Aristofanis-thema

15/07/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Πλούτος», Φεστιβάλ Επιδαύρου, με υπογραφή Διονύση Σαββόπουλου«Πλούτος», Φεστιβάλ Επιδαύρου, με υπογραφή Διονύση Σαββόπουλου

Μια από τις πιο α-πολιτικές προτάσεις στον Αριστοφάνη

      Pin It

Είδαμε μια παράσταση από τα παλιά, όμορφη, καλοφτιαγμένη και επιμελημένη, με καλούς ηθοποιούς, γυμνασμένο Χορό, πλούσια κοστούμια και σκηνικά. Κι αντίθετα με ό,τι θα περίμενε κανείς, ο Σαββόπουλος απέτυχε να κάνει μέσω του Αριστοφάνη μια δήλωση πολιτική. Προσπαθώντας να αποφύγει την επιθεωρησιακή έκπτωση της αρχαίας κωμωδίας -πράγμα γενικά καλό-, έφτασε στο άλλο άκρο: σε μια από τις πλέον φορμαλιστικές προτάσεις. Αλλά είναι, τέλος πάντων, ωραίο να βλέπεις τον κόσμο να γεμίζει την Επίδαυρο για να ακούσει κάποιον που δεν φρόντισε ποτέ να είναι προβλέψιμος και ευχάριστος. Γιατί να το αρνηθώ, συγκινήθηκα μαζί με όλους. Ακόμη κι αν ξέρω πως αυτό δεν αρκεί

 

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

Μου συμβαίνει καμιά φορά, ειδικά στην Επίδαυρο. Συνέβη και τώρα. Την ώρα που το ένα μου μισό βυθίζεται στην παράσταση, χαίρεται την ευγένεια και τη λεπτότητά της, κινείται στον ρυθμό και αρπάζεται στο παραμύθι της, το άλλο μισό πλήττει θανάσιμα. Είναι το μέρος εκείνο που δεν μπορεί παρά να παραδεχτεί ότι συνεχίζουμε να βλέπουμε, όσον αφορά τον Αριστοφάνη και την Επίδαυρο, τον ίδιο πάνω κάτω θίασο, στο ίδιο έργο και τέμπο, υπότροφοι του Κουν και του Σολομού, αιώνιοι μαθητές τους.

 

Κι είναι κρίμα. Γιατί κάτι η κούραση από την εντατική καλλιέργεια τόσων δεκαετιών, κάτι το περιρρέον κλίμα, που μοιάζει να επιστρέφει στον αρχαίο κωμικό τη βαθιά του ποίηση και μελαγχολία, ένας νέος Αριστοφάνης, το ίδιο ενεργός με τον παλιό, αλλά τοποθετημένος στη δική μας σημερινή ευαισθησία και αντίληψη, είναι πάλι δυνατός. Μήπως αυτό δεν συζητήσαμε από τις στήλες αυτής εδώ της εφημερίδας με τον Ολιβερ Τάπλιν πριν από καιρό; Πως για κάθε φιλόδοξο οραματιστή, δουλευταρά και τυχοδιώκτη καλλιτέχνη η αριστοφανιάδα είναι το Ελντοράντο της σκηνοθεσίας.

 

Αυτό που θέλω να πω είναι ότι υπάρχει μια σπουδαία ευκαιρία για το θέατρό μας να επενδύσει στον Αριστοφάνη, ειδικά τώρα. Ο «Πλούτος» ακούγεται σαν η καλύτερη αφετηρία. Ενα παραμύθι ονειροπαρμένων σε μια πόλη που απεγνωσμένα ζητάει τον εύκολο πλουτισμό σαν τη μόνη λύση στα προβλήματά της.

 

Τηρουμένων των αναλογιών πρόκειται για μια πόλη που έχει στηρίξει όλες της τις ελπίδες στο να κερδίσει το λόττο (ή να ανακαλύψει πετρέλαιο). Αν υπάρχει κάτι μελαγχολικό στην τελευταία κωμωδία του Αριστοφάνη δεν είναι μόνον ότι μυρίζει φθινόπωρο, όπως το τέλος μιας εποχής. Η μελαγχολία της έρχεται απέξω, από την πόλη που εικονίζεται στον καθρέφτη της και που καταδέχεται τέτοιες ελπίδες.

 

Δεν υπάρχει καλύτερος για να εννοήσει αυτή τη μελαγχολία από τον Διονύση Σαββόπουλο. Την έχει τραγουδήσει άλλωστε για χρόνια. Ξέρω, όλοι ξέρουμε, πως ο Σαββόπουλος ανήκει στους ποιητές που πέρασαν τον καιρό τους στην αγορά και στους δρόμους της πόλης. Ποιητής και σκηνοθέτης είναι γνώριμοι, τους δένει παλιά συγγένεια.

 

Δεν υπάρχει επομένως αμφιβολία για το ποιόν, για το αίσθημα της συνάντησης και την ανταλλαγή των δώρων. Ενας σεβασμός στο κείμενο, μια ευγενική χειρονομία, κάτι πολύ ευχάριστο και γλυκό, που νομίζω ότι αποτελεί εκτός από ίδιον του συνθέτη, ίδιον της γενιάς του. Δείχνει τι σήμαινε αρχαίο δράμα για μια ολόκληρη σειρά διανοούμενων και καλλιτεχνών, το δείχνει πιο φανερά τώρα, καθώς έρχεται από κάποιον που δεν βρισκόταν τόσο καιρό στην ορχήστρα αλλά και στο κοίλον, έναν παλιό θεατή και εκδρομέα του ’60.

 

Είναι αυτό αρκετό; Ασφαλώς όχι. Δεν αρκεί για να χωρέσει μια νέα συζήτηση για τον Αριστοφάνη, ούτε καν για μια νέα προσέγγιση στο έργο του.

 

Στην Επίδαυρο είδαμε μια παράσταση από τα παλιά, όμορφη, καλοφτιαγμένη και επιμελημένη, με καλούς ηθοποιούς, γυμνασμένο Χορό (χορογραφίες του Ερμή Μαλκότση), πλούσια κοστούμια και σκηνικά (του Αγγελου Μέντη). Αλλά είναι μια παλιά εικόνα θεάτρου. Ειλικρινής, καθόλου δραστική και, αντίθετα με ό,τι θα περίμενε κανείς, ελάχιστα «πολιτική».

 

Στο κέντρο της εικόνας βρισκόταν η παραβολή ενός περιφερόμενου θιάσου από παλιάτσους και μουσικούς, κάτι σαν αναγεννησιακή συντεχνία, που καταλήγει στο κοίλον για να μας πει ένα παλιό παραμύθι. Από αυτήν την αργασμένη πια ιδέα, ίσως η μόνη αληθινή πρωτοτυπία είναι η επιλογή των ηθοποιών.

 

Στη θέση των παλιών μπουφόνων του είδους, ο Σαββόπουλος επιλέγει ηθοποιούς του δραματικού θεάτρου – τον Νίκο Κουρή στη θέση του Χρεμύλου, τον Χρήστο Λούλη για Καρίωνα, τον Μάκη Παπαδημητρίου για Πλούτο και την Αμαλία Μουτούση για Πενία. Είναι όλοι επαρκείς στον ρόλο τους, ακόμα και αν ο ρόλος αυτός είναι παραδοσιακά φτιαγμένος από άλλη στόφα. Εδώ η βαρύτητα του μηνύματος περνά στη βαρύτητα της διανομής. Το ζήτημα είναι αν έχουν οι ηθοποιοί αυτοί γνήσιο κωμικό αντίκρισμα. Με εξαίρεση τον Παπαδημητρίου (που μπορεί να ρίξει ένα θέατρο κάτω μόνο με την ανάσα του), που κι αυτός όμως περιορίζεται σε μικρό ρόλο, οι υπόλοιποι δίνουν στην παράσταση μια ήπια κωμική νότα, χωρίς εξάρσεις.

 

Φαντάζομαι όμως ότι δεν έφερε τον Σαββόπουλο στον «Πλούτο» μόνο κάποιο παλιό μεράκι. Υπάρχει και ένας λόγος έκτακτης ανάγκης, ο χαρακτήρας παρέμβασης από κάποιον που παρακολουθεί και συμμετέχει στη διαμόρφωση της μεταπολιτευτικής μας συνείδησης. Με δυο λόγια, ο Σαββόπουλος ήθελε να κάνει μέσω του Αριστοφάνη μια δήλωση πολιτική. Αμφιβάλλω αν το πέτυχε. Η ίδια η παραβολή του θεάτρου που διάλεξε, με το μεταθεατρικό της εφέ, οδηγούσε αλλού, σε μονοπάτια παλιά και ήσυχα. Προσπαθώντας να αποφύγει την επιθεωρησιακή έκπτωση του Αριστοφάνη -πράγμα γενικά καλό-, ο Σαββόπουλος έφτασε στο άλλο άκρο: κατέληξε σε μια από τις πλέον φορμαλιστικές α-πολιτικές προτάσεις του Αριστοφάνη.

 

Χωρίς την είσοδο του ίδιου στην ορχήστρα, χωρίς τη δική του παράβαση από τη θέση του Αγγελου-Εξάγγελου, το ανέβασμα θα έμοιαζε με τυπικό ανέβασμα του Αριστοφάνη, που στην πράξη σημαίνει λίγο από Κουν, Ευαγγελάτο και Σολομό.

 

Για να πούμε την αλήθεια, το αντίθετο θα μας ξάφνιαζε. Η διδασκαλία του Σαββόπουλου είναι μια συνάντηση που μπορεί να ακούγεται ιδανική, αλλά είναι συγκυριακή. Σαν την ανάλογη συνάντηση του Κραουνάκη με τον αρχαίο κωμικό, μεταγγίζει το διονυσιακό πνεύμα της μουσικής στο αρχαίο σώμα. Δίνει ζωή. Αλλά για να κινηθεί το σώμα και -το κυριότερο- για να αρθρώσει καίριο και σημερινό πολιτικό λόγο θέλει κι άλλα πολλά.

 

Αυτά είναι που με κάνουν να χαίρομαι και να βαριέμαι μαζί. Υπάρχει σε όλα αγάπη (ναι, είναι η λέξη), υπάρχει ενθουσιασμός και αγαθό κίνητρο. Ο παλιός εκδρομέας, που με τον καιρό μοιάζει πια σοφός, θέλει να μιλήσει στην πόλη του για μέρες που θα ’ρθουν. Είναι αυτό κάτι όμορφο και σωστό. Και είναι, τέλος πάντων, ωραίο να βλέπεις τον κόσμο να γεμίζει την Επίδαυρο για να ακούσει κάποιον που δεν φρόντισε ποτέ να είναι προβλέψιμος και ευχάριστος. Γιατί να το αρνηθώ, συγκινήθηκα μαζί με όλους. Ακόμη κι αν ξέρω πως αυτό δεν αρκεί για να έχουμε έναν νέο σκηνικό Αριστοφάνη, λυρικό και ειλικρινή, σύγχρονο και ενεργό, που δεν θα χρειάζεται μπαλώματα θεάτρου.

 

Scroll to top