Pin It

Στο ιστορικότερο γήπεδο της Αυστραλίας, το Melbourne Cricket Ground, 95.446 θεατές τραγούδησαν με πάθος τον ύμνο της προτού ξεκινήσει το φιλικό των «κόκκινων» με την τοπική Βίκτορι

 

Της Β. Παπαντωνοπούλου

 

Το θέαμα είναι πάντα ανατριχιαστικό. Χιλιάδες κόκκινα κασκόλ που γράφουν «Λίβερπουλ» σηκωμένα στον αέρα και το γήπεδο να σείεται στον ρυθμό του «You’ll never walk alone». Το γήπεδο αυτό είναι συνήθως το «Ανφιλντ». Αναλόγως τον αγώνα, το σκηνικό μπορεί να μεταφερθεί και μακριά, όπως στην Κωνσταντινούπολη πριν από οκτώ χρόνια – τότε που αυτός ακριβώς ο ήχος των οπαδών της Λίβερπουλ βοήθησε τους παίκτες να ανατρέψουν το 0-3 από τη Μίλαν σε 3-3 και τελικά να κατακτήσουν το Τσάμπιονς Λιγκ.

 

Την περασμένη Τετάρτη το βράδυ (μεσημέρι για την Ευρώπη) το σκηνικό επαναλήφθηκε. Και ήταν συγκλονιστικό. Στο ιστορικότερο γήπεδο της Αυστραλίας, το Melbourne Cricket Ground, 95.446 θεατές –στη συντριπτική τους πλειονότητα ντυμένοι στα χρώματα της Λίβερπουλ- τραγούδησαν με πάθος τον ύμνο της προτού ξεκινήσει το φιλικό των «κόκκινων» με την τοπική Βίκτορι της Μελβούρνης, το οποίο οι Αγγλοι νίκησαν με 2-0. Περισσότερο κόσμο για ποδοσφαιρικό παιχνίδι είχε δει το συγκεκριμένο γήπεδο μόνο το 1956, στον τελικό του ολυμπιακού ποδοσφαιρικού τουρνουά. Τότε που 104.700 άτομα παρακολούθησαν τη Σοβιετική Ενωση του Λεβ Γιασίν να επικρατεί της Γιουγκοσλαβίας του Τόζα Βεσελίνοβιτς!

 

Οι παίκτες των «κόκκινων» έμειναν εντυπωσιασμένοι από το θέαμα στις κερκίδες του «G» (όπως είναι γνωστό το συγκεκριμένο γήπεδο). «Οταν μεγαλώνεις παίζοντας ποδόσφαιρο, θέλεις να αγωνιστείς στα θρυλικότερα γήπεδα του κόσμου. Είναι απίστευτο να βλέπεις 100.000 οπαδούς της ομάδας σου σε ένα μέρος που απέχει 20 ώρες με το αεροπλάνο από την έδρα της!», έλεγε μετά τον αγώνα ο ηγέτης της Λίβερπουλ, Στίβεν Τζέραρντ.

 

Τα εισιτήρια για τον αγώνα των «κόκκινων» είχαν εξαντληθεί από ημέρες, όπως και το στοκ των καταστημάτων με είδη της Λίβερπουλ. Οσο για τα έσοδα της Πολιτείας της Βικτόρια από την αναμέτρηση; Υπολογίζονται σε περισσότερα από 10 εκατ. δολάρια, προσμετρώντας ότι τουλάχιστον 10.000 από τους θεατές ήταν επισκέπτες που κατέφτασαν στην πόλη ειδικά για τον αγώνα!

 

Μεταξύ των θεατών βρίσκονταν και αρκετοί αστέρες του αυστραλιανού ποδοσφαίρου (του Aussie rules). Ενας από αυτούς, ο Κάμερον Μούνεϊ, έγραψε στον λογαριασμό του στο twitter: «Εδώ και 20 χρόνια θέλω να βρεθώ στο «Ανφιλντ» να τραγουδήσω με 40.000 οπαδούς το «You’ll never walk alone». Δεν πειράζει όμως. Και 90.000 στο «G» μού φτάνουν!».

 

Δεν χρειάζονταν βέβαια όλα αυτά για να καταλάβει κανείς πόσο ιστορική και εμβληματική ομάδα είναι η Λίβερπουλ. Εντυπωσιάζει όμως το γεγονός ότι έχει μεγάλη απήχηση μεταξύ των νέων, οι περισσότεροι των οποίων δεν είχαν γεννηθεί όταν αυτή κατέκτησε τον τελευταίο της τίτλο πρωταθλήματος στην Αγγλία –ήταν το μακρινό 1990, δύο χρόνια πριν από την ίδρυση της Πρέμιερ Λιγκ! Δηλαδή υπάρχει μια ολόκληρη γενιά οπαδών που γεμίζουν μαζικά το «Ανφιλντ» (και άλλα γήπεδα του κόσμου, όπως είδαμε), η οποία δεν έχει ζήσει τη χαρά του τίτλου. «Τρέφεται» εδώ και καιρό όμως από τη βραδιά της Κωνσταντινούπολης το 2005, όταν αποδείχθηκε τι σημαίνει η έκφραση «βαριά φανέλα».

 

Η Λίβερπουλ παραμένει συστηματικά μακριά από το 19ο πρωτάθλημά της στην Αγγλία. Μάλιστα μόλις τρεις φορές στα 23 αυτά χρόνια έχει βγει δεύτερη – μια θέση που ίσως προσέφερε ελπίδα στους οπαδούς της ότι η επιτυχία βρίσκεται κοντά. Την τελευταία τετραετία μάλιστα βολοδέρνει μεταξύ 6ης και 8ης θέσης και όλα δείχνουν ότι η ξηρασία θα επιμείνει για τουλάχιστον μια διετία ακόμα. Οι λόγοι;

 

1 Εμψυχο υλικό χαμηλής ποιότητας

 

Μολονότι στα αποδυτήρια του «Ανφιλντ» υπάρχει ένας παίκτης σαν τον Στίβεν Τζέραρντ ή πέρασαν ταλέντα σαν τον Τσάμπι Αλόνσο και τον Φερνάντο Τόρες, οι πιστοί της Λίβερπουλ είδαν και αρκετά «παλτά» με τη φανέλα της ομάδας τους. Για κάποιο λόγο θεωρήθηκε ότι οι Σαλίφ Ντιαό, Ιστβάν Κόζμα ή Πολ Κοντσέσκι θα μπορούσαν να σηκώσουν το βάρος της φανέλας… Αλλοι, όπως ο Κρίστιαν Τσίγκε, ο Αντι Κάρολ και ο Φερνάντο Μοριέντες, ήρθαν με τυμπανοκρουσίες, αλλά δεν τα κατάφεραν στους «κόκκινους». Αποτέλεσμα; Πολλές δοκιμές, ελάχιστα αποτελέσματα.

 

2 Ανύπαρκτο βάθος στο ρόστερ

 

Μερικές σεζόν η Λίβερπουλ διέθετε την κατάλληλη αρχική ενδεκάδα, όπως τότε που η τετράδα του κέντρου της είχε τους Τσάμπι Αλόνσο, Μασκεράνο, Τζέραρντ και Σισοκό. Ομως ένας σύλλογος χρειάζεται 18 έως 24 παίκτες για να διεκδικήσει με επιτυχία τον τίτλο σε μια χρονιά με απανωτούς αγώνες σε όλες τις διοργανώσεις. Και, άσχετα με το τι κατάφεραν πριν ή μετά τη θητεία τους στο «Ανφιλντ», παίκτες σαν τους Ελ Ζαρ, Λέτο, Μέιγερ, Νταντί, Πλεσίς, Βορονίν, Ανταμ, Πόουλσεν και Νγκογκ κλήθηκαν να παίζουν 15-25 ματς τη χρονιά για τους «κόκκινους» χωρίς ποτέ να μπορέσουν να τους βοηθήσουν ουσιαστικά.

 

3 Ελλειψη ρευστού για να ανταγωνιστεί τα «μεγάλα πορτοφόλια»

 

Η Λίβερπουλ ξόδεψε μεγάλα ποσά για να κάνει τα χατίρια του Ζεράρ Ουγέ και του Ράφα Μπενίτεθ, όμως έχασε και αρκετούς παίκτες. Εδωσε περισσότερα από 70 εκατ. στερλίνες για να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του Μπρένταν Ρότζερς στην πρώτη του σεζόν.

 

Ομως αυτά τα ποσά δεν ήταν τίποτε μπροστά στα «πακέτα» που δίνει ο Ρομάν Αμπράμοβιτς για την Τσέλσι (την τελευταία δεκαετία αγόρασε περισσότερους από 13 παίκτες αξίας άνω των 23 εκατ. ευρώ έκαστος) ή ο πρίγκιπας του Κατάρ για την Παρί Σεν-Ζερμέν (370 εκατ. ευρώ στις τελευταίες πέντε μεταγραφικές περιόδους). Και είναι πολύ μακριά από το απίστευτο ποσό των 850 εκατ. ευρώ που έχει δαπανηθεί την τελευταία επταετία για το ρόστερ της Μάντσεστερ Σίτι!

 

Το φετινό καλοκαίρι η Παρί έχει δώσει 114 εκατ. ευρώ για να φέρει στο «Παρκ ντε Πρενς» τους Εντινσον Καβάνι, Μαρκίνιος και Λουκά Ντιν. Ο Ρότζερς σίγουρα δεν θα έχει τέτοιο ποσό στη διάθεσή του, ακόμα και αν πουλήσει τον Λουίς Σουάρες με τα μισά… Το πρόβλημα μάλιστα γίνεται πιο πολύπλοκο, αν αναλογιστεί κανείς ότι τα ποσά που προσφέρουν οι «φραγκάτοι» έχουν… χαλάσει την αγορά και έχουν φουσκώσει τις τιμές για παίκτες που υπό κανονικές συνθήκες θα ήταν προσιτοί για το βαλάντιο της Λίβερπουλ.

 

4 Κακές μεταγραφικές αποφάσεις

 

Η έλλειψη οικονομικής επιφάνειας αντίστοιχης με τους μεγάλους ανταγωνιστές θα μπορούσε να αντισταθμιστεί με έξυπνες αποφάσεις και επιλογές. Ομως κάτι τέτοιο δεν ισχύει στην περίπτωση της Λίβερπουλ. Για παράδειγμα, ενώ ήταν ελεύθεροι, ο Τζο Κόουλ και ο Μίλαν Γιοβάνοβιτς υπέγραψαν ηγεμονικά συμβόλαια στο «λιμάνι», τα οποία δέσμευσαν τον σύλλογο όταν χρειάστηκε να τους «ξεφορτωθεί» και έφτασε να πληρώνει μεγάλα ποσά σε αποζημιώσεις και δεδουλευμένα, χωρίς να έχει εισπράξει αντίστοιχα αγωνιστικά οφέλη από την παρουσία τους. Υπάρχει και η περίπτωση του Στούαρτ Ντάουνινγκ. Οχι ότι είναι κακός παίκτης – μάλιστα στο δεύτερο μισό του περσινού πρωταθλήματος ήταν πολύ βελτιωμένος. Ομως αξίζει πραγματικά 23 εκατ. ευρώ; Αξίζει να πληρώνεται τα ίδια με τον Χουάν Μάτα ή περισσότερα από τον Σάντι Καθόρλα; Σίγουρα όχι, αλλά δεν ήταν δικό του το λάθος. Αυτό αναζητήστε το στα γραφεία των «κόκκινων», όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις.

 

5 Τεράστιος ανταγωνισμός όταν η ομάδα ήταν στα καλά της

 

Κατά καιρούς, η Λίβερπουλ είχε πολύ καλή ομάδα, βάθος στο ρόστερ και εξαιρετική χημεία. Ομως στάθηκε άτυχη γιατί έπεσε πάνω στο «μπαμ» της αγγλικής Πρέμιερ Λιγκ. Μεταξύ του 2001-02 και του 2008-09 (όταν τερμάτισαν δεύτεροι δηλαδή), οι «κόκκινοι» βρίσκονταν σχεδόν μόνιμα στην πρώτη τετράδα του πρωταθλήματος. Συνέπεσε εκείνη η περίοδος όμως με την άνοδο της Τσέλσι, τη σταθεροποίηση της Μάντσεστερ στην κορυφή και τις εξαιρετικές εμφανίσεις της Αρσεναλ. Η Λίβερπουλ ήταν πολύ καλή, ειδικά στη διετία 2007-2009, αλλά όχι τόσο ώστε να διεκδικήσει με επιτυχία τα πρωτεία από τις αντιπάλους της.

 

6 Διοικητική και προπονητική «τρικυμία»

 

Εδώ δεν χρειάζονται πολλά λόγια. Απλώς τα στοιχεία. Ο Τζον Μουρς παρέδωσε τα ηνία του συλλόγου στους Τομ Χικς και Τζορτζ Τζίλετ, που γρήγορα «έχασαν την μπάλα» και στράφηκαν στη Fenway Sports Group των Τομ Βέρνερ και Τζον Χένρι που είναι πλέον οι ιδιοκτήτες. Ο Ντέιμιαν Κομόλι ανέλαβε χρέη διευθυντή ποδοσφαίρου, αλλά μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα είδε την πόρτα της εξόδου. Ο ρόλος του αθλητικού διευθυντή έδωσε τη θέση του στον απλό μάνατζερ που κατόπιν αντικαταστάθηκε από μια επιτροπή μεταγραφών. Ο Ιαν Αϊρ αρχικά ήταν οικονομικός διευθυντής, για να γίνει κατόπιν διευθύνων σύμβουλος.

 

Οσο για τους προπονητές; Ο Ράφα Μπενίτεθ έφυγε το 2010, ο Ρόι Χόντσον άντεξε μόλις 6 μήνες, ο Κένι Νταλγκλίς από προσωρινός έγινε μόνιμος και έναν χρόνο αργότερα απολύθηκε. Και το 2012 η διοίκηση κατέληξε στη λύση του Μπρένταν Ρότζερς, του 4ου προπονητή μέσα σε 26 μήνες…

 

Η έλλειψη συνέχειας και συγκεκριμένων ατόμων ως επικεφαλής συγκεκριμένων τομέων έχει στοιχίσει ακριβά στη Λίβερπουλ. Αυτή τη στιγμή δείχνει να βρίσκεται σε ήρεμη φάση και οι άνθρωποί της πιστεύουν ότι μπορούν πλέον να αλλάξουν την τύχη τους…

 

 

Scroll to top