Toυ Κωνσταντίνου Τσουκαλά
Οι παγιωμένες ιστορικές λέξεις δεν είναι ούτε ουδέτερες ούτε μονοσήμαντες. Πέρα από όσα εκφράζουν ρητά, εμπεριέχουν υπαινικτικές συνδηλώσεις και συμβολικές παρηχήσεις που υπερβαίνουν τη συγκεκριμένη συγκυρία μέσα στην οποία γεννήθηκαν. Με αυτήν την έννοια, η λέξη «μεταπολίτευση» δεν σηματοδότησε μόνο το νέο πολιτικό σκηνικό που ακολούθησε την πτώση της χούντας και την οριστική εγκαθίδρυση της δημοκρατίας.
Εξέφρασε επίσης τη γενικευμένη πεποίθηση ότι η κοινωνία εισερχόταν σε μια νέα φάση ομαλότητας, προόδου, ανάπτυξης και συλλογικής ανάτασης. Μετά από σχεδόν σαράντα χρόνια, οι Ελληνες απαλλάσσονταν από τα ιστορικά βαρίδια που τους καθήλωναν σε ένα καθεστώς βαρβαρότητας. Σηματοδοτώντας τη ρήξη με αυτό το επονείδιστο παρελθόν, το πρόσημο «μετά» συνόψιζε λοιπόν την έλευση μιας «οριστικά» δημοκρατικής κοινωνίας και διατράνωνε μια πρωτόγνωρη ιστορική αισιοδοξία.
Η ιδέα της μεταπολίτευσης φαίνεται πια να πνέει τα λοίσθια. Εδώ και αρκετά χρόνια το πρόσημο «μετά» δεν φαίνεται πια να παραπέμπει σε τίποτε. Πράγματι, η πάροδος του χρόνου είναι αδυσώπητη σ' ό,τι αφορά όχι μόνο τα πράγματα αλλά και την αντοχή των λέξεων. Από τη στιγμή που δεν έχουμε πια ανάγκη να αντλούμε διδάγματα από τη χούντα, η ευφορία της ρήξης δεν είναι τίποτε άλλο από αντικείμενο νοσταλγικών αναπολήσεων εκείνων που την είχαν απολαύσει ως νέοι.
Εκ των πραγμάτων, η εναλλαγή των γενεών δεν συνεπιφέρει μόνο την αναδιάταξη των πολιτικών και κομματικών ισορροπιών και τη μεταλλαγή των αξιακών βεβαιοτήτων και προτεραιοτήτων, αλλά και την αποφασιστική αφυδάτωση των συμβολικών αναφορών.
Το τέλος της μεταπολίτευσης δεν αναφέρεται όμως μόνο στις αναπότρεπτες αυτές εξελίξεις. Η αποδυνάμωση της σημασίας της ρήξης του 1974 εμπεριέχει, όμως, και μιαν άλλη σημαντικότερη διάσταση. Πράγματι, οι λέξεις δεν εκφράζουν μόνο πραγματολογικά σημαινόμενα. Απηχούν επίσης και ένα ευρύτερο πλέγμα κοινωνικών φαντασιώσεων, ιστορικών αναπαραστάσεων και ιδεολογικών προβολών.
Με αυτήν την έννοια, η εγκατάλειψη της ιδέας της «μεταπολίτευσης» εκφράζει βαθύτερες μεταλλαγές στην πρόσληψη του κοινωνικού γίγνεσθαι. Στη θέση της αισιόδοξης κοινωνικής ορμής εισέρχονται η διάχυτη αβουλία και απαισιοδοξία και στη θέση της ελπίδας η αποστασιοποίηση ή ακόμα και η απελπισία.
Οι σχέσεις των πολιτών με την πολιτεία δεν μπορεί λοιπόν να είναι αυτές που κάποτε γνωρίζαμε. Η αντιπροσωπευτική μεταπολιτευτική δημοκρατία δεν εγγυάται τη φαντασιακή έστω προώθηση του «γενικού συμφέροντος», οι μείζονες αποφάσεις λαμβάνονται ερήμην του «κυρίαρχου» λαού και κανείς δεν φαίνεται πια να μπορεί να ορίσει «τι» είναι, «πού» δρα και «πώς» λειτουργεί αυτό που ονομάζαμε πολιτικό.
Μοιραία, οι εξελίξεις αυτές επιτείνονται και επιταχύνονται μέσα στην κρίση. Με τη δραματική κατολίσθηση του βιοτικού επιπέδου και των προοπτικών της μεγάλης πλειονότητας των κοινωνών, το αισιόδοξο μεταπολιτευτικό πρόταγμα εμφανίζεται με τη μορφή μιας οριστικά χαμένης χίμαιρας.
Μια κοινωνία που βαυκαλιζόταν πως μπορεί να ελπίζει, να δρα και να ονειρεύεται «από κοινού», έχει μετατραπεί σε μια κοινωνία εξαντλημένων ατόμων που επιχειρούν να επιβιώσουν ο καθένας χωριστά. Ολα λοιπόν συμβαίνουν ως εάν η μεγάλη δημοκρατική ρήξη του 1974 είναι εξ ίσου απόμακρη και ίσως αδιάφορη με την επανάσταση του 1821. Το βίωμα έχει μετατραπεί σε θέαμα.
Στο πλαίσιο αυτό, η αναδιάταξη των πολιτικών και κομματικών ισορροπιών αποκτά ένα νέο νόημα. Το οικείο πολιτικό και ιδεολογικό «συνεχές», κατά μήκος του οποίου συγκροτούνταν οι πολιτικές συσσωματώσεις και, μαζί μ' αυτό, οι όροι με τους οποίους διαδραματίζονταν οι πολιτικές συγκλίσεις και αποκλίσεις, εμφανίζεται με νέο προσωπείο.
Το σκηνικό που επέτρεπε στις κατεστημένες κομματικές δυνάμεις να προβάλλουν τις αγεφύρωτες διαφορές τους την ίδια στιγμή που προετοίμαζαν κάθε λογής συνεργασίες, συμπλεύσεις και συγκατοικήσεις δίχως «συστημικούς» τριγμούς είναι πια παρελθόν.
Χαρακτηριστικά, μια σειρά από δοκιμασμένες λέξεις είτε εξαφανίζονται τελείως από το πολιτικό λεξιλόγιο είτε καταλήγουν να εμφανίζονται σαν θλιβερά και αναπαλαιωμένα αναμασήματα παρωχημένων και ίσως περιττών νοηματικών κατασκευών.
Ακόμα και αν ξυπνούν τις μνήμες του παρελθόντος, το «Κέντρο», οι «προοδευτικές δυνάμεις», η «συντηρητική παράταξη» ή ακόμα και η αλήστου μνήμης «σοσιαλδημοκρατία» δεν σημαίνουν τίποτε για το παρόν ή για το μέλλον. Η «ρήξη» με τη μεταπολίτευση εκφράζεται μέσα από την προϊούσα απώλεια σημασίας των περισσότερων πολιτικών λέξεων και μαζί με αυτές των θεσμικών πλαισίων μέσα στα οποία κινούνταν.
Ετσι, ακόμα μια φορά, αποδείχθηκε πως η ιστορία είναι πιο πανούργα από τις ιδέες και τους θεσμούς που εκκολάπτει. Οταν οι πολίτες δεν έχουν τη δυνατότητα να επιβιώνουν έστω και στοιχειωδώς, όταν όλες οι ελπίδες φαίνονται φρούδες και όταν, ταυτόχρονα, η αξιοπιστία του κατεστημένου πολιτικού συστήματος καταρρέει μέρα με τη μέρα, δεν απομένει τίποτε άλλο στην κοινωνία από το να επινοεί νέους τρόπους εκδίκησης ενός συστήματος αντιπροσώπευσης, από το οποίο νιώθει όχι μόνον αποξενωμένη αλλά και προδομένη.
Υπό τους όρους αυτούς, η θύελλα της ανυπόφορης πραγματικότητας απειλεί να συμπαρασύρει τα πάντα. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι τόσο στη χώρα μας όσο και σε πολλές άλλες χώρες εξαφανίζονται γοργά και τα τελευταία υπολείμματα εμπιστοσύνης ή και απλής ανοχής στους κυβερνώντες και στα πολιτικά τους παίγνια. Δεν είναι να απορεί κανείς ότι οι ρητορείες περί εθνικής ανάγκης, εθνικής σωτηρίας και εθνικής συνεννόησης πέφτουν στο κενό. Το αίσθημα που πρυτανεύει παντού είναι η δυσπιστία.
Αυτήν ακριβώς την πολυεπίπεδη μεταλλαγή εκφράζουν τα άμορφα κινήματα των «αγανακτισμένων πολιτών», ή και οι κάθε λογής θορυβώδεις και συχνά άκριτες ή ακόμα και βίαιες αποδοκιμασίες εκείνων που ακόμα και αν δεν είναι «ένοχοι» μπορούν εντούτοις να αντιμετωπίζονται ως κατά τεκμήριον «υπόλογοι». Αυτή είναι και η κοινωνική ρίζα των «αντισυστημικών» κινημάτων που φαίνεται να ανατρέπουν εντελώς τις πολιτικές ισορροπίες.
Αυτή, τέλος, είναι η αιτία που οδήγησε όλες σχεδόν τις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις στην προϊούσα παρακμή ή και αποσύνθεση. Με αυτήν την έννοια, το «τέλος της μεταπολίτευσης» δεν σηματοδοτείται μόνο από το τέλος των εμπεδωμένων πολιτικών πρακτικών, το τέλος των αυτονόητων συγκλίσεων και αποκλίσεων και το τέλος των ανακουφιστικών απλουστεύσεων.
Οδηγεί επίσης και στην αποσάθρωση των ιδεολογικών προϋποθέσεων που επέτρεπαν να εικάζεται η κατ' αρχήν έστω συναίνεση των πολιτών στις αποφάσεις των εκπροσώπων τους. Το πολιτικό θέατρο που απευθυνόταν σε εύπιστους και πειθήνιους θεατές έχει ρίξει αυλαία. Ισως άλλωστε αυτό να είναι και το μόνο ελπιδοφόρο μήνυμα της κρίσης που μας μαστίζει.
Ο εύθυμος χορός των αμέριμνων μεταμφιεσμένων δεν μπορεί να εξακολουθεί επ' άπειρον. Φαίνεται πως έφτασε η ώρα για μια νέα «μεταπολίτευση».