02/07/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΟΠΕΡΑ ΤΟΥ ΧΕΝΤΕΛ ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ

Αλέξανδρος, ο αναποφάσιστος εραστής

Αριστοτεχνική η σκηνοθεσία της κορυφαίας χορογράφου Λουσίντα Τσάιλντς, έξυπνη και λειτουργική η σκηνογραφική ιδέα του Πάρη Μέξη, η Καμεράτα υπό τον Γιώργο Πέτρου και οι πρωταγωνιστές άριστοι. Συνολικά ήταν ένα ακρόαμα υψηλοτάτου επιπέδου, από αυτά που σπάνια έχουμε την τύχη να απολαύσουμε στην Ελλάδα. .
      Pin It

Του Γιάννη Σβώλου

Την εξαιρετική παραγωγή της όπερας «Αλέξανδρος» του Χέντελ, που είδαμε στις 28/6/2013 στην Αθήνα μπορεί –και οφείλει- κανείς να αποτιμήσει από πολλές γωνίες. Θα δοκιμάσω να τα διατυπώσω όλα.

Πρώτ’ απ’ όλα, αποτελεί μια ακόμη μεγάλη επιτυχία της ομάδας μουσικών και ανθρώπων του θεάτρου που δραστηριοποιούνται με άξονα την πολλαπλά χαρισματική προσωπικότητα του Γιώργου Πέτρου, πρώτου ίσως Ελληνα αρχιμουσικού μετά τον Δημήτρη Μητρόπουλο, που κερδίζει πραγματικά παγκόσμιας ορατότητας αναγνώριση και μάλιστα σε ένα απαγορευτικά ιδιαίτερο πεδίο που η εγχώρια μουσική εξακολουθεί να θεωρεί περίπου terra incognita. Επίσης, όπως φανερώνουν η ήδη βραβευμένη δισκογραφική καταγραφή της DECCA, αλλά και οι έως τώρα σκηνικές παρουσιάσεις σε Γερμανία και Γαλλία –αμφότερες με σαφώς πολυτελέστερη διανομή- συνιστά μια ξεκάθαρη, μεγάλη, διεθνούς επιπέδου ελληνική επιτυχία, όλες οι όψεις της οποίας προετοιμάστηκαν και υλοποιήθηκαν εξ ολοκλήρου από την Καμεράτα, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.

Αρχικά εντεταγμένη στο φετινό πρόγραμμα του Μεγάρου, η παρουσίασή της μετατέθηκε –ή μεταφέρθηκε, ή χαρίστηκε: όπως προτιμάτε πείτε το- στο Φεστιβάλ Αθηνών, γεγονός που κατέστη εφικτό χάρη σε τετραμερή συγχρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης, της Γενικής Γραμματείας Πολιτισμού, του Περιφερειακού Επιχειρησιακού Προγράμματος Αττικής και, τελικά, του ΕΣΠΑ 2007-2013. Ασφαλώς η εύστοχη επιλογή και η σωστά προετοιμασμένη επιτυχία του «Αλέξανδρου» συνιστούν έναν ακόμη κρίκο στην καλοσχεδιασμένη, σπαρμένη από επιτυχίες διεθνή σταδιοδρομία του Γιώργου Πέτρου.

Από την άλλη, καθώς από τις περίπου 50 όπερες του Χέντελ, δεν έχουν ακουστεί ακόμη επί ελληνικού εδάφους εμβληματικά αριστουργήματα όπως ο «Ρινάλντο», ο «Αριοντάντε», η «Ροντελίντα», η «Αγριππίνα», ο «Ορλάντο» και τόσες άλλες –ας όψονται γι’ αυτό όσοι θα όφειλαν να το έχουν φροντίσει!- για μας η παρακολούθηση του αδύναμου και άνισου «Αλέξανδρου» ήταν ένα υπερπολυτελές, εκκεντρικό δώρο˙ ήταν σαν πεινούσε κάποιος για φιλέτο ψητό στα κάρβουνα και του σέρβιραν γκουρμέ κρύο σούσι από λευκό ψάρι γαρνιρισμένο με μύρτιλα και αφρό θυμαριού. Κακό; Ασφαλώς, σε καιρούς πολιτιστικής πείνας το να διαμαρτύρεται κανείς για ό,τι απλόχερα δίνει ο Θεός συνιστά ασυγχώρητο θράσος. Από την άλλη, καλό είναι, για λογαριασμό μας, να μη χάνουμε –αν υποτεθεί πως έχουμε– την αίσθηση αξιών και προτεραιοτήτων.

Η αθηναϊκή παρουσίαση έγινε στην αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (28 και 30/6/2013). Δοσμένη δίχως έντυπο πρόγραμμα –πάγια, απαράδεκτη τακτική του Φεστιβάλ Αθηνών ακόμη και σε καιρούς παχειών αγελάδων- η παράσταση υπήρξε ένας ασύλληπτος, αριστοτεχνικός σκηνοθετικός άθλος, που ενεφύσησε ζωή, ένταση και κυρίως περισσό χιούμορ σε ένα έργο που, ουσιαστικά, ρέει δίχως δράση αλλά διαθέτει σαγηνευτικά ωραία μουσική. Η κορυφαία Αμερικανίδα χορογράφος Λουσίντα Τσάιλντς και ο Ελληνας σκηνογράφος Πάρις Μέξης ξαναδιάβασαν την ψευδοϊστορική υπόθεση μέσα από το πρίσμα της καταγεγραμμένης αντιπαλότητας των τραγουδιστριών που πρωταγωνίστησαν στην αρχική παραγωγή του 1726, μεταφέροντας τη δράση στο πλατό και τα παρασκήνια του γυρίσματος μιας ταινίας για τον «Αλέξανδρο» την αμερικανική δεκαετία του 1920.

Η έξυπνη, λειτουργική ιδέα τους τα είχε όλα και ταυτόχρονα συνομίλησε αβίαστα με το προσχηματικό λιμπρέτο του πρωτοτύπου: Λαμπερά σκηνικά και κοστούμια Αρ Ντεκό με έμμεσες δόσεις κιτς που έκλειναν χαριτωμένα το μάτι στο ιστορικό μπαρόκ, ευφυές πνεύμα με ιστορικίστικες γεύσεις, αλλά και με χιούμορ που έφερνε γέλιο δίχως να γελοιοποιεί, άψογα οργανωμένη οπτική αφήγηση κλιμακωμένη σε πρώτο επίπεδο δράσης και δεύτερο (χορογραφικού) σχολιασμού, απουσία σκηνικού «μπουκώματος», ελαφράδα, καλαισθησία.

Μουσικά η παράσταση ήταν από κάθε άποψη εξαιρετική. Δίχως, βεβαίως, να διαθέτει τα περισσότερα από τα αστέρια α΄ μεγέθους της ηχογράφησης (DECCA), αλλά με άριστες πρωταγωνίστριες τη Γαλλίδα μεσόφωνο Μπλαντίν Στασκιεβίτς ως Ρωξάνη και τη Σλοβάκα υψίφωνο Αντριάνα Κουτσέροβα ως Λιζάουρα και, βεβαίως, με τον Κροάτη αστέρα κόντρα-τενόρο Μαξ Εμάνουελ Τσέντσιτς στο επώνυμο ρόλο, το ακρόαμα έρρευσε ηδονικά και αβίαστα παρά τη μεγάλη, σχεδόν τρίωρη, διάρκεια. Δίχως εκπτώσεις αποδόθηκαν όλοι οι δευτεραγωνιστικοί ρόλοι από τους Χαβιέ Θαμπάτα (Τάξιλος), Πάβελ Κουντίνοφ (Κλείτος), Χουάν Σάντσο (Λεοννάτος), Νίκο Σπανό (Κλέων).

Από την τάφρο της ορχήστρας, ο Γιώργος Πέτρου μαστίγωνε ανελέητα την Καμεράτα και τους συνεργαζόμενους μουσικούς στα γρήγορα μέρη, ενώ αντλούσε από αυτούς τον πιο εύπλαστο και φροντισμένο ήχο στα λυρικά, υποστηρίζοντας άριστα τους άρτια προετοιμασμένους τραγουδιστές. Συνολικά, ήταν ένα ακρόαμα υψηλότατου επιπέδου, προσανατολισμένο στην πιο σύγχρονη εκδοχή της ιστορικής ερμηνευτικής του μπαρόκ –όργανα εποχής, υψηλές ταχύτητες, έντονες αντιθέσεις, τολμηροί αλλά καλαίσθητοι μανιερισμοί- από αυτά που σπάνια έχουμε την τύχη να απολαύσουμε εν Ελλάδι.

Βεβαίως, η μεγάλης ηχοχωρητικότητας αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη», καταλληλότερη για όπερα του 19ου αιώνα παρά για μπαρόκ, δεν υπήρξε ιδιαίτερα υποστηρικτική στον ευαίσθητο ήχο των οργάνων εποχής, ούτε στις μαλακιές φωνές των κόντρα-τενόρων. Ωστόσο, σε λίγη ώρα το αυτί συνήθιζε και η ακρόαση έρρεε ανεμπόδιστα. Η μεγάλη προσέλευση κοινού επιβεβαίωσε άλλη μια φορά ότι υπάρχει στην Ελλάδα ακροατήριο για (καλές) παραστάσεις μπαρόκ. Οποιος θεσμός το αναληφθεί πρώτος, αυτός θα τρυγήσει τα οφέλη, αυτός θα έχει την ευγνωμοσύνη μας.

Scroll to top