28/07/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΜΗΧΑΝΕΣ ΤΟΥ ΝΟΥ Η γνωστική περιπέτεια τον 21ο αιώνα

Από τη βιοχημεία του σεξ στην αλχημεία του έρωτα

      Pin It

Aκόμη και η πληρέστερη επιστημονική εξήγηση της ανθρώπινης σεξουαλικότητας δεν θα καταφέρει ποτέ, από μόνη της, να εξαντλήσει το ζήτημα της ερωτικής ηδονής. Κι αυτό γιατί ο ανθρώπινος νους τείνει, από τη φύση του, να «μετουσιώνει» κάθε βασική λειτουργία του οργανισμού μας σε περίπλοκο κοινωνικό και ιδιωτικό φαινόμενο

 

Ακόμη κι αν δεν το συνειδητοποιούμε -ή μάλλον εξαιτίας αυτής ακριβώς της ελλιπούς συνειδητοποίησης- οι πιο αρχέγονες και άρα μη συνειδητές σαρκικές-ερωτικές μας προδιαθέσεις καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις πιο προσωπικές «επιλογές» της ερωτικής μας συμπεριφοράς επηρεάζοντας έτσι, με τρόπους αδιαφανείς, το σύνολο της ζωής μας.

 

Γράφει ο Σπύρος Μανουσέλης

 

Η σύγχρονη επιστήμη θεωρεί επαρκώς επιβεβαιωμένο το γεγονός ότι πίσω από τις περίπλοκες και χρονοβόρες ερωτοτροπίες, που οδηγούν δύο ανθρώπους στην πολυπόθητη «συν-ουσία», κρύβονται ενδογενείς και εντελώς αόρατοι στην άμεση εμπειρία βιολογικοί μηχανισμοί, για τη διαμόρφωση των οποίων απαιτήθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια εξέλιξης.

 

Δεν θα πρέπει λοιπόν να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι οι βασικές βιολογικές παράμετροι της ερωτικής μας συμπεριφοράς μόνον εν μέρει μπορεί να επηρεάζονται από τους πρόσκαιρους, ευμετάβλητους και εντέλει τυχαίους «εξωγενείς» παράγοντες (πολιτισμικούς ή κοινωνικούς). Εκπληξη, αντίθετα, προκαλεί σήμερα το τεράστιο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να αναγνωρίσουμε και να αποδεχτούμε την πραγματική φύση των παραγόντων που, σε τελευταία ανάλυση, καθορίζουν τα ερωτικά μας ήθη.

 

Οπως όλα δείχνουν, τα επόμενα χρόνια στο λήμμα «έρωτας» των επιστημονικά ενημερωμένων λεξικών θα διαβάζουμε: «Εντονη μεταβολή της εγκεφαλικής δραστηριότητας, που προκαλείται από την έκλυση μεγάλης ποσότητας ειδικών νευροδιαβιβαστών και ορμονών (π.χ. ντοπαμίνης, ωκυτοκίνης, βασοπρεσίνης), με άμεσο στόχο την επίτευξη της σεξουαλικής ηδονής και απώτερο την επιτυχή αναπαραγωγική λειτουργία». Εχετε βέβαια κάθε δικαίωμα να θεωρήσετε τον παραπάνω ορισμό κάπως «άχρωμο»,«ψυχρό» ή, ενδεχομένως, υπερβολικά «περιοριστικό», σε καμία περίπτωση όμως «ανακριβή»!

 

Αν δεν ανήκετε στην περιορισμένη κατηγορία των ανθρώπων που πιστεύουν ότι οι ανακαλύψεις της επιστήμης γύρω από το πολύπλοκο βιοψυχολογικό φαινόμενο της ανθρώπινης σεξουαλικότητας είναι εντελώς εσφαλμένες και παραπλανητικές, τότε οφείλετε να παραδεχτείτε ότι αυτός ο «ψυχρός» ορισμός όχι μόνο συνοψίζει ικανοποιητικά τις σημερινές γνώσεις μας, αλλά και ότι δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα, όπως τουλάχιστον αυτή περιγράφεται από τη «στενή» αλλά αντικειμενική οπτική γωνία των σύγχρονων βιολογικών επιστημών.

 

Εγκέφαλος: η μηχανή του σεξ

 

Οπως και τα περισσότερα ανώτερα θηλαστικά, οι άνθρωποι αφιερώνουν αρκετό χρόνο στην προετοιμασία και την ικανοποίηση των ερωτικών τους αναγκών. Γεγονός που, από μόνο του, μας αποκαλύπτει τη μεγάλη σπουδαιότητα που έχει το σεξ στη ζωή μας.

 

Πράγματι, συνοψίζοντας όλες τις μέχρι σήμερα έρευνες για την ανθρώπινη σεξουαλικότητα, θα λέγαμε ότι κατά τη μακρά εξελικτική ιστορία του είδους μας ο ανθρώπινος εγκέφαλος ανέπτυξε τρία διαφορετικά (τόσο από λειτουργική όσο και από ανατομική άποψη) αλλά και αλληλοεπηρεαζόμενα νευροψυχολογικά συστήματα για τον προγραμματισμό και τη ρύθμιση της ερωτικής συμπεριφοράς. Και η καλή λειτουργία αυτών των συστημάτων αποτελεί εγγύηση όχι μόνο για την ερωτική μας ικανοποίηση αλλά και για την επιτυχή αναπαραγωγή μας.

 

Το πρώτο εγκεφαλικό ερωτικό σύστημα σχετίζεται με τη σεξουαλική έλξη και τη σφοδρή επιθυμία που μας ωθεί να ζευγαρώνουμε. Το δεύτερο σύστημα επιτρέπει την ανάδυση του «ρομαντικού έρωτα», εδραιώνει δηλαδή την εκάστοτε ερωτική σχέση και μας παρέχει τα αναγκαία κίνητρα για να αφιερώνουμε πολύ χρόνο και ενέργεια στην ή στον ερωτικό μας σύντροφο. Τέλος, το τρίτο εγκεφαλικό σύστημα διασφαλίζει τη μακροχρόνια σχέση με τον-τη σύντροφό μας.

 

Μάλιστα, όπως αποκαλύπτουν πιο πρόσφατες έρευνες, η ιδιαίτερη λειτουργία και η εξειδικευμένη δράση αυτών των τριών διαφορετικών συστημάτων βασίζονται τόσο στην ενεργοποίηση διαφορετικών εγκεφαλικών «κέντρων» όσο και στη διαφοροποιημένη παραγωγή από τον εγκέφαλο συγκεκριμένων χημικών μορίων: κυρίως νευροδιαβιβαστών και ορμονών.

 

Ετσι, για παράδειγμα, η ιδιαίτερα έντονη αλλά ανεξήγητη σεξουαλική έλξη που νιώθουμε για κάποιο πρόσωπο εξαρτάται από την απελευθέρωση μεγάλων ποσοτήτων τεστοστερόνης, ενώ η ηδονή ή, εναλλακτικά, η ανία που βιώνουμε κατά την ερωτική πράξη καθορίζονται από τη συγκέντρωση στα εγκεφαλικά κέντρα της λαγνείας δύο κυρίως νευροδιαβιβαστών: της ντοπαμίνης, που αυξάνεται, και της σεροτονίνης, που μειώνεται.

 

Οσο για την πιθανή «μονιμοποίηση», δηλαδή τη διάρκεια στον χρόνο μιας ερωτικής σχέσης, ακόμη και αυτή, όπως διαπίστωσαν, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αυξημένη παραγωγή δύο ορμονών: της ωκυτοκίνης στις γυναίκες και της βασοπρεσίνης στους άνδρες.

 

Υστερα από 18 ή το πολύ 30 μήνες από την πρώτη ερωτική επαφή, ο εγκέφαλός μας έχει πια «μπουχτίσει» από την επανάληψη και κυρίως από τη σταδιακή υποβάθμιση αυτού του ερωτικού κοκτέιλ ορμονών και δεν αντιδρά πια εξίσου ενεργητικά. Σε αυτή την αποφασιστική καμπή κάθε ερωτικής σχέσης, τα περισσότερα ζευγάρια χωρίζουν. Και καθένας αρχίζει να αναζητά νέο ερωτικό σύντροφο, για να βιώσει εκ νέου τις τρεις πρώτες, άκρως ερεθιστικές, φάσεις μιας ερωτικής σχέσης.

 

Ευτυχώς, αυτή η φθίνουσα ερωτική πορεία δεν αποτελεί τον κανόνα: αρκετά ζευγάρια καταφέρνουν να υπερβούν από κοινού την πρόσκαιρη «βιοχημική» πλήξη τους και να μείνουν μαζί για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ίσως για πάντα.

 

Υπάρχει χημεία ανάμεσά μας

 

Οραση, ακοή, αφή και όσφρηση υπακούουν τυφλά και ενισχύουν τις αόρατες γονιδιακές και εγκεφαλικές ερωτικές «επιλογές μας» και με κάθε τρόπο υπηρετούν την ανάγκη μας για σεξ. Λες και όλες μας οι αισθήσεις συνωμοτούν από κοινού, κυριολεκτικά πίσω από την πλάτη μας, για να πέσουμε στη παγίδα του… έρωτα.

 

Μήπως εντέλει, παρά τις ρομαντικές αυταπάτες μας, σε ό,τι αφορά την ερωτική μας συμπεριφορά δεν είμαστε τίποτε περισσότερο από άβουλες «βιοχημικές μαριονέτες»; Ερωτόπληκτοι και ερωτομανείς όχι από συνειδητή επιλογή αλλά «εκ φύσεως», δηλαδή από τη βιολογική μας κατασκευή;

 

Σε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς, ακόμη και τους πιο εξελιγμένους, η ανταλλαγή συγκεκριμένων χημικών σημάτων και η αναγνώρισή τους μέσω της όσφρησης παίζει αποφασιστικό ρόλο τόσο για τη διαμόρφωση της ερωτικής συμπεριφοράς τους όσο και για την επιβίωσή τους. Οι άνθρωποι, αντίθετα, στην ερωτική τους συμπεριφορά σπανίως καταφεύγουν στις οσφρητικές τους ικανότητες για να επιλέξουν τους ερωτικούς τους συντρόφους! Και αυτό γιατί η λειτουργία της όσφρησης στο είδος μας επισκιάζεται καταφανώς από την κυρίαρχη αίσθηση της όρασης ή της ακοής· εντούτοις, οι οσφρητικές μας λειτουργίες δεν εξαλείφονται ποτέ ολοκληρωτικά.

 

Αρκετοί άνθρωποι, μάλιστα, αναπτύσσουν μια εντυπωσιακά λεπτή ικανότητα να διακρίνουν και να αναγνωρίζουν οσμές: οι αρωματοποιοί και οι δοκιμαστές οίνου ή τροφών αποτελούν ίσως την καλύτερη απόδειξη των μεγάλων δυνατοτήτων που έχουμε να εκλεπτύνουμε την εγγενή αλλά υποβαθμισμένη οσφρητική μας ικανότητα. Αντίθετα, τα άτομα που υποφέρουν από ανοσμία, σύμπτωμα κάποιας νευρολογικής πάθησης, ζουν σ’ έναν εμφανώς φτωχότερο αισθητηριακά κόσμο.

 

Πάντως, τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί εντυπωσιακή πρόοδος στην επιστημονική διερεύνηση των ερωτικών οσφρητικών σημάτων, των βιοχημικών ουσιών δηλαδή που εκκρίνουν και αναγνωρίζουν οι έμβιοι οργανισμοί για τις σεξουαλικές τους ανάγκες. Εξάλλου, από πολύ καιρό υπήρχε η υποψία ότι μια σειρά από χημικές ουσίες παράγονται και κυρίως εκκρίνονται από τον οργανισμό για να ενεργοποιούν ή να καταστέλλουν τις ερωτικές διαθέσεις των άλλων.

 

Πρόκειται για χημικά σήματα τα οποία ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι ζωντανοί οργανισμοί αποκλειστικά για τις επικοινωνιακές τους ανάγκες. Κατ’ αναλογία με τις ορμόνες (δηλαδή τα εσωτερικά στον οργανισμό σήματα), οι Peter Karlson και Martin Luscher ήδη από το 1959 ονόμασαν αυτά τα αινιγματικά εξωστρεφή χημικά σήματα «φερομόνες» (ή και φερορμόνες, σύνθετη λέξη από το φέρω+ορμή= προκαλώ διέγερση).

 

Και όπως ορθά υπέθεσαν τότε, οι φερομόνες θα πρέπει να παίζουν αποφασιστικό ρόλο στη ρύθμιση της συμπεριφοράς των οργανισμών σε όλο το ζωικό βασίλειο. Γεγονός που επιβεβαιώθηκε, κατόπιν, από πλήθος ερευνών. Αποδείχτηκε μάλιστα πειραματικά ότι οι φερομόνες μπορούν να έχουν είτε προσελκυστική και διεγερτική είτε απωθητική και κατασταλτική λειτουργία: η έκκριση συγκεκριμένων φερομονών λειτουργεί στο εσωτερικό της ομάδας άλλοτε ως σήμα κινδύνου ή συναγερμού, που θέτει σε επιφυλακή τα μέλη της, και άλλοτε ως ερωτικό σήμα, που δημιουργεί την ακαταμάχητη έλξη του αρσενικού προς το θηλυκό (ή το αντίστροφο).

 

Πώς όμως δρουν οι φερομόνες; Αυτές οι αόρατες στο γυμνό μάτι χημικές ουσίες εκκρίνονται από το δέρμα και εκεί συγκεντρώνονται στις τρίχες.

 

Οταν οι φερομόνες μας εισέρχονται στη μύτη ενός άλλου ατόμου, καταλήγουν στα κέντρα του εγκεφάλου του που ρυθμίζουν την έκκριση των αναπαραγωγικών ορμονών (των οιστρογόνων στις γυναίκες, της τεστοστερόνης στους άνδρες). Και δεν είναι καθόλου περίεργο ότι τα εγκεφαλικά κέντρα που ελέγχουν τις αναπαραγωγικές ορμόνες συνδέονται στενά με αυτά της όσφρησης!

 

Αναζητώντας ερωτικά ελιξίρια

 

Αραγε όλα αυτά ισχύουν για τους ανθρώπους; Μήπως, παρά την εντυπωσιακή ανάπτυξη της νοημοσύνης και της ανθρώπινης συνείδησης, παραμένουμε δέσμιοι των χημικών μας προδιαγραφών; Τελικά, είμαστε μόνο μαριονέτες που κινούνται μηχανικά από κάποια αόρατα νήματα, δηλαδή από κάποιες μη συνειδητές βιοχημικές διεργασίες που καθορίζονται από τα γονίδιά μας;

 

Διάφορες πειραματικές μελέτες υποδεικνύουν σαφώς ότι, όπως συμβαίνει και με τα υπόλοιπα ζώα, πολλές ανθρώπινες σωματικές εκκρίσεις κρύβουν μέσα τους «φερομόνες», δηλαδή τα «ζωώδη» και «αποκρουστικά» χημικά σήματα που προσπαθούμε να τα εξαλείψουμε με την καθημερινή καθαριότητα ή να τα συγκαλύψουμε με διάφορα τεχνητά αρώματα. Ομως, παρά τις φιλότιμες και κοπιώδεις προσπάθειές μας, η οσμή του ανδρικού ιδρώτα φαίνεται πως αυξάνει τα επίπεδα κορτιζόνης ακόμη και των πιο «καθώς πρέπει» γυναικών.

 

Μάλιστα, πιο πρόσφατες έρευνες απέδειξαν ότι, για παράδειγμα, η ανδροσταδιενόνη, ένα από τα βασικά συστατικά του ανδρικού ιδρώτα (υπάρχει επίσης στο σάλιο και στο σπέρμα), διεγείρει εντυπωσιακά την ερωτική επιθυμία των γυναικών. Σύμφωνα με τους ερευνητές του Πανεπιστημίου Σεντ Αντριους στη Σκοτία, ο ανδρικός ιδρώτας διεγείρει ερωτικά τις γυναίκες χάρη στην ανδροσταδιενόνη, η οποία είναι ένα υποπροϊόν της τεστοστερόνης και, απ’ ό,τι φαίνεται, λειτουργεί αποδεδειγμένα ως ένα από τα «μαγικά φίλτρα» του έρωτα. Και όπως κατ’ επανάληψη επιβεβαιώθηκε, οι περισσότερες γυναίκες που εισέπνεαν ικανή ποσότητα αυτής της αρσενικής φερομόνης, ανέφεραν σαφή βελτίωση της ψυχολογικής τους διάθεσης αλλά και σημαντικά αυξημένη σεξουαλική διέγερση!

 

Προφανώς, ανάλογα θηλυκά αφροδισιακά θα πρέπει να εκκρίνονται και από το γυναικείο σώμα για να διεγείρουν την ανδρική επιθυμία για σεξ.

 

Ανδρική & θηλυκή λαγνεία

 

Στη μελέτη των βιοχημικών και νευρολογικών προϋποθέσεων της ερωτικής μας συμπεριφοράς έχει συντελεστεί τις τελευταίες δεκαετίες μια μικρή επανάσταση. Και μολονότι έχει γίνει πλέον της μόδας στην επιστήμη και την τεχνολογία να βλέπουμε παντού «επαναστάσεις», όταν στην πραγματικότητα έχει απλώς συντελεστεί κάποια μικρή αλλά απρόσμενη πρόοδος, στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται όντως για μια ριζική αλλαγή της οπτικής μας γωνίας.

 

Γεγονός που, με τη σειρά του, θα οδηγήσει αναπόφευκτα στη ριζική αναθεώρηση πολλών από τις προηγούμενες (ιδιαίτερα βεβαρημένες ιδεολογικά) προκαταλήψεις μας γύρω από το σεξ.

 

Συνοψίζοντας, σήμερα θεωρείται αναμφισβήτητο ότι τόσο η ένταση της σεξουαλικής ηδονής όσο και η σφοδρότητα των ερωτικών μας αισθημάτων αποτελούν αποκλειστικά εκδηλώσεις του ανθρώπινου ερωτισμού, που ρυθμίζεται από βιοχημικούς παράγοντες οι οποίοι δρουν -άλλοτε διεγερτικά και άλλοτε κατασταλτικά- πάνω σε συγκεκριμένα νευρολογικά κυκλώματα στο εσωτερικό του εγκεφάλου μας.

 

Επιπλέον, και παρά τις αντιρρήσεις ορισμένων φεμινιστριών, είναι πλέον ευρύτατα αποδεκτό ότι αυτά τα ρυθμιστικά μόρια επιδρούν αρκετά διαφορετικά πάνω στις εγκεφαλικές δομές που καθορίζουν τη σεξουαλική συμπεριφορά ανδρών και γυναικών!

 

Ας γίνουμε όμως πιο συγκεκριμένοι. Πριν από μερικά χρόνια, οι πρωτοποριακές έρευνες της διάσημης βιοανθρωπολόγου Ελεν Φίσερ (Helen Fisher) έδειξαν, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι ο εγκέφαλος των ερωτευμένων γυναικών λειτουργεί κάπως διαφορετικά από τον εγκέφαλο των ερωτευμένων ανδρών. Στους περισσότερους άνδρες η σκέψη της γυναίκας που επιθυμούν ερωτικά κινητοποιεί περιοχές του εγκεφάλου τους που σχετίζονται με την όραση και τη στύση, ενώ στις περισσότερες γυναίκες ενεργοποιούνται κυρίως οι εγκεφαλικές περιοχές που σχετίζονται με τις αναμνήσεις και τη φαντασία.

 

Απ’ ό,τι φαίνεται, λοιπόν, οι πιο πρόσφατες νευροψυχολογικές μελέτες επιβεβαιώνουν πειραματικά την παμπάλαια, αλλά καθαρά εμπειρική, διαπίστωση της ψυχολογίας του κοινού νου: οι άνδρες προτιμούν να βλέπουν το αντικείμενο του ερωτικού τους πόθου, ενώ οι γυναίκες προτιμούν να το φαντασιώνονται. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει επ’ ουδενί ότι οι γυναίκες αδιαφορούν για τα οπτικά ερεθίσματα ή ότι οι άνδρες δεν φαντασιώνονται ποτέ!

 

Στο σημείο αυτό, κάποιοι αγανακτισμένοι αναγνώστες μπορεί να αντιτείνουν: «Μα, όλα αυτά ήταν ήδη γνωστά, και μάλιστα από καιρό!». Η αντίρρηση αυτή, ωστόσο, παραβλέπει μια σημαντική λεπτομέρεια: οι σημερινές αναλύσεις του νευροβιολογικού υποστρώματος του ανθρώπινου ερωτισμού μάς αποκαλύπτουν πειραματικά και μας εξηγούν ορθολογικά ό,τι μέχρι χθες ήταν μόνο κάποιες αόριστες και αυθαίρετες εικασίες.

 

Παραβλέπει όμως και μία άλλη λεπτομέρεια, με δραματικές κοινωνικές συνέπειες: η βαθύτερη κατανόηση των εγκεφαλικών μηχανισμών που ρυθμίζουν την ερωτική μας συμπεριφορά ανοίγει βέβαια τον δρόμο, για πρώτη φορά στην ιστορία της βιοϊατρικής, για τη στοχευμένη και επιλεκτική θεραπεία πολλών σεξουαλικών ασθενειών, αλλά και για τη χειραγώγηση θεμελιωδών ανθρώπινων συμπεριφορών, όπως είναι το σεξ και ο ερωτισμός.

 

Scroll to top