21/07/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Γριά γυναίκα» με Νταφόε και Μπαρίσνικοφ στη Στέγη

Ο Γουίλσον έκανε το θαύμα του

      Pin It

Ενα πλούσιο υπερθέαμα, φτιαγμένο από αστούς για αστούς, δημιούργησε ο Τεξανός μάγος της σκηνής, που βασίστηκε στους δύο χαρισματικούς πρωταγωνιστές του. Εχτισε τον γνωστό αινιγματικό κόσμο του από χαρούμενες οπτασίες, φωνήματα, μουσική. Ενα σικ όνειρο, που θα στεκόταν στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και ταυτόχρονα καφκικός εφιάλτης ήταν η ευφραντική του πρόταση

 

Tου Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

Ηταν μακράν η πιο λαμπερή βραδιά του φετινού φεστιβάλ, ο καλύτερος επίλογος στη διόλου ανέφελη, τελευταία, πορεία του. Ο συνδυασμός του σκηνοθέτη Μπομπ Γουίλσον –που έχει κατά κάποιο τρόπο γίνει τελευταία τακτικός επισκέπτης των μεγάλων σκηνών μας- με τον περίφημο ηθοποιό Γουίλεμ Νταφόε και τον ακόμη πιο διάσημο Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ έδωσαν στην παράσταση της Στέγης δαφνοσκεπές μεγαλείο, κοσμοπολίτικη αύρα και αίσθηση του event. Διόλου παράξενο πως επρόκειτο για τη μόνη εκδήλωση που, όχι μόνο ήταν εξαρχής sold-out, αλλά και που θα μπορούσε να γεμίσει πολλές φορές ακόμα την κεντρική σκηνή της Στέγης.

 

Τα αναφέρω αυτά για να δώσω το πλαίσιο της βραδιάς. Και για να δείξω πόσο μακριά έστεκαν όλα από το έργο του Ρώσου φορμαλιστή, πρωτοπόρου νοβελίστα Δανιήλ Χαρμς, αντιστεκόμενου και καταδιωκόμενου από το σταλινικό καθεστώς και θύμα του, πόσο άσχετα ήταν από ένα έργο που γράφτηκε εν μέσω του τρομερού σοβιετικού μεσοπολέμου και από μια παράσταση που ξεκινά, τέλος πάντων, με το γνωστό ποίημά του Χαρμς για την Πείνα. Η «Γριά γυναίκα» –το μεγαλύτερο σε έκταση έργο του Χαρμς- είναι ένα ονειρικό καλειδοσκόπιο, πολύ παράξενο, εξαιρετικά αινιγματικό και άγριο. Φέρνει στη μνήμη κάτι από Ντοστογιέφσκι και Κάφκα και προλογίζει την επέλαση του παραλόγου, με μια τουλάχιστον διαφορά: όπως συμβαίνει πάντα με την εξ Ανατολών πρωτοπορία, υπάρχουν στο κέντρο της εκκεντρικότητας ένα πολιτικό στοιχείο, όπως και ένα στοιχείο ανατροπής και δαιμονισμού. Στην αφήγηση του Χαρμς, για κάποιον συγγραφέα που δεν γράφει τίποτα, αλλά που του συμβαίνει να πεθαίνει στο διαμέρισμά του μια γριά, τα πάντα κινούνται στον ρυθμό και στη συνειρμική διάθεση του ονείρου, ώσπου τα πάντα κατακλύζονται από τον παγετώνα του ανορθολογισμού.

 

Η δική του αντίσταση

 

Πάνω σε αυτό το διήγημα ο Μπομπ Γουίλσον κτίζει τον γνωστό, εξίσου αινιγματικό κόσμο του από εικόνες, παράδοξα αντικείμενα, στρεβλές οπτικές, χαρούμενες οπτασίες, φώτα και αντικείμενα του φωτός, φωνήματα και μουσική. Συγγραφέας και σκηνοθέτης συναντιούνται τουλάχιστον σε αυτό: μοιάζει να έχουν και οι δύο πρόσβαση στο παιδικό σύμπαν, στην ανορθολογική ιεράρχησή του, στην πολύ χαλαρή και γι’ αυτό εύθυμη και τρομακτική μαζί διόγκωση του ελάσσονος και ελαχιστοποίηση του μείζονος.

 

Τους χωρίζουν όμως και πολλά. Καλύτερα, ίσως. Γιατί όπως παλιότερα, –θυμάστε την απόδοση της μπρεχτικής «Οπερας» στο Παλλάς;- αν υπάρχει κάτι αληθινά μεγαλειώδες σε αυτό τον Τεξανό μάγο της σκηνής, είναι ο τρόπος με τον οποίο σε πείθει να τον ακολουθήσεις στο «λάθος» του, να πέσεις μαζί του στον γκρεμό της μεγαλοφυούς, διασπαστικής και αναζωογονητικής ματιάς του. Τι λέει ο Γουίλσον; Πως η «Γριά γυναίκα» είναι ένα παραλήρημα που πιθανόν προέρχεται από την πείνα. Και όμως φτιάχνει από αυτήν ένα πλούσιο υπερθέαμα, φτιαγμένο από αστούς για αστούς. Μια άναρχη σύνθεση, τονίζει. Και φτιάχνει ένα σικ όνειρο, φτιαγμένο θαρρείς για να λάβει θέση στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Ενας άγριος καφκικός εφιάλτης, θυμίζει, κάποιου που νιώθει πως κάνει έτσι τη δική του αντίσταση στο καθεστώς, στη λογοκρισία, στην αναστολή της συνείδησης και της φαντασίας. Και τι έχουμε στη θέση του; Ενα είδος σύγχρονου τεχνολογικού ροκοκό, επεξεργασμένου, χαρούμενου, σχεδόν αποχαυνωτικού. Προσθέστε και την εμφάνιση των χαρισματικών από κάθε άποψη πλασμάτων που λέγονται Μπαρίσνικοφ και Νταφόε, τη δική τους τεχνική τελειότητα και πλήρη εκ μέρους τους κατοχή του βοντβίλ, και καταλήγουμε στην πιο ευφραντική πρόταση ενός καταρχήν εφιάλτη.

 

Και να το θαύμα. Ενώ τα γνωρίζουμε όλα αυτά, τα ξέρουμε και τα βλέπουμε, να πάλι που πέφτουμε στην παγίδα. Πάλι εκστασιαζόμαστε από τον μέγα τελετάρχη, πάλι χάνουμε τον εαυτό μας και ρωτάμε σαν το παλιό τραγούδι: «Πώς βρέθηκα εδώ;»

 

H πολιτική σημασία της παραγωγής

 

Αυτό που είδαμε, λίγη σχέση έχει με τη «Γριά» που σκέφτηκε ο Χαρμς, ή όπως τη σκέφτηκε. Τα οδηγεί όμως η ίδια παιγνιώδης διάθεση, η πρόθεση να ξαφνιάσουμε τον κόσμο, να τον πιάσουμε απροετοίμαστο, να τον αιφνιδιάσουμε στο σαλόνι του. Δεν μπορώ –αν δεν το πω θα σκάσω- να μη σχολιάσω τους ομότεχνούς μου που κατηγόρησαν στην Αγγλία έργο και παράσταση για έλλειψη συνοχής. Αληθινά κοιτάς το ρολόι σου κάποια στιγμή –αλλά μόνο αν πιστέψεις ότι δεν έχει δείκτες έχεις πρόσβαση στην αντιποίηση του πράγματος.

 

Μίλησαν ακόμη για την πολιτική σημασία της παραγωγής. Προσωπικά, αν υπάρχει, τη διακρίνω σε μια άλλη, απρόβλεπτη συνέπεια. Δεν είναι μήπως η παράσταση αυτή του Γουίλσον η καλύτερη μετά θάνατον εκδίκηση ενός συγγραφέα, ο οποίος διώχθηκε επί σοσιαλιστικού ρεαλισμού για φορμαλισμό και πειραματισμό; Στον τάφο του ο Χαρμς μπορεί τώρα να χαμογελάει περήφανος και αναπαυμένος.

 

Μένει να σχολιάσω κάτι ακόμα, που νομίζω ότι έμεινε ασχολίαστο διεθνώς. Υπάρχει στην παράσταση κάτι που κομψά έχουμε κατά καιρούς διατυπώσει σαν άμιλλα μεταξύ Σχολών, αλλά που στην πραγματικότητα πρόκειται για δέος, θαυμασμό και κρυφή ζήλια. Είναι ο τρόπος με τον οποίο οι Αμερικανοί πρωτοπόροι βλέπουν –πάντα βλέπανε- τους Ρώσους ομοϊδεάτες τους. Χαρμς με Γουίλσον, λοιπόν, και Νταφόε με Μπαρίσνικοφ. Από μια τέτοια σχέση έχει προκύψει ό,τι πιο νέο, δυναμικό και ενεργό στη διεθνή σκηνή. Αλλά ας μη κρυβόμαστε. Οταν ακουγόταν η ρωσική λαλιά στη Στέγη, ένιωθε κανείς ότι τα πράγματα έφευγαν από το βοντβίλ και την αμερικανική κωμωδία και πετάγανε ψηλά, σε μέρη απόμερα, κρυφά και βουβά, παραμυθικά και τρομακτικά. Οι Ρώσοι σκάβουν βαθιά πηγάδια, και οι Αμερικανοί τα αρδεύουνε.

 

 

Scroll to top