28/07/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Αμερόληπτος θάνατος

      Pin It

Γεωργία Τάτση

«Χορός στα ποτήρια»,

Νουβέλα, Γαβριηλίδης, 2013, σελ. 117.

 

 

 

 

 

Του Χρίστου Κυθρεώτη

 

Απαιτώντας δεξιοτεχνία και θάρρος, ο χορός στα ποτήρια είναι ένας λεβέντικος παραδοσιακός χορός, το θέαμα του οποίου κόβει την ανάσα, δίνοντας την εντύπωση ότι ο χορευτής αιωρείται λίγα εκατοστά πάνω από το έδαφος. Με παρόμοια μελετημένες κινήσεις, η πρωτοεμφανιζόμενη πεζογράφος Γεωργία Τάτση επιχειρεί να χορογραφήσει τις προσωπικές ιστορίες δύο ανδρών – που διασταυρώνονται ακριβώς σε μια σκηνή όπου δεσπόζει ο συγκεκριμένος χορός.

 

Ο ήρωας του πρώτου μέρους του βιβλίου, Αλέξανδρος, εγκαταλείπει την Ελλάδα σε νεαρή ηλικία κατά τη διάρκεια της χούντας και εγκαθίσταται στη Σουηδία, όπου βιοπορίζεται καθαρίζοντας τζάμια. Οι αναμνήσεις από την πατρίδα του «προβάλλονται» καθημερινά σαν κινηματογραφικές σκηνές πάνω στα τζάμια, όσο ο ίδιος επιδιώκει να δημιουργήσει μια νέα ζωή στο μακρινό Μάλμε. Καταβάλλει προσπάθειες να μάθει τη γλώσσα και να αναμειχθεί με τους ντόπιους, γνωρίζει και ερωτεύεται μια Σουηδέζα, την οποία στη συνέχεια παντρεύεται. Η προσπάθειά του υπονομεύεται εξαρχής – είναι χαρακτηριστικό πως ο πρώτος συνειρμός που του προκαλεί η νεαρή Σουηδέζα όταν τη γνωρίζει τον παραπέμπει στο παρελθόν. Είναι το άρωμα του μανταρινιού που ο Αλέξανδρος έχει συνδέσει με την πατρίδα και τη μητέρα του – εξάλλου, η νεαρή Σουηδέζα αποδεικνύεται πως διατηρεί έτσι κι αλλιώς δεσμούς με την Ελλάδα. Οι εικόνες απ’ το παρελθόν εξακολουθούν να κατακλύζουν το μυαλό του ήρωα ωσότου μια είδηση που έρχεται από την αδερφή του τον οδηγεί στην απόφαση να επιστρέψει στην Ελλάδα και να σχεδιάσει τη δολοφονία του Τάσου – ενός συγχωριανού του αστυνομικού, ο οποίος βασάνισε τον ξάδελφό του σε μία ανάκριση. Η ένταση και οι φαντασιώσεις εκδίκησης του Αλέξανδρου εκτονώνονται ευφυώς από τη συγγραφέα σε μια αλληλουχία φαινομενικά δευτερευουσών σκηνών – έτσι, όταν τελικά ο Αλέξανδρος επιστρέφει στο χωριό του για να παρευρεθεί στον γάμο της αδερφής του, έχει πια εγκαταλείψει τα σχέδια δολοφονίας. Στην κορύφωση του βιβλίου όμως, ο Τάσος πανικοβάλλεται από την υποψία ότι ο Αλέξανδρος έχει έρθει στην Ελλάδα για να τον σκοτώσει και τελικά τον δολοφονεί αυτός. Στο δεύτερο μέρος, μεταφερόμαστε δεκαετίες αργότερα και παρακολουθούμε τις τελευταίες μέρες του Τάσου.

 

Η επιλογή της Τάτση να μοιράσει την εστίαση της αφήγησής της ανάμεσα στο θύμα και τον θύτη δεν υπαγορεύεται από μια λογική «αντικειμενικότητας» ή ίσων αποστάσεων, αλλά από το ίδιο το θέμα της: την ελκτική δύναμη του θανάτου γύρω από τον οποίο περιστρέφονται όλα όσα συμβαίνουν στο βιβλίο. Το επίτευγμά της συνίσταται στο ότι υποβάλλει έμμεσα από την αρχή στον αναγνώστη τη βεβαιότητα πως θα παρακολουθήσει την ιστορία του θανάτου των δύο πρωταγωνιστών. Ο θάνατός τους είναι το θέμα του βιβλίου – ό,τι λέγεται λέγεται γι’ αυτόν. Οι εικόνες απ’ το παρελθόν του Αλέξανδρου –που στις καλύτερες των περιπτώσεων αποδίδονται με μια σπαρακτική λιτότητα με αναφορές στα δημοτικά τραγούδια– προοικονομούν την επιστροφή του στην Ελλάδα, αλλά ταυτόχρονα, διαποτισμένες όπως είναι από τον θάνατο, προεξοφλούν και τον θάνατό του. Αντίστοιχα, ο δολοφόνος Τάσος παρουσιάζεται ανθρώπινος όχι για να τον συμπαθήσουμε, αλλά γιατί πρέπει ο θάνατός του να σκιαγραφηθεί όσο πιο πραγματικός γίνεται. Η Τάτση αποδίδει με χειρουργική ακρίβεια –που πετυχαίνει να μην οδηγείται ποτέ στο γκροτέσκο– το ανάγλυφο που έχει ήδη αρχίσει να αποτυπώνει ο θάνατος πάνω στο σώμα του Τάσου. Εστιάζοντας στη σωματική διάσταση της παρακμής και της ασθένειας, η συγγραφέας επιλέγει να μην αποδώσει τον θάνατο του Τάσου πάνω σε έναν στείρο άξονα παραπτώματος – τιμωρίας, αλλά αντίθετα να τον αναπαραστήσει με σχεδόν νατουραλιστική λεπτομέρεια. Με αυτό το μέλημα, αποκαλύπτει ταυτόχρονα την υπαρξιακή πεμπτουσία του χαρακτήρα του – τον φόβο του θανάτου.

 

Ο συγκεκριμένος φόβος αποτελεί και το κίνητρο πίσω από τις κομβικές αποφάσεις των δύο πρωταγωνιστών. Αυτός έδιωξε τον Αλέξανδρο από την Ελλάδα, αυτός οδήγησε και τον Τάσο να σκοτώσει τον Αλέξανδρο. Το γεγονός μάλιστα ότι ο Αλέξανδρος διακατεχόταν ο ίδιος από φαντασιώσεις δολοφονίας του μελλοντικού θύτη του (ο οποίος δεν είχε καμία πρόθεση αρχικά να σκοτώσει) σχετικοποιεί ακόμα περισσότερο τους ρόλους των πρωταγωνιστών, οδηγώντας σε μια «αντικειμενικότητα» όχι με πολιτικούς –αφού η Τάτση αποφεύγει επιμελώς να ρίξει το κέντρο βάρους στην πολιτική διάσταση όσων διαδραματίζονται–, αλλά με υπαρξιακούς όρους. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, το τρίτο, «επιλογικό» μέρος, των εφτά τελευταίων σελίδων του βιβλίου –ένα είδος «απολογίας» του νεκρού Τάσου– δεν μοιάζει να προσθέτει στο σύνολο τίποτα το αξιοσημείωτο, αφού απλώς υπογραμμίζει όσα ο κύριος κορμός της ιστορίας έχει ήδη κάνει σαφή.

 

 

 

Scroll to top