22/07/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η αναβίωση της «Σαμίας» στο Φεστιβάλ Επιδαύρου

Ανόθευτη γιορτή θεάτρου

      Pin It

Με τη μετάφρασή του ο αείμνηστος Γιάννης Βαρβέρης και τη σκηνοθεσία του ο Εύης Γαβριηλίδης βρέθηκαν πριν από 20 χρόνια στην ίδια πλευρά της σκηνής και του κειμένου. Εδειξαν πως το έργο του Μενάνδρου μπορεί σαν κωμειδύλλιο να προκαλέσει ευφορία και ικανοποίηση. Ετσι και τώρα, η παράσταση δεν φόρεσε τον μανδύα της σοβαροφάνειας, ούτε εκφυλίστηκε σε παρωδία. Ηταν μια πολύ σεβάσμια πρόταση με τους σπουδαίους ηθοποιούς του ΘΟΚ, την πρόζα του Αλκίνοου Ιωαννίδη, τις ταιριαστές χορογραφίες και τα όμορφα κοστούμια

 

Tου Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

Υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της σύγχρονης αναβίωσης του αρχαίου δράματος, μια από τις καταλυτικές στιγμές της παραστασιογραφίας του. Η «Σαμία» του Μενάνδρου –που συνήθως υπολείπεται στην εκτίμησή μας σε σχέση με τους κλασικούς παραστάτες του– έδειξε πριν από είκοσι ακριβώς χρόνια πως μια δική του παράσταση μπορεί να προκαλέσει αυθόρμητο γέλιο, ευφορία και ικανοποίηση στο σύγχρονο ακροατήριο. Το μυστικό της, που δεν ήταν βέβαια και τόσο μυστικό, βρισκόταν στη μετάφραση του Γιάννη Βαρβέρη –θα ήταν καλύτερα να την ονομάσουμε ελεύθερη ανάπλαση–, που κεντούσε στο αρχαίο κείμενο μια εύφορη καθαρεύουσα, με όλα της τα τερτίπια και όλη της τη μαιανδρική εκφραστικότητα. Σε αυτήν επάνω ο σκηνοθέτης Εύης Γαβριηλίδης συνέδεσε με γνήσιο χιούμορ τη λαμπρή παράδοση του ελληνιστικού ήθους με το αστικό ιδίωμα των αρχών του προηγούμενου αιώνα. Σαν σε κωμειδύλλιο, με τη γλώσσα του Κορομηλά και τη δική του αύρα, αυτό που τελικά έφτανε στους πρόποδες της δεκαετίας του ’90 ήταν ένα κόσμος ελαφρύς και σαμπανιζέ, γεμάτος επιπολαιότητα, στήσιμο, κόρδωμα, απίθανη γλωσσική επιδεξιότητα και μεγάλο σκηνικό εκτόπισμα. Μια ανόθευτη γιορτή θεάτρου.

 

Και αληθινά δεν θα μπορούσε να βρεθεί άλλη λέξη που να περιγράφει καλύτερα την παράσταση του ’93: «γιορτή» ενός θεάτρου που μπόρεσε να επιβιώσει ίσως εξαιτίας του ελαφριού του βάρους, της γοητείας και της χάρης του. Αυτό που ονομάζουμε «ελαφρύ θέατρο», εμείς, οι ελαφριοί, είναι φτιαγμένο φαίνεται από το ισχυρότερο υλικό: κουτσομπολίστικες ιστορίες, πικάντικα ξεσηκώματα, σχέσεις ελαφριών ηθών, ανεμομαζώματα και διαβολοσκορπίσματα.

 

Και τι να γράψω τώρα για μια επιτυχία που έχει ακούσει τόσο πολλά και καλά στο πρώτο της φανέρωμα και μετά στο ανέβασμά της από το ΚΘΒΕ, στο γύρισμα του αιώνα; Θα ήταν μάλλον καλύτερο να δούμε πίσω από τα φαινόμενα τη δομή μιας επιτυχίας που δεν στέκεται στα πρόσωπα ή στις συγκυρίες.

 

Κατ’ αρχάς είναι μάλλον λάθος να λέμε ότι «προηγήθηκε» η μετάφραση του Βαρβέρη. Συνέβη μάλλον το αντίθετο: η μετάφραση του Βαρβέρη έγινε με τη συνεργία του Γαβριηλίδη και την εσωτερική παρόρμηση μιας «νοητικής σκηνοθεσίας». Οπως μιλούμε συχνά για site specific παραστάσεις, για προτάσεις που συνδέονται με τον χώρο και αντλούν από αυτόν έμπνευση και υλικό, θα έπρεπε ίσως να μιλήσουμε εδώ για μια μετάφραση που ρίζωσε στη συγκεκριμένη όψη, την υποστήριξε και την εξάντλησε. Μεταφραστής και σκηνοθέτης βρέθηκαν για μια στιγμή όχι μόνο από την ίδια πλευρά της σκηνής, αλλά και από την ίδια μεριά του κειμένου.

 

Ετσι η παράσταση ευτύχησε να έχει έναν κεντρικό άξονα σκηνικής αφήγησης ή, για να το πούμε αλλιώς, πλέχτηκε γύρω από μια σαφή, καθαρή, ιδιοφυή και εύγλωττη ιδέα. Αληθινά τυχερός όποιος σκηνοθέτης μπορεί να καταλήξει σε μια τέτοια λύση, ικανή να σηκώσει ολόκληρη απόδοση στους ώμους της.

 

Η παράσταση ωστόσο στηρίχτηκε και σε μια ιδιαίτερη για τα ελληνικά ειωθότα παραδοχή: πως όπως δεν επρόκειτο να φορέσει τον μανδύα της σοβαροφάνειας, ομοίως δεν επρόκειτο να εκφυλιστεί στην παρωδία του είδους που η ίδια επέλεξε να μετοικίσει. Το αντίθετο μάλιστα: Από τη μια της άκρη ώς την άλλη υπήρξε μια πολύ σεβάσμια πρόταση. Κι αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς δεν πρόκειται για μια «Σαμία» με το ύφος του Κορομηλά αλλά για ουσιαστικά αυθύπαρκτο έργο, που γράφτηκε εξαρχής «α λα μανιέρ ντε». Για να το πούμε αλλιώς, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια παράσταση που χρησιμοποίησε την αρχαία «Σαμία» σαν την αχνή πρώτη της πρόφαση, όπως άλλωστε έκαναν τόσες και τόσες άλλες στους αιώνες.

 

Πού καταλήγουμε με όλα αυτά; Τουλάχιστον σε ένα επιμύθιο. Πως όταν για μια φορά το ελληνικό θέατρο ένιωσε ελεύθερο από τα δεσμά του κλασικού ανεβάσματος, ανέπνευσε την αύρα της αληθινής σκανδαλιάς. Οδηγήθηκε τότε χωρίς τύψεις από την ελεύθερη μεταφορά, στην απόδοση, και, τέλος, στην αναδημιουργία. Εδωσε ζωή χωρίς να θυμηθεί τα βάρη του ακροατηρίου. Και απέδωσε με τον πιο καθοριστικό τρόπο έναν κώδικα θεάτρου με το παλιό πάθος και την αρχαία σαγήνη του.

 

Οπως κάνει και τώρα, πάλι. Μπροστά τους σημερινούς θεατές η «Σαμία» γίνεται ξανά έρμαιο των ανθρώπινων λαθών, των εφήμερων ερώτων και της κοσμικής παραδοξότητας. Το ζητούμενο είναι ο κόσμος να διασκεδάσει. Και το πετυχαίνει. Με τους σπουδαίους ηθοποιούς του ΘΟΚ. Με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, που έχει μεταδώσει σε μία και μόνη πόζα όλη την γκάμα του Μοσχίωνα: κωμική αφέλεια και νεανική δροσιά. Τον Κώστα Δημητρίου που είναι ο πλέον κατάλληλος Δημέας, γεμάτος τη φαρσοκωμική αρματωσιά του ρόλου. Εχει για συνέταιρο στη σκηνή τον Δημήτρη Αντωνίου, σπουδαίο ρολίστα, που συμπληρώνει το δίδυμο των πατεράδων με τη δική του αίσθηση του χιούμορ. Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να δούμε το πόσο σοβαρά στήθηκε το χιούμορ σε αυτή την παράσταση από το να παρατηρήσουμε τον Σπύρο Σταυρινίδη στον ρόλο του Δούλου και τον Σταύρο Λούρα σαν Μάγειρα. Στους πλέον φαρσικούς ρόλους του έργου αντιτείνουν τις δικές τους αστικές περσόνες. Σπουδαίες σουμπρέτες στους ρόλους της Χρυσίδας η Στέλα Φυρογένη και της Πλαγγόνας η Νιόβη Χαραλάμπους. Σε μικρότερους ρόλους, συντονισμένοι στο σύνολο και στο ίδιο επίπεδο με τους υπόλοιπους, ο Περαστικός του Προκόπη Αγαθοκλέους, η Τροφός της Θέας Χριστοδουλίδου και η Μητέρα της Αννας Γιαγκιώζη.

 

Ο Χορός με τα ποδήλατά του, στις χορογραφίες το Ισίδωρου Σιδέρη και στα όμορφα ιντερμέδια του Μιχάλη Χριστοδουλίδη, συμπληρώνει την εικόνα: δεν τον νιώθω σκηνικά αναγκαίο, κι είναι γεγονός πως «επιδαυρίζει», κάνει όμως τα πράγματα ευχάριστα. Τα κοστούμια του Γιώργου Ζιάκα πολύ όμορφα, τα σκηνικά του όμως μοιάζουν ελαφρώς παράταιρα.

 

 

 

Scroll to top