Η διευθύντρια του Ιδρύματος Αστέγων, Δήμητρα Νούση, μιλά για την ανθρωπιστική κρίση στην Αθήνα με αφορμή το καινούργιο της βιβλίο. «Δεν είμαστε έτοιμοι σαν κοινωνία να διαχειριστούμε μια τέτοια τραγωδία» επισημαίνει στην «Εφ.Συν.»
Της Διαλεκτής Αγγελή
Πολλαπλασιάζονται οι νεόπτωχοι, που τα τελευταία χρόνια καταφεύγουν κατά κύριο λόγο στο Κέντρο Υποδοχής και Αλληλεγγύης του Δήμου Αθηναίων, προκειμένου να εφοδιαστούν με τρόφιμα, να βρουν στέγη αλλά και ιατρική και ψυχολογική υποστήριξη. Συναντήσαμε τη Δήμητρα Νούση, διευθύντρια στο Ιδρυμα Αστέγων τα τελευταία δύο χρόνια, με αφορμή το βιβλίο που έγραψε με τίτλο «Σ’ ευχαριστώ που μ’ αγαπάς: μια ιστορία από την καρδιά της Αθήνας», και κατέθεσε την εμπειρία της από το Κέντρο Αλληλεγγύης.
«Δεν συνηθίζεται η δυστυχία»
Πρόκειται για την εξομολόγηση ενός ανθρώπου που έρχεται σε επαφή με την κατάρρευση του κοινωνικού κράτους και με την ολοένα εντεινόμενη φτώχεια. «Δεν μπορείς να συνηθίσεις τόση δυστυχία. Πίστευα ότι η απελπισία είναι απόλυτο μέγεθος…
Ως κοινωνία δεν είμαστε έτοιμοι, δεν είχαμε την εμπειρία διαχείρισης μιας τέτοιας τραγωδίας» λέει στην «Εφ.Συν.». Ο αριθμός των οικογενειών που βρίσκονται στη λίστα αναμονής τροφίμων, από 1.000 το 2012, έχουν ξεπεράσει τις 3.000 σήμερα. «Η βίαιη πτώση στο βιοτικό επίπεδο μας έχει πείσει ότι η κρίση είναι θέμα ψυχολογίας. Πρέπει να γεννηθεί ελπίδα, προκειμένου να αποκτήσουμε το ηθικό να παλέψουμε».
Ανεργες μητέρες με μικρά παιδιά συνωστίζονται στην ουρά για το συσσίτιο της Ομόνοιας, πλάι σε εξαθλιωμένους μετανάστες που γλίτωσαν από μια κόλαση για να έρθουν σε μια άλλη, καθώς και εξαρτημένα άτομα που βιώνουν καθημερινά τη δική τους κόλαση. «Αν θες να στηρίξεις μια οικογένεια, πρέπει να της προσφέρεις τα μέσα ώστε η μαμά να μαγειρέψει τις φακές στο σπίτι και όχι να πάει να τις φάει στο συσσίτιο του δήμου. Υπάρχει ξεκάθαρη διάκριση μεταξύ ορίου επιβίωσης και ορίου κοινωνικής συνοχής».
Ο κόσμος που απευθύνεται στο Ιδρυμα Αστέγων έχει περάσει από τρεις φάσεις. Η πρώτη ήταν αυτή της ντροπής, στη συνέχεια είχαμε τη μελαγχολία και τη θλίψη, ενώ πλέον έχουμε περάσει στη φάση της διαμαρτυρίας και της οργής. «Ο φορέας είναι δημοτικός/δημόσιος και γι’ αυτό τον λόγο αμφισβητείται έντονα από τους ανθρώπους που έρχονται να ζητήσουν βοήθεια.
«Κατάρρευση των θεσμών»
Θεωρούν –και με το δίκιο τους– ότι το κράτος ευθύνεται για την κατάσταση στην οποία βρίσκονται και επομένως τα βάζουν με οτιδήποτε κρατικό. Δυστυχώς οι θεσμοί έχουν πάψει να είναι πειστικοί γιατί έχουν διαψεύσει τον κόσμο και αυτό θα οδηγήσει εν τέλει στην κατάρρευσή τους». Δεν παρέλειψε επίσης να αναφερθεί και στο ζήτημα των συμβασιούχων ψυχολόγων, κοινωνικών λειτουργών και όχι μόνο, που εργάζονται καθημερινά, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους σε άτομα με τα οποία θα ταυτιστούν ένα χρόνο αργότερα, όταν και θα λήξει η σύμβασή τους.