15/07/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Δεκαεφτά χιλιάδες θεατές πήγαν στην Επίδαυρο και τα δύο βράδια

«Φταίμε κι εμείς, όχι μόνο οι πολιτικοί»

      Pin It

Της Εφης Μαρίνου

 

Κόσμος και ντουνιάς συνέρρευσε στην Επίδαυρο την Παρασκευή και το Σάββατο, γύρω στους δεκαεπτά χιλιάδες θεατές και τα δύο βράδια. Το όνομα του Διονύση Σαββόπουλου θα ελκύει εσαεί. Οταν μάλιστα συνδέεται με τον Αριστοφάνη, οι προσδοκίες είναι πολλές.

 

Τώρα ήταν ο «Πλούτος», όπως ο τραγουδοποιός μετέφρασε το έργο, το σκηνοθέτησε, έγραψε τη μουσική και συμπλήρωσε μια παράβαση, την προσωπική του απεύθυνση στους σύγχρονους Αθηναίους. Διότι το είχε δηλώσει. Ηθελε να σταθεί ο ίδιος στη μέση της ορχήστρας και να γίνει ο «Αριστοφάνης» της εποχής. Να μας θυμίσει παλιές προβλέψεις του, να μας κατσαδιάσει… τρυφερά, να υπογραμμίσει τις ευθύνες μας για το σημερινό κατάντημα της χώρας.

 

Ενα ασφυκτικά γεμάτο θέατρο ήταν έτοιμο να του παραδοθεί. Κοινό που περίμενε μια καινούργια μουσική, τέτοια που θα έφερνε πίσω τον Αριστοφάνη από τα θυμαράκια της δεκαετίας του ’70; Νέα στιχάκια που θα απογείωναν την παράσταση; Μάλλον περίμενε αυτόν, ολοζώντανο στην ορχήστρα. Κόσμος ανάμεικτος στη σύνθεσή του, ένα πλήθος φίλων και εχθρών, μεγαλόθυμο σε κάθε παραστασιακή ανεπάρκεια, λαχταρώντας να ακούσει ξανά το αιώνιο άλλοθί του: τον Σαββόπουλο.

 

Εποχή αθηναϊκής φτώχειας, κρίσης οικονομικής και ηθικών αξιών. Ο έντιμος Χρεμύλος καταλήγει καταχρεωμένος. Η κοινωνική αδικία, η κατάχρηση, το ατομικό συμφέρον, η διαπλοκή, η μετριότητα κυριαρχούν στον δημόσιο βίο. Θα ξεστραβωθεί ο τυφλός θεός Πλούτος για να γίνει ολωνών;

 

Αν θυμηθούμε ότι ο θεός Πλούτος συμβόλιζε την ευφορία των αγρών, την επιβράβευση της εργασίας και του ηθικού βίου των παραγωγών, ενώ, αντίθετα, η θεά Πενία ταυτιζόταν με τη λιτότητα και την αυτάρκεια, δεν είναι τυχαίο που η Πενία της παράστασης του Διονύση Σαββόπουλου κατέχει θέση θεάς. Μιας θεάς που υπερασπίζεται τη λιτότητα, την «οργανωμένη οικονομία». Μην τη φανταστείτε, λοιπόν, γριά, φθονερή και αποκρουστική. Η Πενία της Αμαλίας Μουτούση είναι αέρινη, κομψή, γοητευτική, ντυμένη μ’ ένα μακρύ κόκκινο φόρεμα. Εκπροσωπεί το μέτρο… Πειστική αλλά ευπρεπής στον λόγο της υπέρ της φτώχειας. Τόσο μάλιστα ευπρεπής, που η ηθοποιός -προφανώς αρνήθηκε να την προφέρει- συλλαβίζει τη λέξη «αρχίδια»: άλφα, ρο, χι, γιώτα, οξεία, δέλτα, γιώτα, άλφα…

 

Καλεί τον Χρεμύλο να σκεφτεί το συμφέρον του: Ποιος θα παράγει αν όλοι γίνουν πλούσιοι; Ποιος θα χτίζει, θα υφαίνει, θα οργώνει; Ποιος θα φτιάχνει τα κρεβάτια για να κοιμηθούν οι κατάκοποι πλούσιοι, αφού εκείνοι θα πρέπει πια να τα κάνουν όλα; Κυρίως ποιος θα είναι δούλος, αφού ο πλούτος θα τον έχει καταργήσει; Ας μοιράσουμε λοιπόν τον πλούτο «λογικά», δηλαδή σε λίγους, ώστε να μη χαθούν τα επαγγέλματα, οι υπηρεσίες, η ταξική αλυσίδα…

 

Ο Σαββόπουλος, με το γνωστό του στιλ, φέροντας θραύσματα του «Μπάλλου» και του «Φορτηγού», επιχειρεί μια παράβαση «δώρο» στους σημερινούς, αδιόρθωτους Νεοέλληνες. Μας θυμίζει ότι εκείνος είχε δει το έργο να γράφεται, χρόνια πριν: «Σας τα έλεγα εγώ τότε, αλλά εσείς μου ρίχνατε πέτρες». Ασπροντυμένος Αγγελος Εξάγγελος, στηριζόμενος στην πατερίτσα του, προσέρχεται από τη δεξιά Πάροδο.

 

Τα λέει έξω τα δόντια. Με ελαφρό τρακ και με φωνή σαφώς μη εξοικειωμένη στον χώρο -αρνήθηκε κάθε ηχητική ενίσχυση. «Πιο δυνατά» φώναξε μια κυρία. Ετσι μάθαμε ότι κι εμείς βάλαμε το χεράκι μας στο σημερινό χάλι της χώρας. Παίρναμε διακοποδάνεια για να πάμε στο Μπαλί, αγοράζαμε τζιπάρες, πάφα πούφα καπνίζαμε τα πούρα, τρώγαμε το ξενόφερτο σούσι, που σάρωσε τη μεσογειακή διατροφή μας…

 

Οι θεατές γελούν, επιδοκιμάζουν την κριτική του Νιόνιου κι ας μην είναι -η συντριπτική πλειονότητα φαντάζομαι!- λάτρεις του σούσι. Κι ας μην κυκλοφορούν με Καγέν στο Κολωνάκι… Ιδού λοιπόν τι κάνει ο πλούτος στα χέρια εκείνων που τον απέκτησαν άκοπα, γρήγορα και επαρχιώτικα. Ενώ ο άλλος; Ο πλούτος εκείνων που επενδύουν συνετά στον χρόνο και την… εργασία; Δεν φταίνε για όλα οι πολιτικοί, μας είπε εν τέλει ο ποιητής, κουνώντας διδακτικά την πατερίτσα του. Φταίμε κι εμείς…

 

«Τι έγινε το δεκανίκι, κύριε Νιόνιο;», ρωτά η Αμαλία Μουτούση στη δεύτερη είσοδο του τραγουδοποιού στην ορχήστρα. «Είπα μήπως πάρω καμιά αναπηρική σύνταξη» της απαντά και η «κουβέντα» εκτρέπεται στις μαϊμού-συντάξεις στους αόμματους της Ζακύνθου.

 

Η παράσταση έχει το φινάλε που της ταιριάζει. Κλείνει νοσταλγικά προς τιμήν εκείνης της Ελλάδας που χάσαμε κυνηγώντας μάταια και φρενιασμένα το χρήμα, τον πλούτο…

 

Ολος ο θίασος ανεβασμένος στο πατάρι τραγουδάει το σουξέ του Τώνη Μαρούδα -μαζί και ο κόσμος: «Μας φτάνει μόνο ένα κύμα στ’ ακρογιάλι, κι ένα σπιτάκι μοναχό στην αμμουδιά. Μας φτάνει μόνο η θερμή μας η αγκάλη κι η αγάπη μας π’ ανθίζει στην καρδιά». Μας φτάνει άραγε;

 

[email protected]

Scroll to top