Pin It

 ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μισέλ Φάις

 

Θωμάς Κοροβίνης «’55» Mυθιστόρημα, Αγρα, 2013, σελ. 449

 

Του Αριστοτέλη Σαΐνη

 

Φιλόλογος, συνθέτης και μουσικός, γνωστός μελετητής πτυχών του ελληνικού και τουρκικού λαϊκού πολιτισμού, ο Θ. Κοροβίνης τα τελευταία χρόνια κινείται σταθερά προς τον χώρο της μυθιστορηματικής σύνθεσης και αποδεικνύεται χαρισματικός αφηγητής. Μετά τον Παπαδιαμάντη του («Το αγγελόκρουσμα», Αγρα 2012) και την ντοκουμενταρισμένη αναδιήγηση της υπόθεσης του Δράκου του Σέιχ Σου στον «Γύρο του θανάτου» (μια τραγική προσωπικότητα παγιδευμένη στην κοινωνικοπολιτική κατάσταση της ελληνικής μικροαστικής κοινωνίας του 1960), στο «’55» ο Κοροβίνης επιλέγει να θέσει στο κέντρο της αφήγησής του ένα ιστορικό και εθνικό υποκείμενο σημαδεμένο από τις αντιφάσεις της ιστορίας, το οποίο επιβιώνει σε μια καθημερινή «ισορροπία τρόμου» (σ. 86) στην περιφέρεια του Ελληνισμού.

 

Το νέο του πεζογράφημα είναι ένα είδος αυτοβιογραφικού χρονικού ή αφηγήματος, «κάτι από ημερολόγια», «απομνημονεύματα να τα πω;» ή καλύτερα «μεγάλο λαϊκό μυθιστόρημα που τρέχει μέσα στα χρόνια και φωτίζει με τον φακό του μπρος πίσω πολλά σκοτεινά και απόκρυφα» (σ. 17) της ιστορίας της πολυφυλετικής και πολύγλωσσης Πόλης του 20ού αιώνα. Το παλιό αφηγηματικό εύρημα των χειρογράφων που ξαναβρίσκονται χρησιμοποιείται για την αύξηση της αληθοφάνειας, αποδίδοντας την αφήγηση σε έναν αυτόπτη πρωταγωνιστή που βίωσε τα τραγικά γεγονότα του 1955.

 

Η Μαρίκα Σεφέρογλου, μια αναντάν μπαμπαντάν Ταταυλιανή κυρά, με νησιώτικες και ανατολίτικες ρίζες, μποέμισσα και με φλογερό ερωτικό ταμπεραμέντο, δασκάλα και αργότερα διευθύντρια ελληνικού σχολείου, αποφασίζει σε προχωρημένη ηλικία να ανοίξει για τα καλά «το σεντούκι της μνήμης της». Η αφήγηση γίνεται από κάποια απροσδιόριστη χρονική στιγμή που εποπτεύει σχεδόν όλη την ιστορία, με τις χρονικές συντεταγμένες («τώρα», «ψες») να παραμένουν ασαφείς.

 

Οι μικροϊστορίες της ζωής της Μαρίκας και των συγγενών της δένονται στον ιστό της Ιστορίας της Πόλης σε μια σχεδόν τοπογραφική αποτύπωση της ανθρωπογεωγραφίας της στο διάβα ενός ολόκληρου αιώνα. Στην ελεγειακή αφήγηση της ηρωίδας, που αποτελεί στην πραγματικότητα μια ελεύθερη συρραφή μικρών πραγματειών για οτιδήποτε έχει σχέση με την Πόλη, θα βρουν τη θέση τους τα πάντα: τα παζάρια και οι περίπατοι της Πόλης, η πολίτικη κουζίνα και μουσική, το λαϊκό τραγούδι ή ο Καραγκιόζης, ο καφές και το κάπνισμα, περιθωριακοί τύποι, μάγκες και πόρνες, χασισοπότες και Τσιγγάνοι, ζητιάνοι και ξεχασμένοι φραγκολεβαντίνοι (η Ιταλίδα φίλη της Κλαυδία που αλληλογραφούσε με τον Καλβίνο!), η ελληνική παροικία και η οργάνωσή της, η πολυφυλετική, τέλος, ταυτότητα της πόλης και η εκρηκτική συνύπαρξη των εθνοτήτων. Τον λόγο της Μαρίκας διακόπτουν συχνά σπαρακτικά ιντερμέδια στοιχειωμένα από μνήμες για το προσχεδιασμένο πογκρόμ των Σεπτεμβριανών του 1955 εναντίον της πολίτικης Ρωμιοσύνης. Αυτό το ακραίο γεγονός τέμνει χρονικά την περίοδο της ιστορίας αλλά αποδεικνύεται στην πορεία και ο κεντρικός πυρήνας της αφήγησης. Τα Σεπτεμβριανά του ’55, όπως ο Φόρος Περιουσίας νωρίτερα και οι απελάσεις του 1964 αργότερα, μαζί με τις συστηματικές παρενοχλήσεις στην καθημερινότητα των γηγενών Ρωμιών και Ελλαδιτών παροίκων, που είχαν ως συνέπεια τον αφελληνισμό της Κωνσταντινούπολης, αποτελούν το επώδυνο βίωμα που οφείλει να γίνει αντικείμενο αφήγησης.

 

Το «’55» θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνεχίζει, κατά κάποιον τρόπο, την αφήγηση της ζωής μιας άλλης πληθωρικής Πολίτισσας, γνωστής φυσικά στην αφηγήτρια-ηρωίδα του Κοροβίνη: της Λωξάνδρας της «κοσμαγάπητης Μαρίας Ιορδανίδου» (σ. 444). Ταταυλιανή κυρά και η γιαγιά της προικισμένης λαϊκής αφηγήτριας, η οποία στο ομώνυμο βιβλίο της (1963) αναπλάθει τη ζωή στην Πόλη από το 1874 μέχρι και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

 

Παρά την προλογική πλαισίωση, την ενσωμάτωση παραθεμάτων και ποικίλων ειδών λόγου, παρά τα πίσω-μπρος της μνήμης ή τις συνεχείς παρεκβάσεις, η αφήγηση παραμένει στην πραγματικότητα ψευδοπολυφωνική (με την κεντρική ενοποιούσα συνείδηση απόλυτα κυρίαρχη), εξαιρετικά οργανωμένη (πλαγιότιτλοι) και προσεκτικά δομημένη (προοδευτική κορύφωση), οι διάλογοι υποτυπώδεις και οι συνειρμοί που προχωρούν το αφηγηματικό νήμα μάλλον προσχηματικοί. Οι ιστορικές και λαογραφικές πληροφορίες, ωστόσο, και μάλιστα στο ατμοσφαιρικό πολίτικο ιδίωμα, δημιουργούν ένα γοητευτικό κείμενο, ενώ οι απευθύνσεις σε κάποιον απρόσωπο αποδέκτη της αφήγησης («μάνα» και «μανίτσα μου») δημιουργούν την ψευδαίσθηση τής πρόσωπο με πρόσωπο οικείας συνομιλίας: ένα ατέλειωτο, οδυνηρό και βαθιά ανθρώπινο «μουχαμπέτι» τετρακοσίων σελίδων!

 

Το «’55» αποτελεί προσπάθεια λογοτεχνικής απάντησης στην παράλογη βία της Ιστορίας, σε οριακά και ακραία γεγονότα που βιώθηκαν ως παραμορφώσεις της πραγματικότητας, γι' αυτό και η Μαρίκα ταλαντεύεται συνεχώς ανάμεσα στο αγωνιώδες αίτημα απόδοσης δικαιοσύνης («Δικαιοσύνη ζητώ, δικαιοσύνη.» σ. 211 ή «Τανρί βαρ» = Υπάρχει θεός!) και στη ματαιότητα αναπάντητων ερωτημάτων του τύπου: «μα τι ωφελεί ο αναχρονιστικός καταλογισμός ευθυνών;» (σ. 35). Τι απομένει; Ενάντια στα «καμώματα της εκατέρωθεν διπλωματίας και στη νάρκωση της λήθης», η ατέρμονη «ανάγνωση της –προπαντός λαβωμένης– μνήμης».

 

Scroll to top