Pin It

Πάνος Βαλαβάνης Η Ακρόπολη μέσα από το Μουσείο της 

Καπόν, 2013, σελ. 160

 

 

 

 

 

 

 

Της Μαρίας Στασινοπούλου

 

Ενας οδηγός μουσείου ιδιαίτερος, αλλιώτικος∙ ένα μουσείο πρωτοποριακό και αμφιλεγόμενο, σε παράλληλη θέση και παρουσίαση με τον αρχαιολογικό χώρο, τα εκθέματα του οποίου περιέχει∙ ένας αρχαιολόγος παθιασμένος με την αρχαιολογία αλλά και με την ιδιότητα του δασκάλου. Οποιος έχει παρακολουθήσει τον Πάνο Βαλαβάνη να ξεναγεί φοιτητές, φίλους ή αρχαιόφιλους στο Μουσείο της Ακρόπολης, στην Αρχαία Αγορά ή στον Κεραμεικό, ή όποιος είχε την τύχη να τον έχει δάσκαλο στο πανεπιστήμιο, «μάγο δάσκαλο», το όνομά του πάνω από τον τίτλο ενός αρχαιολογικού βιβλίου αποτελεί εγγύηση βαθιάς γνώσης, πρωτοτυπίας και ενδιαφέροντος. Το ίδιο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι εκδόσεις Καπόν στον χώρο της τέχνης και των προσεγμένων καλλιτεχνικών εκδόσεων.

 

Τον Πάνο Βαλαβάνη απασχολεί ιδιαίτερα «η διάχυση της έρευνας στο ευρύ κοινό και κυρίως τους μαθητές», ενώ συνηθίζει, στις επιστημονικές ή διδακτικές εργασίες του, να συναρτά το αρχαιολογικό υλικό με τις ιστορικοπολιτικές (κοινωνικές, οικονομικές, ιδεολογικές, καλλιτεχνικές, τεχνολογικές) συνθήκες που το γέννησαν. Ετσι, βλέπουμε τα μνημεία του Ιερού Βράχου ως ένα σύνθετο καλλιτεχνικό έργο πολιτιστικής πολιτικής, που έγινε για να δηλώσει τον ηγεμονικό ρόλο της Αθήνας του Περικλή. Ενας κόσμος θεών, ηρώων και θνητών συνυπάρχουν στις γλυπτές συνθέσεις του για να στηρίξουν τους πολλαπλούς στόχους που είχε το αρχιτεκτονικό πρόγραμμα του μεγάλου ηγέτη: ευχαριστήριο στην Αθηνά και τους άλλους θεούς που βοήθησαν στη νίκη κατά των Περσών∙ αποκατάσταση των καταστροφών που αυτός ο πόλεμος είχε προκαλέσει στο θρησκευτικό κέντρο της πόλης και άσκηση πολιτικής προπαγάνδας μέσω της μνημειακής τέχνης.

 

Τα περιεχόμενα του βιβλίου αναπτύσσονται σε τρεις ομόκεντρους και επάλληλους κύκλους (Αθήναι, Ακρόπολη, Παρθενώνας). Τα κεφάλαια ακολουθούν ανοδική πορεία, ανηφορίζοντας στον εκθεσιακό χώρο από τα υπόγεια στον τρίτο όροφο και παράλληλα από τις πλαγιές του Ιερού Βράχου στην κορυφή του, όπως εξάλλου ήταν και η φιλοσοφία κατασκευής του μουσείου, «ώστε η πορεία στην έκθεση να αποτελεί μια προσομοίωση ανόδου στον Ιερό Βράχο». Με τις εξονυχιστικές πληροφορίες για τη θέση, την αρχιτεκτονική, τη διάταξη και την έκταση του Μουσείου, ο καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας δίνει απάντηση και σε όσους διατυπώνουν αντιρρήσεις γι’ αυτό και βρίσκουν ασυμφωνία του μεγέθους του με τον Ιερό Βράχο και με το χαμηλό αττικό τοπίο.

 

Πλουσιότατο εικονογραφικό υλικό (χάρτες, σχεδιαγράμματα, αναπαραστάσεις, φωτογραφίες) προσφέρει στον αναγνώστη τη δυνατότητα να κατανοήσει τα αποσπασματικά έργα το καθένα στο ευρύτερο πλαίσιό του.

 

Με τρόπο που δεν διακόπτει την αφηγηματική ροή του λόγου, ο Βαλαβάνης επεξηγεί παρενθετικά τους αρχαιολογικούς όρους∙ για παράδειγμα: «Το άλλο χαρακτηριστικό που ξεχωρίζει τον Παρθενώνα είναι οι εκλεπτύνσεις του, όπως ονομάζονται οι λεπτότατες και αδιόρατες αποκλίσεις από την κανονικότητα, κυρίως καμπυλώσεις των οριζόντιων επιφανειών και κλίσεις των κατακόρυφων μελών» (σ. 102)∙ ή «σκηνές με ένα από τα δημοφιλέστερα αγωνίσματα των Παναθηναίων, τον αποβάτη δρόμο, αγώνισμα αρματοδρομίας που γινόταν στην Αγορά. Οι αποβάτες, οπλισμένοι με κράνος και ασπίδα, πηδούσαν και ξαναανέβαιναν σε άρμα εν κινήσει, που οδηγούσε ηνίοχος» (σ. 125).

 

Πόση ακρίβεια αλλά και τι ποίηση εκλύεται από την αρχαιολογική ορολογία: «τα ανάγλυφα της αμφίγλυφης ενεπίγραφης αναθηματικής στήλης», ή «συγκλονιστικά τα ένθετα μάτια σε μαρμάρινο ημίτομο πρόσωπο, που σώθηκαν μέσα σε κοίλωμα λίθινης στήλης»∙ και ακόμη: «περίτμητο έλασμα», «ολομάρμαρη και με ενιαίο θέμα αετωματική σύνθεση της Ακρόπολης».

 

Αρκεί να διαβάσει κανείς στη σ. 86 την ανάλυση που δείχνει πώς οι Καρυάτιδες ανταποκρίνονται στον πρωτότυπο αρχιτεκτονικό τους ρόλο, να λειτουργούν δηλαδή ως κίονες στην επίπεδη στέγη της νότιας πρόστασης του Ερεχθείου, και πώς ο σύνθετος χαρακτήρας του μνημείου (συμβολικός και καλλιτεχνικός, ιδεολογικός και πολιτικός) επιζητεί να στηρίξει τον ηγεμονικό ρόλο της δημοκρατικής Αθήνας.

 

Εκτός του ότι το βιβλίο διατρέχει τα περιεχόμενα του μουσείου παράλληλα με τη φυσική θέση των μνημείων στον βράχο της Ακρόπολης, όπως ήδη ειπώθηκε, ο συγγραφέας έχει επίσης καταφέρει, στην πλειονότητά τους, τα κείμενα και τα έργα στα οποία αυτά αναφέρονται να συστεγάζονται στην ίδια σελίδα, ενώ δεν μπορεί να μη σχολιάσει κανείς τα περιεκτικά, σαφή και πλήρη επεξηγηματικά στοιχεία για κάθε έκθεμα του μουσείου ή οικοδόμημα της απέναντι περιοχής. Βιβλίο μέσα στο βιβλίο αποτελούν και οι λεπτομερείς λεζάντες των εικόνων, με καλλιέπεια, αρμονική διατύπωση και λεπταίσθητη παρουσίαση.

 

Ενα άλλο ενδιαφέρον της απλουστευτικής αλλά καθόλου απλοϊκής εκδοχής του Βαλαβάνη είναι οι αντιστοιχίσεις σημερινών αντιλήψεων με εκείνες της αρχαίας εποχής: «την παναθηναϊκή πομπή θα πρέπει να την κατανοήσουμε κάτι σαν ανάμεσα σε λιτανεία και παρέλαση, εφ’ όσον εμπεριέχει τόσο θρησκευτικά-λατρευτικά όσο και πολιτικά-στρατιωτικά –“εθνικά” χαρακτηριστικά» (σ. 140). Αντικρουόμενες απόψεις, νεότερες επιστημονικές εξελίξεις στην ερμηνεία των μνημείων και των παραστάσεων, πειστικές συμβιβαστικές προσπάθειες συνυπάρχουν σε μια γραφή άλλοτε επαγωγική που πορεύεται από το μέρος στο όλον και άλλοτε παραγωγική που απαριθμεί τις επιμέρους εκδοχές.

 

Αγάπη και πάθος για την αρχαιολογία, πολυετής γνώση που ξεκαθαρίζει τα πράγματα και προσφέρεται ως κοινό κτήμα, αυτό προκύπτει μόλις τελειώνει κανείς την ανάγνωση, πανέτοιμος για μια επιτόπια επίσκεψη τόσο στο Μουσείο όσο και στην Ακρόπολη.

Scroll to top