Σε σύνολο 21.601 δικηγόρων της Αθήνας μόνο οι… 633 έχουν παραστεί φέτος σε περισσότερες από πενήντα υποθέσεις, 8.497 δεν έχουν ούτε μία παράσταση σε δικαστήριο, ενώ μόλις 2.761 έχουν παραστεί σε ένα έως δύο ακροατήρια
Της Κατερίνας Κατή
Δικηγορία «πείνας» ασκεί στα χρόνια των μνημονίων, με αποκορύφωμα τη φετινή χρονιά, η συντριπτική πλειονότητα των δικηγόρων της Αθήνας. Τα επίσημα στατιστικά στοιχεία για την επαγγελματική δραστηριότητα των μελών του μεγαλύτερου επιστημονικού συλλόγου της χώρας, από το 2002 μέχρι και σήμερα, καταδεικνύουν την ένδεια στην οποία έχουν περιέλθει πλέον οι Αθηναίοι δικηγόροι.
Απολύτως χαρακτηριστικό είναι το στοιχείο-σοκ, σύμφωνα με το οποίο, οι μηδενικές παραστάσεις στα ακροατήρια αυξάνονται κάθε χρόνο με γεωμετρική πρόοδο, ενώ κατά το τρέχον έτος σε σύνολο 21.601 δικηγόρων μόνο οι… 633 έχουν παραστεί σε περισσότερες από πενήντα υποθέσεις. Από τους υπόλοιπους, οι 8.497 δεν έχουν ούτε μία παράσταση σε δικαστήριο, γεγονός που σημαίνει μηδέν έσοδα από δίκες, ενώ μόλις 2.761 έχουν παραστεί σε ένα έως δύο ακροατήρια. Τρεις έως τέσσερις παραστάσεις έχουν κάνει μόλις 1.762 δικηγόροι.
Αλλο ένα στοιχείο που καταδεικνύει την οριακή κατάσταση των δικηγορικών εσόδων; Το τρέχον έτος έχουν μέχρι στιγμής υπογραφεί 1.744 συμβόλαια, όταν μόλις πριν από ένα χρόνο ο αριθμός τους ανερχόταν στα 22.410. Το 2011 υπογράφηκαν 40.103 συμβόλαια, ενώ αν πάμε και λίγα χρόνια πιο πίσω ο μεγάλος αριθμός των συμβολαίων που υπογράφονταν τότε καθρέφτιζε εμπορικές συναλλαγές και αγοραπωλησίες που πλέον είναι στο ναδίρ. Χαρακτηριστικά, το 2005, οκτώ μόλις χρόνια πριν, είχαν υπογραφεί στην Αθήνα 112.231 συμβόλαια.
Αυτά τα μείζονα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κλάδος έθεσε χθες στον νέο υπουργό Δικαιοσύνης, Χαρ. Αθανασίου, ο πρόεδρος του ΔΣΑ, Γιάννης Αδαμόπουλος. Ο κ. Αθανασίου επισκέφτηκε για πρώτη φορά με τη νέα του ιδιότητα τα γραφεία του Δικηγορικού Συλλόγου της Αθήνας και ο Γ. Αδαμόπουλος στον χαιρετισμό που του απηύθυνε, αφού εξέφρασε τη βεβαιότητά του ότι ο νέος υπουργός, ως πρώην δικαστής και πρώην πρόεδρος της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, «γνωρίζει πολύ καλά την αλήθεια για τη δικηγορία, τη διαρκή και σημαντική συνεισφορά της στα δημόσια έσοδα, αλλά και τα διαρκή πλήγματα που επιχειρήθηκαν εσχάτως εναντίον της», του επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι:
«Η επιβολή ΦΠΑ, η επιχειρηθείσα προσπάθεια απαξίωσης των νόμιμων αμοιβών, η αύξηση των καταβλητέων ασφαλιστικών εισφορών σε βαθμό που τις καθιστά δυσβάστακτες, ιδίως για τους νέους συναδέλφους, αγνοώντας τη δυσμένεια της οικονομικής συγκυρίας και την εξ αυτής αναπόφευκτη συρρίκνωση της δικηγορικής ύλης, αποτέλεσαν ενέργειες αποσπασματικές και καθαρά εισπρακτικού χαρακτήρα που επέτειναν τα αδιέξοδα στα οποία έχει εισέλθει τελευταία η δικηγορία, με ευθύνη αποκλειστικά και μόνο της Πολιτείας».
Κι ακόμα ότι «η πολυδιαφημισθείσα προσπάθεια δήθεν απελευθέρωσης του δικηγορικού επαγγέλματος, ενός επαγγέλματος σαφέστατα “ορθάνοιχτου” επί σειρά ετών, αποτέλεσε την αφορμή για να εισχωρήσουν ιδιοτελή συμφέροντα». Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα ανέφερε τις δικηγορικές εταιρείες και τόνισε ότι «είναι αδιανόητο να αντιμετωπίζεται ο δικηγόρος συλλήβδην ως κατά τεκμήριο προνομιούχος και φοροφυγάς».
«Σε μια εποχή που το δικηγορικό σώμα στοχοποιείται και βρίσκεται αντιμέτωπο με ένα σύνολο δήθεν μεταρρυθμίσεων που θέτουν υπό αμφισβήτηση την ίδια τη διαφύλαξη της θεσμικής ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, βρίσκεται παράλληλα υπό επεξεργασία μια ιστορική διαδικασία αναμόρφωσης του Κώδικα περί Δικηγόρων», σημείωσε ο κ. Αδαμόπουλος, τονίζοντας παράλληλα ότι: «Οι δικηγόροι της χώρας προσέρχονται στον διεξαγόμενο δημόσιο διάλογο καταθέτοντας συγκεκριμένες προτάσεις σε αρμόδιο θεσμικό επίπεδο».
Αίσθηση πάντως προκάλεσε και η καταγγελία του προέδρου του ΔΣΑ ότι «μεθοδεύεται η απαλλαγή των μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους από κάθε νομική-ποινική ευθύνη από τις γνωμοδοτήσεις που εκδίδουν».
Απ’ την πλευρά του ο υπουργός Δικαιοσύνης, που συνοδευόταν από τον γενικό γραμματέα Νικ. Κανελλόπουλο, αναφέρθηκε στην άψογη συνεργασία που είχαν στο παρελθόν δικαστές και δικηγόροι και δεσμεύτηκε να συνεχιστεί και στο μέλλον με ειλικρινή διάλογο και στενή συνεργασία.
Για άλλη μια φορά δε, αναφερόμενος στις προτεραιότητες του υπουργείου του, ο κ. Αθανασίου έθεσε το ζήτημα των προσωρινών διαταγών που εκδίδουν τα δικαστήρια υπέρ των συμβασιούχων εργαζομένων (στην απόπειρα κατάργησης των οποίων είχε διαφωνήσει ο προκάτοχός του Αντ. Ρουπακιώτης, με αποτέλεσμα τότε η κυβέρνηση να αποσύρει από το πολυνομοσχέδιο την επίμαχη διάταξη), λέγοντας ότι ναι μεν θα πρέπει να υπάρχει ως θεσμός για να προστατεύονται οι εργαζόμενοι αλλά με σαφή συντόμευση των χρόνων.