01/07/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Γυναίκα της Ζάκυθος», Φεστιβάλ Αθηνών

Παράσταση, όχι σαν ερώτηση, αλλά σαν απάντηση

Η συνεργασία τού Δήμου Αβδελιώδη με την Ολια Λαζαρίδου ήταν φυσικό να αρέσει σχεδόν σε όλους. Θα ξαναπώ, όμως, ό,τι τόνισα και στην «Ιλιάδα» του Λιβαθινού: Ακόμα κι αν η «Γυναίκα της Ζάκυθος» είναι μια θαυμάσια απόδοση με λυρισμό και επιβολή, είναι μια παράσταση που δεν προχωρά ούτε το θέατρό μας, ούτε τις αφηγήσεις μας, ούτε καν την.
      Pin It

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

Αρεσε γενικώς η «Γυναίκα της Ζάκυθος» του Σολωμού στη σκηνική μεταφορά της για το Φεστιβάλ από τον Δήμο Αβδελιώδη. Κι ήταν απολύτως επόμενο, σαν κάτι το φυσικό, να αρέσει. Ο Αβδελιώδης διαθέτει αναγνωρισμένη εικαστική δύναμη στις σκηνικές του δημιουργίες, γνώση του υλικού που φτιάχνει σκιές και οράματα, ευαισθησία στο να ακούει τον ήχο και την ηχώ των κειμένων που ανεβάζει.

Συνεργάστηκε αυτή τη φορά με την Ολια Λαζαρίδου που εκτός των άλλων χαρισμάτων διαθέτει ένα σπουδαίο φωνητικό όργανο, ευέλικτο και πλούσιο σε ηχοχρώματα, εντελές και απόλυτα ελεγχόμενο. Πώς είναι δυνατόν να μην πετύχει η συνεργασία; Είδαμε μια παράσταση που προέβαλε το κείμενο του Σολωμού με τη σπουδή και τη στάση που απαιτούνται απέναντι σε ένα αριστούργημα γλώσσας και ήθους. Μια σκηνοθεσία που έβαζε το κείμενο στο πλαίσιο μιας λειτουργικής παράδοσης. Μια ερμηνεία που θα μπορούσε πατώντας στο κείμενο να αποδώσει μια παρτιτούρα με φωνήματα σθεναρά και οικεία. Φυσικό ήταν να αρέσει. Σχεδόν σε όλους.

Το ανέβασμα έκρυβε μια δουλεμένη και καθόλα νόμιμη συνάντηση του θεάτρου με το σολωμικό κείμενο, που στόχευε ασφαλώς στην αναγνώριση της πρωτοκαθεδρίας του δεύτερου σε σχέση με το πρώτο. Ηταν μια σκηνοθετημένη απαγγελία της Γυναίκας, με τη σκέψη να επενδυθεί η φωνή του ψάλτη με τα ράσα του θεάτρου. Το πράγμα θύμιζε τα παλιά λειτουργικά δράματα, όταν η Εκκλησία γέννησε το σύγχρονο θέατρο από φυσική σχεδόν ανάγκη και ενθουσιασμό για να κάνει τα πράγματα πιο έκδηλα στους πιστούς. Ετσι και εδώ, ο Ιερομόναχος Διονύσιος εξέρχεται του Ιερού (με τον Διάβολο από τη μια μεριά και τον Αρχάγγελο από την άλλη) με συνοδεία Αγγέλου, για να προχωρήσει προς το κοινό αναθυμούμενος τη φοβερή και τρομερή, σατανική και δαιμόνια γυναίκα της Ζακύνθου και τα δικά του προφητικά οράματα.

Στο κείμενο του Σολωμού βέβαια η μορφή –αλληγορική αλλά και με τη χονδροκομμένη διόγκωση της καρικατούρας που ζητάει η σάτιρα– συνοψίζει κάθε μορφή αντίδρασης, ανηθικότητας και κακίας, κάτι σαν το είδωλο του σατανά επί γης. Για τον Σολωμό αυτό σημαίνει βέβαια και εναντίωση στα εθνικά οράματα της Απελευθέρωσης, υποταγή στον εχθρό, σκληρότητα απέναντι στους πρόσφυγες του Μεσολογγίου: στον ρομαντικό του οίστρο, γη και ουρανός, Ζάκυνθος και υπερπέραν, μικρό και μέγα γίνονται για τον ποιητή το ένα και μόνο σημείο της άρρηκτης, συνεχούς και ζώσας πραγματικότητας. Τώρα, πώς αυτό το μεγάλο όραμα μπορεί να συμπλεύσει με τη διάθεση σάτιρας, πώς μπορεί να εκφραστεί πεζολογικά, όταν το πνεύμα φαίνεται κάτω από την πεζολογική πέτσα να φτιάχνει στιχουργικούς σβόλους, πώς τέλος πάντως καταφέρνει ο Σολωμός να δημιουργεί στην αρχή κιόλας της νεότερης πεζογραφίας μας ένα αίνιγμα, ας το λύσουν –αν το λύσουν ποτέ– οι φιλόλογοι. Σε εμάς πέφτει λόγος όσο το κείμενο ανεβαίνει –κι όπως ανεβαίνει– στη σκηνή.

Κι αν τα θύμισα όλα αυτά δεν είναι για να μειώσω τον ενθουσιασμό, αλλά για να αναλογιστώ πόσες από τις πτυχώσεις του κειμένου σίγησαν στη μεταφορά του Αβδελιώδη. Πόσο βαρύ, αν όχι βαρύγδουπο, ακούστηκε το κείμενο, με όλη τη σημασία βιβλικής παρομοίωσης αλλά χωρίς το ανίερο αεράκι μεσαιωνικών λιβελογραφημάτων. Δεν με πείραξε όμως μόνο αυτό. Αυτό που με πείραξε περισσότερο είναι ότι για μια ακόμη φορά είδα –και μάλιστα στο φετινό Φεστιβάλ– ένα κείμενο να μεταφέρεται στη σκηνή όχι σαν ερώτηση αλλά σαν απάντηση. Υπάρχει μια τέχνη που (νομίζει πως) γνωρίζει τις απαντήσεις και αναζητά τις ερωτήσεις. Και αυτό δεν έχει να κάνει διόλου με το πόσο καλή από αισθητικής ή άλλης άποψης τέχνη είναι αυτή.

Θα ξαναπώ εδώ ό,τι τόνισα και στην «Ιλιάδα» του Λιβαθινού: Ακόμα κι αν η «Γυναίκα της Ζάκυθος» είναι μια αναμφισβήτητη επιτυχία, μια θαυμάσια απόδοση με λυρισμό και επιβολή, είναι μια παράσταση που δεν προχωρά ούτε το θέατρό μας, ούτε τις αφηγήσεις μας, ούτε καν την αυτογνωσία μας. Κανείς δεν ρωτάει αν το κείμενο του Σολωμού (με τίτλο που έδωσαν άλλοι, με άλλη από αυτή που θεωρούμε στοχοθεσία, με γλώσσα που θέλει επεξεργασία από φιλολόγους και εκδότες, με μορφή που στην πραγματικότητα είναι αποσπασματική και προβληματική) είναι τελικά εθνικό. Ας ρωτήσουμε έστω –ειδικά τώρα!– αν παραμένει το ίδιο αληθές.

Από εκεί και πέρα αρχίζουν επιμέρους τεχνικά ζητήματα. Γοητεύομαι από την ιδέα του Αβδελιώδη -είμαι όμως ο μόνος που διέκρινε μια επικίνδυνη μονοτονία σε αυτήν; Αναγνωρίζω τη σπουδή στο να ακουστεί η μουσικότητα του κειμένου –παραβλέπουμε όμως ότι μιλάμε για τον πεζό Σολωμό, κι είναι αυτό το ίδιο σπουδαίο και αξιοπερίεργο. Δεν θα αφήσω ασχολίαστο το ότι η σπουδή της απαγγελίας τόνισε το μόνο –αν υπάρχει– κουσούρι στο ύφος του κειμένου, την υπερβολική –στα αυτιά μου τουλάχιστον– χρήση του παρατακτικού λόγου. Και την ώρα που βλέπω κι εγώ την σπουδαία ερμηνεία της Ολιας Λαζαρίδου –τα κομπλιμέντα για την αξία της περισσεύουν– αρνούμαι την εξυπναδίστικη ιδέα να ουρλιάζει στα μικρόφωνα όταν υποδύεται τη Γυναίκα, για να την κάνει τάχα μου ανυπόφορη στο κοινό.

Κι όμως, με όλα τούτα, δεν αρνούμαι την καλλιτεχνική πρόθεση του εγχειρήματος. Αλλα με πειράζουν: έχουμε προχωρήσει στο βάθος του φετινού Φεστιβάλ, κι ακόμα να δω γύρω από τη σκηνή του σπασμένα αυγά.

Scroll to top