28/07/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Χωρίς τον Νίκο Μαμαγκάκη

      Pin It

Ο συνθέτης που ήταν απ’ όλα

 

Του Δημήτρη Γκιώνη

 

Ο Νίκος Μαμαγκάκης δεν ήταν μόνο ένας σπουδαίος συνθέτης, από τον οποίο τις τελευταίες δεκαετίες είχα πάρει αρκετές συνεντεύξεις, ήταν -είχε εξελιχθεί η γνωριμία- κι ένας πολύτιμος, ένας διαχρονικός φίλος.

 

Η τελευταία φορά που μιλήσαμε ήταν νομίζω μετά το Πάσχα. Λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 28 Μαρτίου, μου είχε στείλει ηλεκτρονικά, μέσω του συνεργάτη του, Δημήτρη Δερμάνη, ένα βιβλίο που είχε ετοιμάσει και το είχε περί πολλού: Μια βιογραφία του συντοπίτη και συγγενή του Ανδρέα Ροδινού, ενός θρύλου της κρητικής μουσικής, που έζησε μόλις 23 χρόνια (1911-1934). «Πότε κυκλοφορεί;» ρώτησα. «Κατά Οκτώβριο». Εκτοτε δεν ακουστήκαμε. Αλλά τέτοια «διαλείμματα» υπάρχουν σε όλες τις σχέσεις. Οπότε το απόγευμα της περασμένης Τετάρτης ακούω ξαφνικά ότι πέθανε στα 84 του – από καρκίνο λέει, στο «Ερρίκος Ντυνάν», όπου νοσηλευόταν τον τελευταίο καιρό. Και να μην το 'χουμε πάρει χαμπάρι…

 

Αλλο θέμα είχα ετοιμάσει γι’ αυτό το Σάββατο – το κρατάω για να ασχοληθώ με τον Μαμαγκάκη, του οποίου ο θάνατος με κατάθλιψε. Κι αυτό επειδή πίστευα ότι είναι άτρωτος: η δύναμη, η χαρά της ζωής, η ανησυχία, η έρευνα, η δημιουργία.

 

Μέσα σ’ όλα

 

Ευγενέστατος μεν, αλλά όχι εύκολος στις γνωριμίες. Δεν σκοτιζόταν για την προβολή και τη δημοσιότητα, και, ως εκ τούτου, θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό για τη σχέση μας. Και τι να πρωτοθυμηθώ, και τι να πρωτογράψω με τον λίγο χρόνο –και χώρο– που έχω στη διάθεσή μου. (Για όποιον πάντως ενδιαφέρεται για περισσότερα, υπάρχει η βιογραφία του: «Νίκος Μαμαγκάκης – Μουσική ακούω, ζωή καταλαβαίνω», διά χειρός Πάνου Χρυσοστόμου, εκδόσεις «Αγκυρα», 2006).

 

Ταλαντούχος, πολυσπουδασμένος – εδώ και στη Γερμανία (ο Καρλ Ορφ, ένας από τους δασκάλους του), όπου και διέπρεψε, καταπιάστηκε με όλα τα μουσικά είδη: από απλά τραγούδια και μουσικές για τη δισκογραφία, το θέατρο και τον κινηματογράφο, μέχρι ορατόριο και όπερα.

 

«Δεν βλέπει καμιά αντίφαση στο να καλλιεργεί παράλληλα, από την πιο ακραία και άκαμπτη μουσική πρωτοπορία της εποχής μας ώς τα πιο δημοφιλή και προσιτά είδη, αφήνοντας πολλές φορές το ένα να διεισδύσει στο άλλο», γράφει ο μουσικολόγος Γιάννης Παπαϊωάννου. Και ο συνθέτης και καθηγητής Γκίντερ Μπέκερ: «Δίπλα στον Ξενάκη, τον Σκαλκώτα και τον Χρήστου, θα έβαζα τον Μαμαγκάκη».

 

Ατέρμονη πηγή έμπνευσης η γενέτειρά του Κρήτη, που της έχει αφιερώσει ουκ ολίγα έργα. Κάθε τόσο: «Να τι άλλο ετοιμάζω». Συνθέτης, αλλά και κατασκευαστής μουσικών οργάνων και εργαλείων. Τελευταία ασχολιόταν με την κατασκευή αυλών (ή αλλιώς φλάουτων), με καλάμια που είχε φέρει από την Κίνα. «Υπολογίζω να κάνω καμιά πεντακοσαριά κομμάτια, με δική μου πατέντα και διαφορετικό εννοείται ήχο, που θα παρουσιάσω σε μια έκθεση – όχι προς πώληση. Είμαι ηχολάγνος. Ειδικότερα, έχω ιερή μανία με τους αυλούς», μου είχε πει σε συνέντευξη τον Μάιο του 2010.

 

Η «Ιδαία»

 

Απαιτητικός με τον εαυτό του όσο και με τους όποιους συνεργάτες του (γιατί αναγνωριζόταν και ως δάσκαλος). Τα τελευταία χρόνια είχε καταπιαστεί με την ανασύνθεση και την εκτέλεση (εξ υπαρχής) σχεδόν όλου του έργου του. «Δουλειά πολύμοχθη, δεδομένου ότι έγινε παράλληλα με 3 όπερες, 15 περίπου ταινίες και, χωρίς υπερβολή, πάνω από 100 τραγούδια. Σε όλη αυτή τη διαδικασία δεν άλλαξα κανένα από τα περιγράμματα των έργων που αναβάθμισα. Απλώς εξωράισα, πρόσθεσα τις όποιες εμπειρίες μου, συν τις καινούργιες γνώσεις και τυχόν τεχνολογικές εξελίξεις. Παράλληλα, διόρθωσα προβλήματα που είχαν προκύψει από την τσιγκουνιά και τους περιορισμούς των διαφόρων εταιρειών», λέει στη βιογραφία του.

 

Για να γίνουν όλα αυτά, δημιούργησε μια μικρή «βιοτεχνία» μουσικής, την «Ιδαία» (αρχαία ονομασία της Κρήτης), δηλαδή ένα στούντιο ηχογραφήσεων, ένα μικρό εργαστήρι εξωφύλλων, τα οποία εξ ολοκλήρου επινόησε και έστησε, και μια ομάδα φίλων–συνεργατών, σε όλα τα επίπεδα της παραγωγής. «Δεν επιθυμώ να είμαι εταιρεία και οι οικονομικές βλέψεις οριοθετούνται στο να μη χάσω – ούτε διανοούμαι να χρησιμοποιήσω μεθόδους εταιρειών», προσθέτει.

 

Ευελπιστώ ότι οι δικοί του (έχει έναν γιο, τον Μίνω) θα μεριμνήσουν για τη διάδοση (και διάθεση) του μουσικού του έργου και την έκδοση της βιογραφίας του Ροδινού, ενώ αναρωτιέμαι τι να έγιναν εκείνοι οι αυλοί που ετοίμαζε.

 

……………………………………………………………………………………………..

 

Στο πλαίσιο

 

Μ’ ενοχλούν οι τζαμπατζήδες. Οχι οι φουκαράδες, οι μη έχοντες, αλλά οι ιδεολόγοι τού «δεν πληρώνω». Γιατί, δεν μπορεί, κάποιοι πρέπει να πληρώσουν. Και αναφέρομαι ειδικότερα στα μέσα μαζικής μεταφοράς, που βέβαια δεν καταδέχονται οι κατέχοντες. Οπότε οι όποιες τρύπες θα καλυφθούν από τα συνήθη θύματα. «Το πιο ακριβό είναι το τζάμπα» έχει πει ο Γιάννης Τσαρούχης.

 

Κατά τα άλλα, δεν μπορεί να πει κάποιος ότι ξέρει έναν τόπο και τους ανθρώπους του, αν δεν κυκλοφορεί με τα εν λόγω μέσα, δεν ξεροσταλιάζει σε ουρές, δεν στριμώχνεται. Οπότε είναι δυνατό να του λάχει ένα περιστατικό σαν το ακόλουθο – αυθεντικό και… επίκαιρο.

 

Καλοστεκούμενος συνταξιούχος ιδιωτικός υπάλληλος, καθώς ταξίδευε όρθιος με το μετρό προς το σπίτι του, αντιλαμβάνεται έναν εύρωστο μαυροντυμένο νεαρό να τον παρατηρεί. Με τη σειρά του βάλθηκε να τον παρατηρεί κι αυτός, οχυρωμένος πίσω από τα σκούρα γυαλιά του. Ωσπου κάποια στιγμή ο νεαρός τον πλησιάζει και του λέει χαμηλόφωνα: «Κύριε συνταγματάρχα, γιατί δεν βγαίνουν τα τανκς, να τελειώνουμε μ’ αυτούς;» «Δεν είναι εύκολο», απαντάει με ετοιμότητα, ξεπερνώντας τον αιφνιδιασμό: «Οταν το κάναμε εμείς, δεν υπήρχε Ευρωπαϊκή Ενωση, δεν ήταν αναπτυγμένα τόσο τα ηλεκτρονικά μέσα». «Οπότε;» «Οπότε βρείτε εσείς οι νεότεροι τον τρόπο κι εμείς οι απόστρατοι, που μας έχουν ρημάξει τις συντάξεις, μαζί σας… Αλλά πώς κατάλαβες ότι είμαι στρατιωτικός;» «Από το παράστημα, το κούρεμα, το γυαλί – κόβει εμένα το μάτι μου…» Του έφτιαξε τη μέρα.

 

ΚΑΙ… Νέα, ωραία, αλλά μόλις την είδε να παίρνει το ασανσέρ του μετρό για άτομα με ειδικές ανάγκες, του το χάλασε.

 

[email protected]

 

 

Scroll to top