Pin It

Aν δεν υπήρχε ο Ραβί Σανκάρ, ενδεχομένως οι γνώσεις μας στην ινδική μουσική να περιορίζονταν στα σάουντρακ του Μπόλιγουντ. Να μη γνωρίζαμε καν τι είναι το σιτάρ και πόσο μαγικά πράγματα κάνεις με αυτό.

 

Ο Γεχούντι Μενουχίν και ο Φίλιπ Γκλας δεν θα είχαν έναν τόσο άξιο «συνομιλητή». Ο Τζον Κολτρέιν δεν θα βάφτιζε τον γιο του Ραβί (!). Ο Πολ Μακ Κάρτνεϊ και ο Τζορτζ Χάρισον δεν θα είχαν έναν τόσο σπουδαίο δάσκαλο. Η Δύση δεν θα είχε την τύχη να γνωρίσει τι σημαίνει να μεταμορφώνεται η μουσική σε σπάνια εμπειρία μυσταγωγίας.

 

Το Γούντστοκ και το Μοντερέι δεν θα σφραγίζονταν από την αύρα του. Και το μουσικό στερέωμα δεν θα ήταν «προικισμένο» με δύο σπουδαία κορίτσια-μουσικούς: τις κόρες, Ανούσκα Σανκάρ και Νόρα Τζόουνς.

 

Μέσα σε 92 χρόνια τα κατάφερε όλα αυτά ο Ραβί Σανκάρ, που έφυγε από τη ζωή ξημερώματα Τετάρτης σε νοσοκομείο του Σαν Ντιέγκο. Τον πρόδωσε η καρδιά του (χειρουργήθηκε για αποκατάσταση βαλβίδας). Την είχε πάντα διάπλατα ανοιχτή στη μουσική, το παγκόσμιο κοινό, την αθεράπευτη εμμονή του στον πειραματισμό και τη νέα δημιουργία.

 

Ο Ινδός πρωθυπουργός Μαμόχαν Σινγκ εξέφρασε την οδύνη του αποκαλώντας τον «εθνικό θησαυρό και πρέσβη της ινδικής πολιτιστικής κληρονομιάς στον κόσμο». Τόσα πολλά τού οφείλει η Ινδία. Τα τελευταία, πάντως, χρόνια το Νέο Δελχί τον είχε στερηθεί. Το 2003 εγκαινίασε στην Καλιφόρνια το Ινστιτούτο Μουσικής και Τεχνών Ραβί Σανκάρ, που υπήρξε γι' αυτόν όνειρο ζωής.

 

Σκληρή μαθητεία στη μουσική

 

Γεννήθηκε στις 7 Απριλίου 1920 στην ιερή πόλη Μπεναρές, στις όχθες του Γάγγη. Ο πατέρας του ήταν διαπρεπής δικηγόρος και το σπίτι γεμάτο συνθέσεις και σκέψεις του Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ. Τα τρία από τα τέσσερα αδέρφια του είχαν διαλέξει τον δρόμο της τέχνης.

 

Ο μεγαλύτερος, ο Ουντάι, υπήρξε δεινός χορευτής και συνεργάτης της Αννα Πάβλοβα. Οταν η μητέρα του τον συνόδευσε το 1930 για σπουδές στο Παρίσι, πήρε μαζί της και τον Ραβί. Φοίτησε για δύο χρόνια σε καθολικό σχολείο, γράφτηκε χορό αλλά όταν άκουσε κλασικές συνθέσεις και την κιθάρα του Σεγκόβια, άλλη τέχνη τον κατέκτησε.

 

«Στο Παρίσι οι καλεσμένοι του αδερφού μου έλεγαν: «Καλή είναι η ινδική μουσική, αλλά χωρίς χορό είναι επαναλαμβανόμενη και μονότοτονη»», θυμόταν κάποτε. «Μιλούσαν σαν να επρόκειτο για μουσειακό είδος. Από τη μια με εξαγρίωναν, από την άλλη τούς λυπόμουν που δεν αντιλαμβάνονταν τον πλούτο, την ποικιλία, το βάθος της».

 

Μαθήτευσε δίπλα στον διάσημο Ουστάν Ιναγιάτ Καν – της μουσικής δυναστείας. Ομως, την ημέρα της τελετής μύησης ο Σανκάρ αρρώστησε με τύφο. Κοντά στην ενηλικίωση, μέντοράς του για επτά χρόνια γίνεται ο Ουστάντ Αλαουντίν Καν, που αναλαμβάνει τη διδασκαλία και σκληραγώγησή του.

 

«Μη φανταστείτε ότι μου ήταν εύκολο να βρεθώ από τη Νέα Υόρκη και το Σικάγο σε χωριά γεμάτα κουνούπια, σαύρες, ερπετά, βατράχια που έκραζαν όλη νύχτα. Ημουν περισσότερο ένα παιδί της Δύσης, αλλά το ξεπέρασα».

 

Από τα μέσα της δεκαετία του ’40 στη Βομβάη το όνομά του συζητιέται παντού, αφού εκτός από τις συναυλίες ντύνει μουσικά ταινίες («Children of the Earth», «The City Below») και παραστάσεις. Καθοριστικό για την καριέρα του υπήρξε το 1957, οπότε επιχειρεί την πρώτη του περιοδεία στην Αμερική. Οι ορδές που τον ακολουθούσαν ήταν χαρακτηριστικές για τη συνέχεια.

 

Το 1965 γνωρίζει στο Λονδίνο τον Τζορτζ Χάρισον. Το «σκαθάρι» ζητά να μάθει σιτάρ και ένα χρόνο μετά ο Σανκάρ τον φιλοξενεί στην Ινδία (οι «Μπιτλς» ήταν οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν το όργανο στις ηχογραφήσεις τους).

 

«Το ένστικτό μου με οδηγεί πάντα σε νέους δρόμους. Καλώς ή κακώς αγαπώ τον πειραματισμό», έλεγε. Το 1980 το επιβεβαιώνει μπλέκοντας το σιτάρ με τον ηλεκτρονικό ήχο. Ενώ, ακόμα και πέρυσι ξάφνιασε δηλώνοντας στην «Γκάρντιαν»: «Εκτιμώ τη θεατρικότητα της Lady Gaga. Είναι πολύ έξυπνη performer».

 

Η οικογένειά του

 

Ο Ραβί Σανκάρ εξέπεμπε μια γαλήνη, μια ηρεμία, έναν στοχασμό αλλά στην πραγματικότητα ήταν εξωστρεφής, με αστείρευτη ενέργεια. Γελούσε πολύ και δυνατά, δεν υπερηφανεύτηκε ποτέ για τη σπάνια ευφυΐα του, προτιμούσε την ουσία από τα περιττά, αγαπούσε πολύ τον Πικάσο και τον Ματίς, αλλά συνέχεια αστειευόταν ότι δεν έχει χρήματα να τους αγοράσει. Και προπάντων απεχθανόταν τον διδακτισμό. «Τι συμβουλή θα δίνατε σε έναν νέο καλλιτέχνη;», τον ρωτούσαν. «Τίποτα δεν θα τον συμβούλευα. Θα μάθαινα από αυτόν», τους αποστόμωνε.

 

Παντρεύτηκε δύο φορές. Από τον πρώτο του γάμο απέκτησε έναν γιο. Από τη δεύτερη σύζυγό του Σουκάνια ήρθε στη ζωή το 1981 η Ανούσκα, ενώ, λίγο νωρίτερα, το 1979, από τη σχέση του με την παραγωγό Σου Τζόουνς γεννήθηκε η Νόρα. Η συγκρουσιακή τους σχέση μοιάζει να μην αποκαταστάθηκε ποτέ. Αντιθέτως, η Ανούσκα, συνοδοιπόρος του τα τελευταία χρόνια, ήταν, όπως έλεγε, «το κίνητρό του για να ζει και να δημιουργεί. Η συνέχειά του…».

 

Τον επίλογο, λοιπόν, ακόμα και στον λογαριασμό του στο twitter η Ανούσκα και η μητέρα της Σουκάνια τον έγραψαν: «Είναι στιγμές θλίψης. Σε ευγνωμονούμε και σε ευχαριστούμε που υπήρξες μέρος της ζωής μας». Και της δικής μας…

 

Μ.Κ.

Scroll to top