Ο διάσημος Αργεντίνος σκηνοθέτης Ούγκο ντε Ανα διαχειρίστηκε το ούτως ή άλλως ακανθώδες στίγμα της όπερας (αποικιοκρατική ρατσιστική υπεροψία, δυτικοκεντρική ματιά, σεξισμός κ.λπ.) έξυπνα και με σαφήνεια στόχων. Ανανέωσε ευπρόσδεκτα την όψη του πουτσίνειου αριστουργήματος με αποστασιοποιημένη κριτική ματιά, παρόλο που στο θέαμα κυριάρχησαν αυθεντικά γιαπωνέζικα στοιχεία, από κιμονό μέχρι φαναράκια
Του Γιάννη Σβώλου
Μετά την επιτυχημένη, χολιγουντιανής λάμψης «Τόσκα» στο Ηρώδειο (2012), η ΕΛΣ ξανακάλεσε φέτος τον σκηνοθέτη Ούγκο ντε Ανα για τη δεύτερη, εκτός Φεστιβάλ Αθηνών, παραγωγή της στον ίδιο χώρο. Το νέο ανέβασμα της «Μαντάμας Μπατερφλάι» υπό τον Μύρωνα Μιχαηλίδη έκανε πρεμιέρα το Σάββατο, 27/7/2013. Το κατάμεστο κοίλο του ρωμαϊκού ωδείου επιβεβαίωσε για πολλοστή φορά την κυρίαρχη θέση της ΕΛΣ στην προσφορά λυρικών παραστάσεων με στίγμα και, επιπλέον, αποκάλυψε την αυξανόμενης δυναμικής ανταπόκριση του κοινού. Αμφότερα δείχνουν ότι το εγχώριο πεδίο της όπερας –παραγωγές, κοινό, διαφαινόμενες προοπτικές– ανταποκρίνεται θετικά στις αλλαγές ισορροπιών που επέφερε η οικονομική κρίση, αφήνοντας μοναδικό παίχτη τον εθνικό θεσμό.
Εξωτικό υπερθέαμα και κριτική ματιά
Ο διάσημος Αργεντίνος σκηνοθέτης και οι συνεργάτες του διαχειρίστηκαν το ούτως ή άλλως ακανθώδες στίγμα της συγκεκριμένης όπερας (αποικιοκρατική ρατσιστική υπεροψία, δυτικοκεντρική ματιά, σεξισμός κ.λπ.) έξυπνα και με σαφήνεια στόχων. Η συνεργασία τους ανανέωσε ευπρόσδεκτα την όψη του πουτσίνειου αριστουργήματος με αποστασιοποιημένα κριτική ματιά: όχι αβασάνιστα παραδοσιακή, ούτε όμως και εχθρικά αποεξιδανικευτική. Στην «Μπάτερφλάι» τους δέσποζε η άμεσα αναγνωρίσιμη, συμβατικά κιτσάτη καλαισθησία γιαπωνέζικης τουριστικής καρτ-ποστάλ, ενώ η μεταφορά της δράσης στα μέσα του 20ού αιώνα πρόσφερε στο σύγχρονο κοινό μια επαρκώς χαλαρή, αλλά λειτουργική μυθολογία οικείας αναφοράς, στην οποία εντάχθηκαν αβίαστα τόσον ο υπερόπτης Αμερικανός υποπλοίαρχος όσον και η εξ αρχής χαμένη, αφελής Τσο-Τσο-Σαν και οι συμπατριώτες της.
Στο θέαμα κυριάρχησαν «αυθεντικά» στοιχεία: αληθινά γιαπωνέζικα κιμονό σε κορεσμένα χρώματα, με έμφαση στα θερμά κόκκινα, χαριτωμένα υβριδικές φραγκογιαπωνέζικες φορεσιές, τελετές τσαγιού, φαναράκια, γιαπωνέζικα έπιπλα και χώροι, χαρακτήρες του ιαπωνικού θεάτρου αλλά και της σύγχρονης παραφιλολογίας των νίντζα στους ρόλους των «κακών» της όπερας. Η ιαπωνική σημαία του μεσοπολέμου και η αμερικανική αστερόεσσα, χαρακτήρες/φαντάσματα του θεάτρου Νο αλλά και ο «Θείος Σαμ» ως γιγαντομαριονέτα, οπτικοποίησαν σε μια εύστοχη χορογραφία συμβόλων την ασύμμετρη, γεμάτη παράπλευρα θύματα σύγκρουση των δύο κόσμων, θέατρο στο σανίδι του οποίου συντελούνται η κυνική εξαπάτηση, η θανάσιμη απογοήτευση και η τελική συντριβή της 15χρονης Μπατερφλάι. Ολα αυτά, συνδυασμένα με τις στοχευμένα διακοσμητικές, γιαπωνέζικης θεματικής προβολές του Σέρτζιο Μετάλι και τους τονισμένα θεατρικούς φωτισμούς του Βινίτσιο Κέλι, αθροίστηκαν σε ένα χορταστικό υπερθέαμα, όπου εναλλασσόταν δίχως χάσματα με σοφά καθοδηγημένες ιδιωτικές σκηνές.
Ιδανικοί πρωταγωνιστές
Μουσικά η παράσταση ήταν γενικώς πολύ καλή. Παρακάμπτοντας -και πάλι- γνωστά ενδημικά προβλήματα στην ποιότητα ήχου που έχει η ορχήστρα της ΕΛΣ, στο ακρόαμα κυριάρχησε η σπάνια ισορροπημένη διανομή, στοιχείο που σε ένα έργο με πληθώρα κλιμακωτά δευτεραγωνιστικών ρόλων συνεισφέρει αποφασιστικά σε ένα άρτιο, συνολικό αποτέλεσμα.
Τον επώνυμο ρόλο έφερε η Μαρία Λουίτζα Μπόρσι. Ακμαία, με λεπτό, ευγενικό παρουσιαστικό που ταίριαξε «γάντι» στην τραγική ηρωίδα, με καλή τεχνική και νεανική, γλυκιά, άριστα εστιασμένη φωνή, που «άνοιγε» όπου και όσο χρειαζόταν ώστε να αναμετριέται αβίαστα με την ορχήστρα, η Ιταλίδα υψίφωνος πρόσφερε μια θαυμάσια, συγκινητική Τσο-Τσο-Σαν. Τον ρόλο του Πίνκερτον τραγούδησε ο επίσης Ιταλός τενόρος Βάλτερ Φακάρο με ορθοτονικά ασφαλή, φωτεινή, αβίαστη σε όλη της την έκταση φωνή˙ το κάπως ώριμο παρουσιαστικό του αξιοποίησε ιδανικά ο σκηνοθέτης, διαπλάθοντας έναν απεχθώς ερωτύλο, πειστικά αμοραλιστή σκηνικό χαρακτήρα.
Εξαίρετοι στους ρόλους τής πάντα υποστηρικτικής Σουτζούκι και του κυνικού Γκόρο υπήρξαν η ακμαία Ρωσίδα μεσόφωνος Ολέσια Πέτροβα και ο τενόρος Χαράλαμπος Αλεξανδρόπουλος. Ο βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς ενσάρκωσε έναν ευγενή, ψυχοπονετικό πρόξενο Σάρπλες, ενώ ο βαθύφωνος Τάσος Αποστόλου δάνεισε τη βροντώδη φωνή του στον χαρακτήρα του εκδικητικού θείου Μπόνζο. Καλή ήταν η συμμετοχή της χορωδίας της ΕΛΣ. Ο Μύρων Μιχαηλίδης διηύθυνε με ακρίβεια και λυρισμό, υποστηρίζοντας με συνέπεια τους τραγουδιστές και εξασφαλίζοντας τις ζητούμενα δυναμικές και εκφραστικές κορυφώσεις.
• H παράσταση επαναλαμβάνεται αύριο και την Τετάρτη στο Ηρώδειο.