Pin It

Μερικές φορές, τα πάντα για έναν καλλιτέχνη μπορούν να συμπεριλαμβάνονται σε τρεις μόλις λέξεις. Το τελευταίο άλμπουμ, για παράδειγμα, του Μανού Ντιμπάνγκο έχει τίτλο «Past, Present, Future» («Παρελθόν, παρόν, μέλλον»). Αυτός, λοιπόν, ο κοσμοπολίτης μουσικός είναι το χθες, το σήμερα κι ενδεχομένως και το αύριο της αφρικανικής μουσικής.

 

Εξωστρεφής και χαρισματικός, μαχητικός και πάντα με παιχνιδιάρικη διάθεση επιστρέφει στην Αθήνα για δύο βραδιές λίγες μόλις μέρες πριν γιορτάσει τα 79α γενέθλιά του! Σήμερα και το Σάββατο παίζει στο «Gazarte» συνοδευόμενος από την μπάντα του, τους Makossa Gang (τις βραδιές ανοίγουν οι Νεοϋορκέζοι Kokolo) υπενθυμίζοντάς μας γιατί ο αφρομπίτ και αφροφάνκ ήχος απογειώθηκαν στα χέρια του.

 

Ο πιο εμπνευσμένος σαξοφωνίστας, που γεννήθηκε στην αφρικανική ήπειρο, μετρά μέχρι σήμερα περί τους 35 δίσκους, ανελέητους πειραματισμούς μεταξύ φανκ, τζαζ, ρέγκε και άφρο και φυσικά δεκάδες γόνιμες κι ενδιαφέρουσες συνεργασίες με τα υπόλοιπα μεγαθήρια της ηπείρου του (Μίριαμ Μακέμπα, Αντζελίκ Κντζο, Μορί Καντέ, Ρισάρ Μπονά, Φέλα Κούτι).

 

Σημαντικότερο όλων, όμως, είναι το γεγονός ότι αυτός ο ακαταπόνητος Καμερουνέζος υπήρξε από τους καλλιτέχνες που μας σύστησαν τη world μουσική πριν καν ορίσουμε και καταλάβουμε τι ακριβώς σημαίνει.

 

Οταν όλοι πάσχιζαν να ενταχθούν στο άρμα της έθνικ ισορροπώντας μεταξύ ακατέργαστων μουσικών και μοδάτων ευκολιών, εκείνος κατάφερε να ενώσει τους ρυθμούς της Δυτικής Αφρικής με την παγκόσμια τζαζ, υπογράμμισε την ένταση, το πάθος αλλά και την πολυπλοκότητα της αφρικανικής μουσικής και μετέτρεψε τον χορό της ψυχής, το «Soul Makossa» -όπως είναι το τραγούδι που τον έκανε διάσημο το 1972- σε ύμνο μιας ολόκληρης ηπείρου.

 

Το «λιοντάρι του Καμερούν» –όπως συνηθίζεται να τον αποκαλούν- γεννήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 1933. Ο μπαμπάς ήταν δημόσιος υπάλληλος κι η μητέρα του ράφτρα, που συχνά συγκέντρωνε στο σπίτι και τις μαθητευόμενές της. Στο σπίτι δεν υπήρχε ραδιόφωνο αλλά η τύχη τούς είχε ανταμείψει με την πολυτέλεια ενός γραμμοφώνου.

 

Η πρώτη μουσική που αγάπησε ήταν τα τραγούδια της παρέας του σπιτιού (συχνά τους έκανε τον μαέστρο), αυτά που άκουγε από τη χορωδία στην εκκλησία (οι γονείς του ήταν προτεστάντες κι εκκλησιάζονταν τακτικά) κι εκείνα που ερμήνευαν οι κιθαριστές σε γάμους και κηδείες.

 

Σήμερα, παραδέχεται πως στα δύσκολα αυτό που τον κράτησε όρθιο είναι το πάθος για τη μουσική. Κι ας μην είχε καμία βοήθεια. Οπως, χαρακτηριστικά, αναφέρει στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Three kilos of coffee», το μοναδικό του εφόδιο όταν στα 15 εγκατέλειψε το Καμερούν για να μπει σε ένα σχολείο στη Γαλλία ήταν κάποιες πενιχρές οικονομίες και τρία κιλά καφές!

 

Μ.Κ.

Scroll to top