Του Γιάννη Σβώλου
Κατά πολύ αραίωσαν φέτος οι εκδηλώσεις αμιγώς κλασικής μουσικής στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών αλλά, τουλάχιστον, είναι εκλεκτές. Στις 28/11/2012, η Καμεράτα, ενισχυμένη με σολίστες πνευστών, έδωσε στην κεντρική σκηνή μια ακόμη εξαιρετική, θεματική συναυλία υπό τον Γιώργο Πέτρου.
Το πρόγραμμα είχε ως άξονα το ροκοκό. Ξεκίνησε με δύο αντιπροσωπευτικά δείγματα αυθεντικού ροκοκό που δόθηκαν με όργανα εποχής, συνέχισε με αναφορές σε αυτό από Ρώσους συνθέτες του ρομαντισμού και της σοβιετικής περιόδου, οι οποίες παίχτηκαν με σύγχρονα όργανα.
Το πολλαπλά ενδιαφέρον μουσικό ταξίδι άφησε άριστες εντυπώσεις, στις οποίες συνέτεινε αποφασιστικά η επί σκηνής εγκατάσταση ανακλαστήρων, επιτρέποντας στον αδύναμο ήχο των οργάνων εποχής να προβληθεί δίχως απώλειες, καθαρός και διάφανος.
Η βραδιά ξεκίνησε με το «Κοντσέρτο για πληκτροφόρο και ορχήστρα XVIII/1» και τη «Συμφωνία αρ. 45, του αποχαιρετισμού» του Χάιδν. Αμφότερα τα έργα παίχτηκαν με οριακά λίγους μουσικούς –μόλις 12 συν τον αρχιμουσικό/σολίστα!- παράγοντας μια γοητευτική όσο και παράδοξη αίσθηση υπερμεγεθυσμένης μουσικής δωματίου -ή έστω μουσικής σαλονιού-, όπου κυριαρχούσε η σχέση των μουσικών ενός προς ένα.
Ακούγοντας την ευαίσθητη συνήχηση του χαμηλόφωνου, δίχως ποδόπληκτρα, φορτεπιάνο με τον αιχμηρό αλλ’ όχι ανταγωνιστικό ήχο των οργάνων του συνόλου, συνειδητοποιήσαμε πόση απόσταση –και πόση παρεξήγηση!- παρεμβάλλεται ανάμεσα σε αυτό και στην εκτέλεση του ίδιου έργου από πιάνο Steinway και πλήρη, σύγχρονη ορχήστρα: αναμφίβολα πρόκειται για ένα ριζικά διαφορετικό αισθητικό ήθος!
Υπέρκομψο, υψηλής μουσικότητας, το παίξιμο του Πέτρου ως σολίστα/αρχιμουσικού προσέλαβε χαρακτήρα ευγενικής συνομιλίας, ενώ το αργό μέρος, Largo, αποδόθηκε ως στοχαστικός μονόλογος με μετρημένο βηματισμό και άκρα καλαισθησία.
Στη Συμφωνία κυριάρχησε η αντίθεση ανάμεσα στα γρήγορα ακραία μέρη, που παίχτηκαν ορμητικά, με αιχμηρό ήχο, στο αδρό ύφος του κινήματος «Θύελλα κι ορμή», και στα μεσαία, όπου κυριάρχησαν στοχαστική ποιητική διάθεση και χορευτική κομψότητα.
Στο Adagio εξαίρετα ήσαν τα ξύλινα πνευστά με κορυφαίο τον ομποΐστα Δημήτρη Βάμβα. Ηταν μια μοναδική εμπειρία αρχαιολογίας του ορχηστρικού ήχου που, επιπλέον, φώτισε αμφίπλευρα συσχετισμούς προς τους Μπαχ, Μότσαρτ, Μπετόβεν.
Και ο μαέστρος έμεινε μόνος
Το δεύτερο μισό της βραδιάς άνοιξαν οι «Παραλλαγές ροκοκό» του Τσαϊκόφσκι. Ικανότατος μουσικός με ωραίο, τονικά ασφαλή ήχο, ο τσελίστας Ρενάτο Ρίπο διέπλασε μια ανάγνωση όπου, ανάλογα με τον κυρίαρχο χαρακτήρα κάθε παραλλαγής, δέσποζαν ρευστή, παλλόμενη από συναίσθημα μελωδική φραστική, κινητικό, γεμάτο ζωντάνια παίξιμο, αθλητικές εξάρσεις δεξιοτεχνίας. Αλλάζοντας ολοκληρωτικά ηχητικό στίγμα, οι μουσικοί συνόδευσαν με θαυμάσιο, βαρύτερο, μεστό ρομαντικό ήχο.
Η συναυλία είχε μια «ανοιχτή» απόληξη, παρουσιάζοντας το μουσικό δρώμενο «Moz-Art à la Haydn» για δύο μικρές ορχήστρες εγχόρδων, κοντραμπάσο και διευθυντή ορχήστρας (1977) του Αλφρεντ Σνίτκε.
Ο Σοβιετικός συνθέτης παίζει με τη μνήμη των ξεπερασμένων φορμαλιστικών συμβάσεων του ροκοκό διασκορπίζοντας στρεβλωμένα σπαράγματα ημιτελούς σύνθεσης του Μότσαρτ σε σελίδες εσκεμμένα χαοτικού συμφωνικού ήχου.
Παράλληλα σκηνοθετεί ένα προφανές μουσικοθεατρικό «Déjà vu»: οι μουσικοί παίζουν μετακινούμενοι επί σκηνής και, στο τέλος, αποχωρούν παρατώντας μόνο τον αρχιμουσικό, παραπέμποντας στο finale της «45ης Συμφωνίας» του Χάιδν.