12/12/12 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ο «βιασμός» της λογικής…

      Pin It

Του Χρήστου Δάρμα

 

«Αν κάναμε εμείς το ίδιο στην Αλβανία, θα μας σκοτώνανε», μου είπε κάποια στιγμή ο Παναγιώτης. Οπως δήλωσε, δεν έχει πρόβλημα με τους Αλβανούς εργάτες, ούτε οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού, του Βασιλικού Αχαΐας, έπαθαν κάποια ρατσιστική παράκρουση, απλώς κάποια πράγματα δεν τα χωρά η λογική τους.

 

Στην κουβέντα μας παρεμβαίνει ένας άλλος κάτοικος. «Εμείς δεν είπαμε να φύγουν οι Αλβανοί, μόνο αυτοί που έκαναν αυτά τα πράγματα», μου εξηγεί. «Και αυτοί που τους έφεραν», συμπληρώνει με ύφος αδιάλλακτο ο Παναγιώτης.

 

Τους ζητάω να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Γύρω μας οι θαμώνες του καφενείου καμώνονται πως κοιτάζουν τηλεόραση, αλλά έχουν στήσει αυτί για όσα λέγονται στο τραπέζι μας. Ο Παναγιώτης κοντοστέκεται, τρίβει το μουστάκι του και κοιτάζει τη βροχή έξω από το τζάμι. Ο διπλανός του αποτραβιέται, δείχνει να τον ενδιαφέρουν περισσότερο όσα γίνονται στο διπλανό τραπέζι, όπου παίζουν «Θανάση».

 

Η ιστορία που κυριαρχεί τις τελευταίες μέρες στην τοπική κοινωνία και τα ΜΜΕ της Αχαΐας ξεκίνησε με αφορμή την καταγγελία σεξουαλικής επίθεσης ανήλικων Αλβανών κατά ενός Ελληνόπουλου. «Αρωμα βιασμού» οσμίζονταν τα πρώτα δημοσιεύματα, για να φτάσουμε σε κραυγές αγωνίας για τη σύσταση «ταγμάτων εφόδου εναντίον αλλοδαπών» και σε ένα χωριό μοιρασμένο στα δύο. Ξετυλίγοντας με τους συνομιλητές μου το κουβάρι αυτής της υπόθεσης «ταμπού» για τους κατοίκους του Βασιλικού, λίγο-πολύ προέκυψαν τα ακόλουθα:

 

Οι συγγενείς μιας οικογένειας Αλβανών βρίσκονταν το Σάββατο 1η Δεκεμβρίου στο χωριό για να παραστούν σε μια τελετή αρραβώνων. Δύο από τα παιδιά της οικογένειας, 10 ή 12 ετών σύμφωνα με τις μαρτυρίες, έπαιζαν το απόγευμα της ίδιας μέρας με άλλα δύο παιδιά από το χωριό, ένα 8χρονο κι ένα μεγαλύτερο, στο σχολείο.

 

Ο γιος του Παναγιώτη έφτασε στο σπίτι μετά το παιχνίδι κι είπε στον πατέρα του ότι τα δύο παιδιά από την Αλβανία έπεισαν τον 8χρονο φίλο του να κατεβάσει το παντελόνι του και προσπάθησαν να βάλουν ένα κλαρί ελιάς στον πρωκτό του μικρού. «Ζητήσανε κι απ' τον δικό μου το ίδιο πράγμα, αλλά ο μικρός είναι τσακαλάκος, ήρθε και μου το είπε αμέσως», μου εκμυστηρεύεται ο Παναγιώτης με έκδηλη την ικανοποίησή του.

 

«Και πώς φτάσαμε στα γεγονότα της Παρασκευής;», ρωτάω. «Εμείς τους ζητήσαμε να φύγουν ήρεμα από το χωριό. Πήγαμε στην Αστυνομία στη Χαλανδρίτσα, έδωσα και κατάθεση. «Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα», μας είπαν από την Αστυνομία. Την άλλη μέρα ήταν έξω. Δεν μπορείτε εσείς, μπορούμε εμείς», μου λέει συνεχίζοντας την αφήγησή του ο Παναγιώτης. «Τώρα την Πέμπτη (σ.σ. 6/12) ήταν, την Παρασκευή (σ.σ. 7/12), θα σε γελάσω, πήγαμε έξω από το σπίτι τους και τους ζητήσαμε να φύγουν».

 

«Ακούστηκε ότι είχατε μαζί σας τσεκούρια και μπιτόνια με βενζίνη, ισχύει;», τον ρωτάω. «Τι ψάχνεις να βρεις, σημασία έχει ότι έφυγαν αυτοί που έκαναν αυτό το πράγμα», μου απάντησε. Δικαιολογώντας τον «δυναμισμό» με τον οποίο εξέφρασαν το αίτημά τους οι κάτοικοι του Βασιλικού μού είπε: «Αν κάναμε εμείς το ίδιο στην Αλβανία, θα μας σκοτώνανε». «Δεν πήγαμε όλοι απ' το χωριό, κάποιοι διαφώνησαν, αλλά αυτά τα πράγματα δεν πρέπει να γίνονται», συμπλήρωσε ο διπλανός του.

 

Στην ερώτησή μου αν θα έκαναν το ίδιο σε περίπτωση που στη θέση των δύο μικρών Αλβανών ήταν κάποια παιδιά απ' το χωριό, η απάντησή τους ήταν αφοπλιστική: «Τα δικά μας τα παιδιά δεν θα έκαναν ποτέ κάτι τέτοιο. Κοίταξε, εμάς δεν μας φταίνε τα παιδάκια, αυτοί που τα μάθανε να κάνουν τέτοια πράγματα μας φταίνε». Ο θείος του 8χρονου αγοριού μού λέει: «Κοίταξε, ο καθένας θα σου πει την άποψή του και άκρη δεν θα βγάλεις. Εγώ δεν θέλω φασαρίες κι αυτά τα πράγματα δεν μ' αρέσουν».

 

Τον ρωτάω αν τώρα για πρώτη φορά προέκυψε πρόβλημα με τους Αλβανούς. «Προβλήματα δεν υπήρχαν, αλλά κάτι υπέβοσκε. Ε, τώρα βγήκε στην επιφάνεια. Πολλά παιδιά απ' το χωριό μας κάθονται. Δεν πάνε να μαζέψουν ελιές, αλλά δεν τους αρέσει να πηγαίνουν κι άλλοι στη θέση τους», είναι η απάντησή του.

 

Φεύγοντας απ' το καφενείο, με πλησιάζει ένας μικρός. «Εγώ είμαι το παιδάκι», μου λέει περιχαρής για την απροσδόκητη φήμη που απέκτησαν ο ίδιος και η οικογένειά του, ενώ στο διπλανό κτίριο η μητέρα του μιλούσε στην κάμερα ενός τηλεοπτικού σταθμού της Πάτρας. Μου φάνηκε πως τον απογοήτευσα όταν του είπα ότι ήρθα για να μιλήσω με τους «μεγάλους» κι ότι δεν με ενδιέφερε να μου περιγράψει τα γεγονότα.

 

Εγκαταλείποντας το χωριό θυμήθηκα ότι, μπαίνοντας στο καφενείο και ανακοινώνοντας τον λόγο της επίσκεψής μου, μια παρέα Αλβανών ζήτησε να πληρώσει κι έφυγε. Καθώς έβγαιναν δεν χαιρέτησαν, ούτε τους χαιρέτησε κανείς.

 

Ενώ επιστρέφω στην Πάτρα, σκέφτομαι αν ένα παιδικό παιχνίδι αρκεί για να προκληθεί μια ρατσιστική επίθεση. «Τα δικά μας τα παιδιά δεν θα έκαναν ποτέ κάτι τέτοιο», μου είχαν πει νωρίτερα οι συνομιλητές μου στο καφενείο. Παρέλειψα να τους ρωτήσω αν με τον όρο «δικά μας» αναφέρονταν στα φυσικά παιδιά τους ή στα παιδιά των Ελλήνων, γενικότερα.

Scroll to top