Pin It

Της Μαρίνας Κουβέλη

 

Συναντάς καμιά φορά μερικούς ανθρώπους κι αναρωτιέσαι «τι σχέση έχουν άραγε αυτοί οι τόσο ξεχωριστοί τύποι με τη σημερινή εποχή;». Τέτοια περίπτωση είναι και ο Γιώργος Ικαρος Μπαμπασάκης.

 

 

Είναι ευγενής, γενναιόδωρος, καλλιεργημένος, αθεράπευτα πιστός, ρομαντικός, ερωτευμένος με τη ζωή. Μεταφραστής, συγγραφέας, ποιητής, δάσκαλος στην Καλών Τεχνών και «φίλος» του Κέρουακ, του Μπάροουζ, του Μπόρχες, του Ντίλαν, του Τομ Γουέιτς.

 

Μόλις κυκλοφόρησε ένα μυθιστόρημα με τίτλο «Διασυρμός» (εκδόσεις Εστία), στο οποίο –με απολαυστικό τρόπο- μας παρασύρει σε μια Αθήνα ξεχασμένη. Μέσα από λεπτομέρειες, αλήθειες κι αναμνήσεις, στροβιλίζει τον αναγνώστη στη δίνη μιας παρέας που μεγαλούργησε στο τρίγωνο Εξάρχεια-Σύνταγμα-πλατεία Μαβίλη.

 

Στην πραγματικότητα με αυτό το βιβλίο μάς παίρνει από το χέρι και μας ξεναγεί σε ιστορικά στέκια, μας συστήνει τους καλλιτέχνες της εποχής, μας οδηγεί σε ανηλεή ξενύχτια και κραιπάλες, μας αποκαλύπτει μυστικά, θυελλώδεις έρωτες, μοιράζεται μαζί μας στίχους, άφιλτρα τσιγάρα, θηριώδεις ποσότητες ποτών, διασυρμούς. «Δεν είναι αποχαιρετισμός. Είναι καταγραφή. Είναι η ανοικτή επιστολή σε μια γενιά που χάνεται». Ηταν και ψυχανάλυση; «Δεν μου αρέσει αυτή η λέξη. Ψυχανάλυση σημαίνει και θεραπεία. Εμείς θέλουμε να παραμείνουμε άρρωστοι», απαντά.

 

Σήμερα τα μισά μπαρ που αναφέρονται στον «Διασυρμό» έχουν παραδοθεί στην κρίση, η παρέα είναι λαβωμένη από τις απώλειες. Υπάρχει πια χώρος για τους αθεράπευτα ρομαντικούς ή νιώθει σαν τη μύγα μες στο γάλα;

 

«Πάντα έτσι ένιωθα. Κάποτε οι Κνίτες μάς θεωρούσαν ονειροπόλους. Αργότερα οι Κοσκωτάδες γιάπηδες μας κοιτούσαν σαν ξωτικά. Εμείς ακούγαμε Φρανκ Ζάπα κι έξω μεσουρανούσε ο Πάριος. Το θέμα, λοιπόν, δεν είναι ότι κάναμε κάποια πράγματα που τελείωσαν. Είναι ότι εμείς οι αθεράπευτοι αισθηματίες του χρόνου θα βλέπουμε πάντα τον κόσμο με την ίδια ποιητική ματιά. Αλλωστε, η σημερινή εποχή έχει και τα καλά της: έκλεισαν τα στέκια, άνοιξαν τα σπίτια».

 

Πέρα από τη λυρική διάθεση, το μυθιστόρημα είναι εξαιρετικά τολμηρό καθώς σε καμία από τις 183 σελίδες του δεν αναφέρονται λέξεις ταυτισμένες με το σήμερα, όπως κρίση και χρήματα. «Το χρήμα είναι το μέσον. Ολοι μας έχουμε τις απώλειές μας, αλλά δεν είναι αυτό το ζήτημα. Δεν αντέχω άλλο να μιλώ για χρήματα.

 

Κάποτε αναλύαμε επί ώρες τον τρόπο που τα αποκτήσαμε, σήμερα απορούμε γιατί δεν απέμεινε τίποτα. Ας μην κλαίμε πια που δεν μπορούμε να αγοράσουμε ένα ακριβό μπουκάλι ουίσκι. Ας αναζητήσουμε τη μαγεία τού να πίνεις στο πιο ταπεινό ποτήρι. Είναι σαν όλους εκείνους που έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν τα άπαντα της Κάλλας και μεμψιμοιρούν επειδή δεν βρίσκουν χρόνο να τα ακούσουν. Ας τον βρουν!».

 

Ο Ικαρος γεννήθηκε στα Τρίκαλα το 1960. Περιόδευσε σε διάφορες πόλεις λόγω των στρατιωτικών υποχρεώσεων του μπαμπά Μπαμπασάκη και προσγειώθηκε στην Αθήνα τη δεκαετία του ’70. «Η σχέση με τους γονείς μου πέρασε από διάφορες συγκρουσιακές φάσεις για να καταλήξει σε μια απέραντη γλύκα και σεβασμό για τον μπαμπά, κατανόηση για τη μητέρα μου, μεγάλη αγάπη και για τους δύο».

 

Γιος, ανιψιός και εγγονός στρατιωτικών, βαφτίστηκε Ικαρος προς τιμήν της Αεροπορίας, αλλά γλίτωσε από θαύμα τη στολή. «Ποιος σας είπε ότι ξέφυγα; Θυμάμαι, κάποτε ο Χρήστος Βακαλόπουλος με είδε να μπαίνω σε ένα μπαρ και φώναξε: “Κοιτάξτε, ρε παιδιά, τον Ικαρο! Κάνει τον αναρχικό και είναι σαν δέκα στρατηγοί μαζί”. Ο μπαμπάς, βέβαια, ο οποίος με πότισε με το χιούμορ, το καλό του γούστο και την απέχθεια για τη μοναξιά, δεν ήταν ο τυπικός στρατιωτικός εκείνης της εποχής. Σκεφτείτε ότι ζωγράφιζε ελαιογραφίες!».

 

Στο σπίτι υπήρχαν πάντα δύο πράγματα: βιβλία και μουσικές. «Η μητέρα μου τραγουδούσε ασταμάτητα, ο μπαμπάς δεν ανεχόταν ποτέ να βρίσκει το ραδιόφωνο κλειστό. Ολη μου η ζωή είναι ένα διαρκές σάουντρακ. Στη σιωπή δεν έζησα ποτέ».

 

Μεγαλώνοντας μαθαίνει την «Οδό ονείρων» απέξω, απολαμβάνει τις κουβέντες με τους οικογενειακούς φίλους Δανάη Στρατηγοπούλου και Γιώργο Μακράκη, ανακαλύπτει τη γοητεία του Αλμπέρ Καμί, βυθίζεται στη μαγεία της Σίλβια Πλαθ, επιδεικνύει τις γνώσεις του για τον Αλεν Γκίνσμπεργκ. Ωσπου στα μέσα της δεκαετίας του ’70 τολμά την πρώτη του συγγραφική απόπειρα.

 

«Στην κοινωνία υπήρχε μια γενικευμένη αισιοδοξία –λόγω μεταπολίτευσης- κι εγώ έγραφα για σφαγιασμένα κορμιά. Ηταν τα πρώτα αυτοκτονικά μου ποιήματα. Επειτα βέβαια, ήρθε η δεκαετία του ’80 και τα χαστούκια πέσανε όλα μαζεμένα. Κι όμως, παρά την καταιγίδα που χτύπησε την αισθητική μας, δεν το έβαλα κάτω. Συνέβαλα στη δημιουργία του εκδοτικού οίκου “Ερατώ”, δούλευα στο Β' Πρόγραμμα της ΕΡΑ, έγραφα στον “Ηχο”. Ενιωθα ότι έτσι αντιστρατεύομαι το γενικότερο κλίμα».

 

Πλέον ζει στο Μαρούσι, αλλά τις Τετάρτες βρέξει–χιονίσει θα κάνει το απαραίτητο πέρασμά του από τον «Καπετάν Μιχάλη» στη Φειδίου. «Αηδιάζω, φοβάμαι, εξοργίζομαι, απορώ, μετανιώνω, αλλά το κέντρο της Αθήνας δεν το απαρνιέμαι. Το κέντρο είναι σαν την πατρίδα. Δεν μου αρέσει που διάφοροι την εγκαταλείπουν τώρα προτιμώντας την ασφάλεια, τις προοπτικές, τη δυναμική, την αίγλη του εξωτερικού. Αν είσαι ικανός, κάτσε εδώ στα δύσκολα και πάλεψέ το. Μαζί μπορούμε να σωθούμε. Αρκεί να θυμηθούμε ό,τι χάθηκε. Διότι μόνο όταν κάτι το ξεχνάς το σκοτώνεις οριστικά».

 

Είναι φανερό ότι λίγα πράγματα μπορούν να πλήξουν την αισιοδοξία του. «Αρνούμαι πεισματικά τον πεσιμισμό. Γι’ αυτό και δεν μου αρέσει που οι Ελληνες συνεχώς κλαίγονται. Ημασταν πάντοτε κακομαθημένοι. Μας κόβεται μια παρανυχίδα και αυτομάτως νομίζουμε ότι παίζουμε σε τραγωδία του Αισχύλου. Συγγνώμη, αλλά τραγωδία είναι να πηγαίνεις στο σούπερ μάρκετ κι αντί για 200 σαμπουάν να υπάρχει μόνο ένα κι αυτό σε έλλειψη. Τραγωδία είναι να χάνεις το νόημα της ζωής. Δεν είναι τραγικό να είσαι τυφλός. Τραγικό είναι να είσαι τυφλός και να μην είσαι ο Μπόρχες».

 

Στον «Διασυρμό» ο ίδιος και η παρέα του έχουν έναν ακόμα αχώριστο σύντροφο: το αλκοόλ. «Στο βιβλίο τα ποτήρια αδειάζουν και γεμίζουν ακατάπαυστα, αλλά εγώ δηλώνω απομακρυσμένος από το ποτό εδώ και οκτώ μήνες. Κάθε άνθρωπος έχει ένα συγκεκριμένο όριο πέραν του οποίου δεν μπορεί να δεχτεί άλλο τσιγάρο, αλκοόλ και συγγενείς της μητέρας του. Αυτό το όριο το έφτασα. Για την ακρίβεια, έχω κρατήσει μια μικρή κάβα για τα γεράματα, αλλά προς το παρόν απέχω. Στα 80 το ξαναβλέπουμε…».

 

Τελικά βρήκε την εποχή που θα ήθελε να ζει; «Αγαπώ την περίοδο του Μεσοπολέμου γιατί θυμίζει πολύ αυτό που βιώνουμε σήμερα. Δεν εννοώ όλες αυτές τις κοινοτοπίες περί Βαϊμάρης. Είναι εποχές που όλα γκρεμίζονται και ξαναχτίζονται ιλιγγιωδώς. Τότε είχαμε τις μεγάλες απελευθερώσεις της ψυχανάλυσης, των εικαστικών, της δωδεκατονικής μουσικής. Σήμερα έχουμε το iphone που για μένα είναι ένα έργο τέχνης».

 

Μετά από τόση κουβέντα κατέληξα: Αυτό το βιβλίο είναι ο καθρέφτης της ζωής του. «Θα σου απαντήσω με μια φράση που λέει συχνά ο ήρωας του “Διασυρμού”: Δεν καταδεχόμαστε να γράψουμε για ό,τι δεν έχουμε ζήσει».

Scroll to top