Pin It

Γράφει Ο Ιός

 

Πέμπτη, οχτώμιση το βράδυ. Τρία τέταρτα περίπου μετά την έναρξη των οδομαχιών στη γωνία Σόλωνος και Μπενάκη, τα ΜΑΤ παίρνουν εντολή ν’ αποσυρθούν. Αφήνω την ομάδα των συναδέλφων που αρχίζει ν’ αποσυντίθεται -οι περισσότεροι φωτογράφοι φεύγουν είτε για άλλο μετερίζι είτε για να στείλουν το υλικό τους για δημοσίευση- και προχωρώ στα ενδότερα των Εξαρχείων.

 

Ως συνήθως, η εικόνα από την άλλη πλευρά των οδοφραγμάτων είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη που έχει κανείς όταν στέκεται πίσω από τις γραμμές της ΕΛ.ΑΣ. –από την οπτική γωνία, δηλαδή, που αποτυπώνεται στα περισσότερα ρεπορτάζ, έστω και για λόγους χωροταξικά αντικειμενικούς.

 

Τον τόνο δεν τον δίνει πια η δράκα των λίγων δεκάδων τολμηρών, που εκσφενδονίζουν τις πέτρες και τις μολότοφ εκ του συστάδην, βγαίνοντας σαν φαντάσματα μέσα από τους καπνούς των φλεγόμενων σκουπιδοτενεκέδων, αλλά το πλήθος: εκατοντάδες νέα παιδιά με μαντίλια ή μάσκες για τα αέρια στα πρόσωπα, οδοφράγματα σε κάθε σταυροδρόμι, από τη Σόλωνος μέχρι του Στρέφη κι από την Μπενάκη μέχρι το Πολυτεχνείο.

 

Πενήντα μ’ εκατό αγόρια και κορίτσια πίσω ή γύρω από κάθε οδόφραγμα, αρκετές εκατοντάδες στο «μέτωπο» της Στουρνάρα και μέσα στην πλατεία. Συνολικά, κάπου δυο με τρεις χιλιάδες. Μάλλον περισσότεροι από τους διαδηλωτές της πορείας που είχε τελειώσει πριν από λίγο.

 

Μιας πορείας που ξεκίνησε πρόωρα, μέσα σε βροχή δακρυγόνων για λόγους που κανείς δεν μπόρεσε να καταλάβει, και ολοκληρώθηκε ασφυκτικά πολιορκημένη από τουλάχιστον ισάριθμους αστυνομικούς των ειδικών δυνάμεων.

 

«Μας πάνε καροτσάκι αλλά θα το πληρώσουν το βράδυ στα Εξάρχεια από τους πιτσιρικάδες», μου λέει με ανυπόκριτη οργή μια συνομήλικη τραπεζοϋπάλληλος, που συνήθως βλέπει πίσω από κάθε «κουκουλοφόρο» έναν δυνάμει ασφαλίτη.

 

Ανεπαίσθητα αλλά σταθερά, τα γεωγραφικά σύνορα της νομιμότητας μετατοπίζονται από το κέντρο της πολιτικοοικονομικής ζωής της πόλης (και της χώρας) προς το «γκέτο»: η πλατεία Συντάγματος αποτελεί πλέον απαγορευμένο τόπο για τους διαδηλωτές, με κορδόνια από ΜΑΤ να περιορίζουν τις τελευταίες εβδομάδες όλο και περισσότερο τα τετραγωνικά μέτρα που μπορούν να διασχίζουν -επί τροχάδην- οι διαδηλωτές, η Πολιτεία εξηγεί με τον τρόπο της στη νέα γενιά πόσο απρόσφορη μπορεί να καταστεί η προβλέψιμη διαμαρτυρία.

 

Πίσω στην πλατεία, η πιτσιρικαρία με τα μαντίλια στα πρόσωπα δείχνει να βιώνει τη σύγκρουση σαν κάτι ανάμεσα σε απότιση φόρου τιμής στον σκοτωμένο συνομήλικο και διαβατήρια τελετή ένταξης σ’ ένα μέλλον όπου η πολιτική στράτευση δεν μπορεί παρά να ξεκινά με την οργή.

 

Για τους πιο μικρούς, η νύχτα αυτή προσφέρει τη δυνατότητα να βιώσουν κάτι από το 2008 που δεν πρόλαβαν, για τους μεγαλύτερους -που σημαδεύτηκαν απ’ αυτό- την επιβεβαίωση πως τίποτα δεν έχει αλλάξει από τότε.

 

Η γενιά των γονιών τους (για να μη γενικεύουμε: η πολιτικοποιημένη «πρωτοπορία» της) τιμούσε -κι εν μέρει εξακολουθεί να τιμά- με τον ίδιο τρόπο τα Νοεμβριανά του 1973. Με τη διαφορά ότι, τότε, το ελπιδοφόρο κλίμα της Μεταπολίτευσης έκανε το σύνθημα «1, 2, 3, πολλά Πολυτεχνεία» να φαντάζει όλο και πιο γραφικό. Ενώ τούτη η απελπισμένη αποφασιστικότητα μοιάζει περισσότερο με δειγματολόγιο από ένα αναπόφευκτο μέλλον.

Scroll to top