Pin It

Του Γιάννη Ξανθούλη

 

Τελευταίο Σάββατο του Ιουλίου με πρωταγωνιστή τον Αγιο Παντελεήμονα που εκτελεί χρέη εφημερεύοντος γιατρού στα κατεπείγοντα. Ο λόγος; Μα… το λέει και το όνομα. Ελεεί τα πάντα, ακόμη και τους πρεζάκηδες (ναι, ναι, χρήστες) που παίρνουν στο κατόπι κυρίως μεσήλικες τις έρημες αθηναϊκές Κυριακές. Κατά τα άλλα γιορτάζουν οι απανταχού «Παντελήδες» που σαν όνομα δεν κερδίζει μεν πόντους, όπως τα «Ορέστης», «Κωνσταντίνος» και «Αλέξανδρος», ΑΛΛΑ έχει κι αυτό το κατιτίς του. Θυμάμαι μάλιστα στα τέλη του πενήντα (1957 ή 1958) που ακουγόταν ένα μάλλον τολμηρό ασματίδιο «Α ρε Παντελή, α… ρε Παντελή, παράτησε τις γκόμενες να δεις μέρα καλή»! Εκτοτε αγνοείται η τύχη του, όπως και πάρα πολλών άλλων…

 

Η Αθήνα τσουλάει με τις γραφικές της αναπηρίες μες στο καλοκαίρι του 2013, η γκρίνια πότε κορυφώνεται πότε αδρανεί, ΑΛΛΑ η τέχνη, με τίποτα, δεν το βάζει κάτω. Κι ο κόσμος της, δηλαδή οι εκατό χιλιάδες πάνω-κάτω θεατές και φιλότεχνοι τρέχουν να τη συνδράμουν. Κρίση-ξεκρίση όμως ουκ ολίγοι σταρ της τέχνης δεν μας προσπερνούν, αλλά έρχονται υπολογίζοντας στην ιαματική πραμάτεια τους. Κι έτσι ανοίγουν θέματα για αναλύσεις και κουβέντες και για το αν ο Σαββόπουλος στην Επίδαυρο προκάλεσε το μέσον αίσθημα αφραγκίας τραγουδώντας «Μας φτάνει μόνο ένα κύμα στο ακρογιάλι κι ένα… σπιτάκι φτωχικό στην αμμουδιά…». Δάκρυσαν τα μάτια πολλών Νεοελλήνων στο άκουσμα του άσματος γιατί το «φτωχικό στην αμμουδιά» μπήκε στο στόχαστρο των «ανθρώπων με τα μπλε» και διαφόρων άλλων.

 

Τέτοια μικροδράματα λοιπόν ταυτόχρονα με τον υιοθετημένο μας πια Μπομπ Ουίλσον, που δεν παρέλειψε να μας φέρει δύο ψιλογερασμένα αγόρια που κατά καιρούς γνωρίσαμε διαφορετικά.

 

Τον Μιχαλάκη Μπαρίσνικοφ [προσωπικά τον προτιμώ στην εποχή που έπαιζε τον εαυτό του στην «Κρίσιμη καμπή» δίπλα στις αγαπημένες Αν Μπάνκροφτ και Σίρλεϊ Μακλέιν (1977) ή λίγο αργότερα που έκανε δεσμό (και παιδί) με την Τζέσικα Λανγκ]. Το άλλο αγόρι, ο Γουίλ Νταφόε, έχει πιο στενές σχέσεις με τη συγκινητική πατρίδα μας. Εκτός που πρωταγωνίστησε στην τελευταία ταινία του Αγγελόπουλου, είχε υποδυθεί και τον Χριστό στον «Τελευταίο πειρασμό» του Μάρτιν Σκορσέζε. Γιατί το αναφέρω; Μα γιατί ΤΟΤΕ είχε στοιχειώσει την κακορίζικη φαντασία θρησκόληπτων ανισόρροπων που έτρεχαν να σπάσουν και να ρημάξουν τους κινηματογράφους που πρόβαλλαν μια πιο λογική, ανθρώπινη διάσταση του ειδώλου τους. Ο Νταφόε με τον Μπαρίσνικοφ σαν μαριονέτες του μάγου-στρατηγού Ουίλσον έπραξαν τα δέοντα κι απ' ό,τι λέγεται, «μάγεψαν» το κοινό που έσπευσε να τους καμαρώσει αγνώριστους.

 

Εκατό χιλιάδες κινούν αυτόν τον κόσμο με τις αμιγώς καλλιτεχνικές προθέσεις. Μέσα στις «εκατό» κι όσοι χαλαρώνουν στα προαύλια του Μεγάρου και σε άλλα αντίστοιχα προαύλια και υπαίθρια παρεΐστικα στέκια. Από κει και πέρα αρχίζει το φουρτουνιασμένο Ακρωτήρι της Κακής Ελπίδος της Πολιτικής με τους γλιτζερούς υφάλους και τα αδιέξοδα ναυάγια της αισθητικής ΚΑΙ της λογικής. Πόσα εμβόλια και πόσες βιταμίνες, αναρωτιέμαι εγώ ο θαυμαστής του δύσπιστου Θωμά (χωρίς την εκβιαστική του ανάνηψη), χρειάζονται για να φανατιστείς με τον αριστερισμό (γούστο του, μανσόν του) του κ. Λαφαζάνη ή την «ανάκαμψη» του γενικότερου οικονομικού προφίλ της Ερημης Χώρας; Φυσικά και κατανοώ την ανάγκη του ξεπετσιάσματος σε μια σκατοεποχή που με μπαϊράκι τη «λαϊκή βούληση» το ανάκτορο της Δημοκρατίας ανέχεται ό,τι χυδαιότερο και αηδιαστικά τραμπούκικο κυκλοφορεί εις τα πέριξ; Χρυσές αυγές, χρυσά δειλινά, χρυσά τσόκαρα και δεν συμμαζεύεται… και χρυσή προς πλατινένια αναίδεια και φτύσιμο στη μετέωρη απελπισία μας… Κι εκεί πια προκύπτει το ερώτημα: «Μας φτάνει ΜΟΝΟ ένα κύμα απ' το ακρογιάλι» ή κάτι προς τσουνάμι ενισχυμένο με απορρυπαντικά και τόνους «μπεταντίν»; Εδώ σε θέλω…

 

Ομως η τέχνη είναι παρηγορητική κυρίως και παρηγοριά στον άρρωστο ώσπου να βγει η ψυχή του και να μπούμε στο κυλικείο για τον βαπορίσιο καφέ της παρηγοριάς… Η απάντηση, αν υπάρχει, βρίσκεται μάλλον αλλού κρυμμένη. Σε κάποιο τρελάδικο ή και σε κάποιο νηπιαγωγείο με γλυκά νήπια που ωστόσο διαθέτουν κοινή λογική… Θα μου πεις, πάλι καλά που γλίτωσαν τα βουνά και τα λαγκάδια απ' τους κακούργους αλβανοειδείς λεβέντες, αφήνοντας πίσω μπόλικη μαγιά στις φυλακές και στας πλαζ… για μελλοντικά δράματα.

 

Αθελα γλιστρώ στην κοινότοπη αμπελοφιλοσοφία, λες και υπάρχουν κουράγια κι αποθέματα για αερολογίες. Μα ύστερα, εξαιτίας ενός μελτεμιού θυμήθηκα τους στίχους της ποιήτριας και είπα «ναι, κάπως έτσι είναι…»:

 

Προχθές είχα μια λύπη / όχι από αυτές που ήξερες / καθώς μου φεύγαν οι χαρές / κάνοντας τις ανήξερες. / Προχθές είχα μια λύπη / κι όπως συνήθως βράδιαζε / το σπίτι ήταν σκοτεινό / κι απ' τις σκιές τον άδειαζε / μα… η λύπη ήταν εκεί…

 

 

 

Scroll to top