28/07/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

25 Ιανουαρίου

      Pin It

Δέκα συγγραφείς –ένας κάθε Σάββατο–θα μας συντροφεύουν με μια καλοκαιρινή ιστορία. Αστικό ή υπαίθριο φόντο, νοσταλγική, ευτράπελη, σαρκαστική, αλλόκοτη ή ενδοσκοπική διάθεση, κείμενα σε τόνους ραστώνης ή θερινής νεύρωσης, σκιαγραφούν το γενικό αφηγηματικό πλαίσιο. Δέκα πρωτότυπα μικροδιηγήματα έγραψαν, ειδικά για τους αναγνώστες του «Ανοιχτού Βιβλίου», σημαντικοί Ελληνες πεζογράφοι. Δέκα συγγραφείς λοιπόν «υπό σκιάν», στον καύσωνα της εποχής και της γραφής.

 

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μισέλ Φάις

 

Eιλικρινά, δε θυμάμαι αν εκείνη τη νύχτα αυτοκτονήσαμε.

 

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, «Διάλογος για ένα διάλογο»

 

Του Αχιλλέα Κυριακίδη

 

Κανείς δεν τον είδε όταν κατέβηκε για πρώτη φορά την ξύλινη ράμπα που οδηγούσε στην ακρογιαλιά, μα, λίγες μέρες αργότερα, όλοι ήξεραν ότι ο σιωπηλός άνθρωπος ερχόταν απ’ ανάμεσα στα βόρεια και τα νότια, ας πούμε από το κέντρο, κι ότι πατρίδα του ήταν η μεγάλη πολιτεία με τους μαύρους δρόμους και τα ζιγκουράτ που οι τοίχοι τους ουρούσαν πάνω στους σκασμένους διαβάτες.

 

Αυτός ο σιωπηλός άνθρωπος δεν ήταν σιωπηλός από όρκο, μήτε γιατί δεν είχε τίποτα να πει· ήταν σιωπηλός γιατί αυτά που ’χε να πει, κι ήταν πολλά γιατί ήταν φλύαρο το μυαλό του, δεν είχε να τα πει σε κάποιον, και προτιμούσε να τα λέει σκυφτός, γραμμένα δηλαδή, και να τα βγάζει στο παζάρι για όσα μόνον του εξασφάλιζαν το φαγητό κι ό,τι του αναλογούσε από ήσυχο ύπνο.

 

Αυτός ο συγγραφέας αγαπούσε τις γάτες, το αίμα της ντομάτας, τη μυρωδιά του παλιού βιβλίου, τους ρόμβους και την άλλη γεωμετρία, την πιο σκληρή του σονέτου, όσα καμώματα της τύχης τού επιβεβαίωναν πως δεν υπάρχει τύχη, τις παρυφές των εποχών και, πιο πολύ, το πρώτο σκίρτημα του φθινοπώρου, λες και το πρώτο πρώτο πρωτοβρόχι αποκαθιστούσε μέσα του μια ζωτική υγροδυναμική ισορροπία.

 

Τότε, λοιπόν, τι γύρευε, καρδιά καλοκαιριού, στους ήλιους και στην άμμο και στο μάμαλο του Βίρχεν ντε λος Λόμπος; Μυστήριο. Πάντως, προσάρμοσε με σχετική ευκολία το βήμα του στο αλλόκοτο έδαφος, κι όταν προσέκρουσε σε κάτι που υποσχόταν να ’ναι κάθισμα, σκέφτηκε διεστραμμένα πως εκείνο το παγκάκι δε βρισκόταν πάντα εκεί, πως είχε αναδυθεί απ’ τη σολιψιστική άβυσσο μόνο και μόνο για να δεχθεί αυτόν στους ξύλινους κόλπους του. Ευγνώμων και κολακευμένος απ’ αυτήν την αναπάντεχη ευμένεια της θεωρίας, θρονιάστηκε.

 

Η μέρα ανέβαινε βαριά, η ζέστη έπεφτε βαριά, κι ο σιωπηλός συγγραφέας άκουγε τις φωνές των γλάρων, κι από κάτω το δίδυμο πλατάγισμα από τα κουπιά μιας βάρκας μακρινής, κι από ακόμα πιο κάτω το τσιτσίρισμα στον ήλιο μιας μεγάλης, λείας πέτρας, άσπρης και με δυο ραβδώσεις καφετιές. Υστερα, την ώρα που ανασκάλευε με το μπαστούνι του την άμμο, σαν να ’γραφε μια λέξη που κανείς ποτέ δεν είχε επινοήσει, ούτε κανένας θα τη διάβαζε ποτέ, άκουσε δίπλα του έναν άνθρωπο.

 

Στην αρχή, αυτός ο άνθρωπος ήταν βηματισμός με πέλματα γυμνά στα βότσαλα, μετά μια σκιά που σκότισε ραγδαία τον συγγραφέα, μετά ένα σώμα με ανεπίληπτο μηχανισμό και η τέλεια κάμψη αυτού του σώματος, μετά μια εκπνοή και ο τριγμός του ξύλου ταυτοχρόνως, μετά ένα χέρι που τον άγγιξε δειλά, σαν από λάθος μα μπορεί και όχι, πάντως δειλά. Συγγνώμη. Ακολουθεί ένας στακτός μονόλογος του άλλου, σαν να ίδρωνε τις λέξεις του, βαθιά ριζώματα από γλώσσες ζωντανές ή προγραμμένες, ιδιώματα με φθόγγους άλλοτε σφοδρούς κι άλλοτε γάργαρους, μυστήριο πράγμα αυτός ο ξένος, ανοίκειος μεν αλλά όχι ανοίκειος.

 

Απ’ όσα είχε μπορέσει ο συγγραφέας να καταλάβει, και να συγκρατήσει, ένας απ’ τη Φοινίκη επέπλεε στη μνήμη του, κάποτε ωραίος και τώρα πίστομα αντικρίζοντας βυθούς επί βυθών, μέσα σε φύκια και βορβορυγμούς στροβίλων – ο Φοίνικας, και μια περίεργη φράση, ντυμένη μ’ όλο αυτό το αυτάρεσκο μυστήριο των χρησμών: Aquae mortem timete.

 

«Τι είστε εσείς» εξερράγη η συσσωρευμένη σιωπή του συγγραφέα, χωρίς κανένα ανησυχητικό ερωτηματικό, αλλά με ανήσυχα αποσιωπητικά. Ο άλλος αναδεύτηκε πριν απαντήσει. Για πολύ λίγο ο αέρας που τους χώριζε (ή τους ένωνε) έγραψε τη σιγαλή κίνηση του σώματος, ενώ από μακριά άρχιζε ν’ ακούγεται μια επιτυχία περασμένου θέρους: «Someone has to die in order for the rest of us to value life more».

 

«Είμαι ο Ναυαγοσώστης» είπε, τέλος, με απροσδόκητη σαφήνεια, και συμπλήρωσε: «Μα σώζω μόνο αυτούς που θέλουν να σωθούν, δεν σώζω αυτούς που θέλουν να ξεφορτωθούν το σύμπαν, να σβήσουν πρόσωπα και ηπείρους, αυτούς που εξαπατούν την άνωση με πέτρες».

 

Ο συγγραφέας σηκώθηκε με κόπο. «Το καλοκαίρι είναι η εποχή που αναβάλλουμε» είπε, βέβαιος κατά βάθος πως ο άλλος τον παραπλανούσε.

 

Κι αντί να τραβήξει για τη θάλασσα, γύρισε στο Μπουένος Αϊρες.

 

……………………………………………………………………………………………………………………..

 

• Τελευταίο βιβλίο του Αχιλλέα Κυριακίδη είναι η νουβέλα «Κωμωδία» (Πόλις, 2010).

 

 

Scroll to top