκευής, όμως, έσπασε όλα τα ρεκόρ, παλτά χρειαζόμασταν, όχι σλίπινγκ μπαγκ.
* Εξω από το Κτίριο Η είχε στήσει την κουζίνα του ο Κώστας Πολυχρονόπουλος, γνωστός ως «Ο Αλλος Ανθρωπος», που μαγειρεύει καθημερινά και σε άλλη γωνιά της Αθήνας, για άστεγους και άπορους. Το πρώτο βράδυ έφτιαχνε μια σούπα με πολλά λαχανικά. Το δεύτερο κάτι σε ζυμαρικό διέκρινα. Το ψωμί του ήταν πάντως ωραιότατο.
* Τελικά, διαλείμματα υπήρχαν, κι ας νομίζαμε το αντίθετο. Η εισαγωγή στην παράσταση, διάρκειας σχεδόν μιας ώρας, επαναλαμβανόταν κάθε τόσο. Οι θεατές που την είχαν μάθει πια απέξω κι ανακατωτά αποχωρούσαν ομαδικά για αέρα και τσιγάρο. Τότε ξεκουράζονταν και οι βασικοί πρωταγωνιστές της, το καταπληκτικό δίδυμο Αρη Σερβετάλη – Κώστα Φιλίππογλου. Επιαναν δουλειά οι υπόλοιποι ηθοποιοί. Ανεβασμένοι σε ένα ημικλινές επίπεδο, έγραφαν σαν τρελοί με κιμωλία (αλλά και στον αέρα) λέξεις, ενώ η φωνή του Κακλέα, άγρυπνου καθοδηγητή του θεάματος από το πίσω μέρος της αίθουσας, επαναλάμβανε (ίσως με περισσότερο στόμφο από όσο χρειαζόταν) φράσεις του Μπέκετ: «Να μιλήσω για σιωπή, να γράψω για σιωπή, πριν επιστρέψω μέσα της». Με λίγα λόγια, οι έχοντες καλή σχέση με τα μαθηματικά υπολογίζουν πως στις 24 ώρες του εγχειρήματος οι καθαρές ώρες παράστασης ήταν γύρω στις 18. Pas mal.
* Οσο για την ίδια την παράσταση, που ακολουθεί τις απόπειρες των Μερσιέ και Καμιέ να «ταξιδέψουν χωρίς να φτάσουν», στηριζόταν απόλυτα στη σοφία, την τεχνική (και αντοχή) των πρωταγωνιστών της, κλασικών μπεκετικών μορφών. Υποστηριζόταν από ατμοσφαιρικά, ασπρόμαυρα βίντεο και πολλή μουσική – κάποιες φορές υπερβολικά σχολιαστική και μελό, άλλες μπιτάτη, δυναμική και περισσότερο ταιριαστή στον κόσμο του Μπέκετ, που έχει μέσα του έναν ανελέητο ρυθμό.
ΥΓ. Φυσικά και πέρασε ο Νίκος Καρβέλας παρέα με την Αννίτα Πάνια από την παράσταση. Πριν από τον Μπέκετ ο Γιάννης Κακλέας είχε εμπνευστεί από τη ροκ όπερα «Δαίμονες» με την Αννα Βίσση.