14/07/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μισέλ Φάις

Από (αναπόφευκτη) σύμπτωση

«Ποιος ξέρει τι σπουδαία πράγματα μπορεί να συμβούν μέχρι να γεράσουμε εσύ κι εγώ;» (σ. 1.210).
      Pin It

WILKIE COLLINS
«Αρμαντέιλ»
Μυθιστόρημα, Μετάφραση: Σάντυ Παπαϊωάννου, Gutenberg, 2013, σ. 1.214

 

 

 

 

 

Tου Aκη Παπαντώνη

 

«Ποιος ξέρει τι σπουδαία πράγματα μπορεί νασυμβούν μέχρι να γεράσουμε εσύ κι εγώ;» (σ. 1.210)

 

Ο Wilkie Collins στο εισαγωγικό σημείωμά του opus magnus του, του ογκώδους μυθιστορήματος «Αρμαντέιλ», δηλώνει πως: «Aν εκτιμηθεί με βάση την κενή ηθική της σημερινής εποχής, το βιβλίο αυτό μπορεί να θεωρηθεί πολύ τoλμηρό. Αν κριθεί με βάση τη χριστιανική ηθική, που είναι διαχρονική, είναι απλώς ένα βιβλίο που τολμά να πει την αλήθεια» (σ. 15). Η υποδοχή της κριτικής στάθηκε, μάλλον, στην αναμέτρηση της μυθοπλασίας του βιβλίου με το πρώτο είδος ηθικής —αυτή της βικτωριανής εγγράμματης κοινωνίας— και το χαρακτήρισε «ετερογενές αφηγηματικό μωσαϊκό» («The Spectator», 1866), «παράδοξα υφασμένη πλοκή γεμάτη υπερβολές» («The Saturday Review», 1866), «ιστορία με ήρωες που αμαυρώνουν τη λογοτεχνία» («The Athenaeum», 1866), ενώ ο Τ.Σ. Ελλιοτ το απέπεμψε ως «τίποτα περισσότερο από ένα κοινό μελόδραμα». Το «Αρμαντέιλ», όμως, που δεν είναι τίποτα από τα παραπάνω, βρήκε τη θέση του ως βιβλίο αναφοράς της κλασικής βρετανικής λογοτεχνίας —και ο Collins κοίταξε στα μάτια τους βικτωριανούς ομότεχνούς του— όταν, συν τω χρόνω, (ξανα-) διαβάστηκε ως ο σαγηνευτικός, σπαρμένος αναπόφευκτες συμπτώσεις, λαβύρινθος της ζωής δύο ανθρώπων. Κι αν όλα μοιάζουν να συμβαίνουν από σύμπτωση στο «Αρμαντέιλ», έχει ενδιαφέρον να διαβάσει κανείς το επίμετρο του βιβλίου, διά χειρός Wilkie Collins, όπου οι συμπτώσεις περί την αφήγηση μοιάζουν να κλείνουν το μάτι στον ίδιο τον συγγραφέα (και) εκτός βιβλίου.

 

Το, στην επιφάνεια, «κοινό μελόδραμα» που συνθέτει ο Collins σαφώς και αντέχει πολλαπλών αναγνώσεων, παρά το ότι οι απότομες αλλαγές κατεύθυνσης μοιάζουν ως το κεντρικό (μοναδικό) τρικ που ο συγγραφέας μετέρχεται για να κρατήσει την προσοχή του αναγνώστη. Ανάμεσα, λοιπόν, από τις περίτεχνες, βαρυφορτωμένες φράσεις της βικτωριανής γλώσσας (και κάπου εδώ οφείλει κανείς να αναγνωρίσει την ακρίβεια της μεταφράστριας Σάντυ Παπαϊωάννου) ο Collins μάς μιλάει για την άδολη αγάπη — εξού και τα περί «χριστιανικής ηθικής».

 

Οι δύο πρωταγωνιστές, «αδέρφια» εξ αγχιστείας και από σύμπτωση, Αλαν Αρμαντέιλ και Μίντγουιντερ, χτίζουν τη σχέση τους πάνω σε μια άδολη έκφανση αγάπης η οποία επιβιώνει του φόβου, των ατυχών συμπτώσεων και των αναπόφευκτων (βικτωριανών γαρ) συμβιβασμών στον τρόπο ζωής. Ο πατέρας του Αλαν (από εκεί εκκινεί η αφήγηση) σκοτώνει, επιβιώνει, μετανιώνει, αρρωσταίνει και εκπνέει στο όνομα της αγάπης. Η σκοτεινή φιγούρα της «δεσποινίδος» Γκουίλτ (πρόσωπο που έρχεται να κλείσει την αφήγηση) δεν καταφέρνει να πραγματοποιήσει το σχέδιό της, καθώς οι συγκυρίες συμμαχούν με την αδυναμία της στο tête-à-tête με την αγάπη (και την τρυφερότητα). Εν συνόλω, η αγάπη, όπως την ορίζει και τη διαχειρίζεται ο Collins, λειτουργεί ως μια εμφανέστατη παγίδα στην οποία, ένας ένας, όλοι οι ήρωες του «Αρμαντέιλ» πέφτουν (και γρήγορα συνηθίζουν την ασφυκτική «αγκαλιά» της), πρωτίστως καθώς σε καθέναν τους αναγνωρίζουμε ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο του έργου του Collins: του (από διαφορετική ρίζα) κοινωνικά αποσυνάγωγου.

 

Το έτερο μοτίβο που τοποθετεί ο Collins στο κέντρο της (αφηγηματικής) σκηνής είναι αυτό της αποκαθήλωσης του τρόπου ζωής της βικτωριανής αστικής τάξης. Υψηλή επιστασία τής (από κληροδότημα) περιουσίας, αεργία, ρηχές συναναστροφές, φιμωμένο φλερτ, γάμος-συμβιβασμός, αντικαθίστανται από έργω συμμετοχή, σκληρές διαπροσωπικές σχέσεις, ζήλια, ισχυρή (ανδρική) φιλία — όλα εκφάνσεις ειλικρινούς αγάπης, για τη ζωή και τον «άλλο», εξίσου. Κάθε φορά που ο αναγνώστης θα λοξοδρομήσει από την πλοκή και θα εστιάσει στην αντισυμβατικότητα των πρωταγωνιστών, θα κληθεί να αναμετρηθεί με την προσπάθεια του συγγραφέα να αμβλύνει τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής στρωμάτωσης, να απομαγεύσει την ευταξία του βικτωριανού τρόπου ζωής, ή να επαναπροσδιορίσει πραγματικές υπαρξιακές ανάγκες: αγάπη, αγάπη, αγάπη.

 

Οσο παλιομοδίτικη κι αν μοιάζει η γραφή, όσο κουραστικές κι αν γίνονται οι διαρκείς ανατροπές και συμπτώσεις, όσο κι αν η προοικονομία της αφήγησης θα επέτρεπε τη συρρίκνωση των 1.200 σελίδων σε πολύ λιγότερες, ο τρόπος με τον οποίο ο Collins διαχειρίζεται τα πρωτογενή συστατικά του κλασικού μελοδράματος —επαναλήψεις, συμπτώσεις, υποκαταστάσεις, επίκληση του «Καλού» ή του «Κακού», διπροσωπία ή/και απροσωπία— προκειμένου να κάνει ένα κοινωνικοπολιτικό σχόλιο για τον κόσμο στον οποίο έζησε, είναι απολύτως εύστοχος. Κι έτσι, η σύγκρουση που αποτόλμησε στα μισά του 19ου αιώνα, δικαιώνεται περισσότερα από 100 χρόνια αργότερα.

Scroll to top