Της Παρής Σπίνου
Ορισμένα πράγματα μοιάζουν μεταφυσικά, ιδιαίτερα αν πιστεύεις στο θείο, όπως ο νομπελίστας ποιητής Τ.Σ. Ελιοτ. Τον περασμένο Ιούνιο κυκλοφόρησε στα αγγλικά ο τρίτος τόμος της αλληλογραφίας του (1926-27) με την επιμέλεια της δεύτερης συζύγου του Βάλερι, ενώ τον Νοέμβριο η ίδια άφησε την τελευταία της πνοή, σε ηλικία 86 ετών.
Το παράδοξο είναι ότι η αλληλογραφία επικεντρωνόταν στη σχέση του Ελιοτ με την πρώτη του σύζυγο Βίβιεν Χέιγουντ, την εποχή που εκείνη εκδήλωνε κρίσεις παράνοιας και ήταν κλεισμένη σε σανατόριο του Παρισιού.
Η Βάλερι, που φύλαγε σαν κέρβερος το αρχείο του ηγέτη του μοντερνιστικού κινήματος στην αγγλόφωνη ποίηση, απαγόρευε για χρόνια την έκδοση της βιογραφίας του, εκπληρώνοντας την τελευταία επιθυμία του. Ωστόσο, όπως φαίνεται, τώρα ανοίγει ο δρόμος για την έκδοσή της, που αναμένεται να φωτίσει περισσότερο όχι μόνο τις σχέσεις του με τις γυναίκες αλλά και με τον Εζρα Πάουντ ή τους Εβραίους, φέρνοντας στο προσκήνιο αμφιλεγόμενα θέματα.
Εν αναμονή, λοιπόν, της βιογραφίας έχουμε στα χέρια μας μια προσεγμένη έκδοση με τα «Τέσσερα κουαρτέτα» του Τ.Σ. Ελιοτ σε νέα μετάφραση Χάρη Βλαβιανού με εκτενή, κατατοπιστική δική του εισαγωγή και σχόλια. Το αγγλικό κείμενο που παρατίθεται δίπλα στη μετάφραση μας οδηγεί στον αυθεντικό λόγο του Αμερικανού ποιητή, ο οποίος πολιτογραφήθηκε Αγγλος, ενώ ένα CD με τη βαθιά, ρυθμική φωνή του να απαγγέλει ηχεί σαν μουσική στ’ αυτιά:
«Time present and time past/Are both perhaps present in time future»… «O παρών χρόνος και ο παρελθών χρόνος/ είναι ίσως και οι δύο παρόντες στον μέλλοντα χρόνο/και ο μέλλων χρόνος να περιέχεται στον παρελθόντα χρόνο./Αν όλος ο χρόνος είναι αιωνίως παρών/ όλος ο χρόνος δεν μπορεί να πληρωθεί…»
Αυτοί είναι οι οικείοι, πρώτοι στίχοι από το Βurnt Norton που δημοσιεύτηκε αρχικά αυτόνομα το 1936 για να ακολουθήσει η αλληλουχία East Coker (1904), The Dry Salvages (1941), Little Gidding (1942), που κατέληξε την αριστουργηματική σύνθεση των «Τεσσάρων κουαρτέτων». Δεν είναι τυχαίο ότι θεωρούνται το μείζον ποιητικό επίτευγμα του Ελιοτ, ο οποίος ξεχώριζε ως κορυφαίο το τελευταίο από τα κουαρτέτα.
«Είναι το επιστέγασμα της πορείας του στην ποίηση' στη συνέχεια έγραφε κυρίως θεατρικά έργα και δοκίμια», επισημαίνει ο Χάρης Βλαβιανός. Oλες οι σκέψεις και τα συναισθήματα που τον απασχολούσαν από νωρίς, ο χρόνος, η θρησκεία, ο θάνατος, η γνώση και η εμπειρία, η παράδοση και η σχέση με τη γλώσσα, τα συγκεντρώνει εδώ και τα πραγματεύεται ώριμα και στοχαστικά».
Σ’ αυτήν την περίοδο της ζωής του ο Τ.Σ. Ελιοτ «είναι απευθερωμένος από την πρώτη του σύζυγο Βίβιεν κι από έναν βασανισμένο γάμο. Πιθανότατα νιώθει ενοχές γιατί είναι κλεισμένη σε ίδρυμα και ίσως αυτό τον οδήγησε στη θρησκεία. Ωστόσο είναι σίγουρα πιο κατασταλαγμένος και ήρεμος».
Οχι ψυχρότητα, αλλά στοχασμός
Τα «Τέσσερα κουαρτέτα» απασχόλησαν τον Χ. Βλαβιανό για περισσότερο από δύο δεκαετίες. Ανεβαλε διαρκώς να καταπιαστεί συστηματικά μαζί τους καθώς τα δικά του χειρόγραφα, αλλά και οι άλλοι αγαπημένοι του ποιητές (Γουίτμαν, Μπλέικ, Πάουντ, Στίβενς, Κάμινγκς, Μέριλ, Ασμπερι κ.ά) διεκδικούσαν την προσοχή του.
Ηρθε όμως η στιγμή και η φωνή του Ελιοτ «που κάποτε έμοιαζε ξένη κι απόμακρη, έγινε γνώριμη, οικεία, αγαπημένη. Αυτό που είχα αρχικά εκλάβει ως «ψυχρότητα» στην ποίησή του, δεν ήταν παρά ο τρόπος του Ελιοτ να στοχάζεται σε βάθος την ανθρώπινη κατάσταση και να οργανώνει με τρομακτική ακρίβεια και διαύγεια το ποιητικό του υλικό».
Για τον Χ. Βλαβιανό η μετάφραση είναι μια χειρονομία αγάπης, που προϋποθέτει ότι δεξιώνεσαι τον συγγραφέα. Στα κουαρτέτα συνειδητά διαφοροποιείται από τις μεταφράσεις, που έχουν γίνει μέχρι σήμερα στο έργο του Ελιοτ. Μέλημά του ήταν –υπογραμμίζει- να διατηρήσει το ύφος του ποιητή. «Οταν ακούς το ποίημά του και θέλεις να το αποδώσεις στη γλώσσα σου αναπόφευκτα υπάρχει μια απώλεια. Ειδικότερα εφόσον τα ελληνικά δεν είναι λατινογενής γλώσσα.. Δεν μπορώ να παράγω τους ίδιους ήχους, ωστόσο επιχείρησα να δώσω τον τόνο, την ένταση, το κλίμα. Με ενδιέφερε να είμαι κοντά στο νόημα και να διατηρώ έναν ρυθμικό βηματισμό».
Σε αντίθεση με τη γενιά του ’30 δεν εξελληνίζει τους στίχους ή τους τίτλους. «Αυτό που διαβάζαμε κάποτε ως «Το φονικό στην εκκλησιά» θα το απέδιδα «Φόνος στον Καθεδρικό» και «Το γιοφύρι της Λόντρας» ως «Η γέφυρα του Λονδίνου»».
Κλασικός και παρεμβατικός, διαχρονικά επίκαιρος ο Ελιοτ κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα μοναδικό, ιδιαίτερα δυναμικό ιδίωμα που αντανακλά τη ρευστότητα, την αποσπασματικότητα και την απομάγευση της κοινωνίας. Μέσα από τις άχρονες στιγμές των κουαρτέτων του κυριαρχεί στον χρόνο: «Ο,τι ονομάζουμε αρχή συχνά είναι το τέλος/και το να δίνεις ένα τέλος είναι να κάνεις μια αρχή».
info: το βιβλίο έφτασε ήδη στην τρίτη έκδοση