Pin It

Του Γιάννη Ντεντόπουλου

 

Τα τελευταία δεκαεννέα χρόνια, η Μπιζέρκα Πέτροβιτς δεν έχει, αλλά ούτε και ψάχνει, άλλον τρόπο για να προσδιορίζει χρονικά τα γεγονότα της ζωής της. Τα χωρίζει σε όσα της συνέβησαν πριν από το μοιραίο απόγευμα της 7ης Ιουνίου του 1993 και σε όσα το ακολούθησαν.

 

Ηταν το απόγευμα που κόπηκε άδοξα και βίαια, στα 28, το νήμα της ζωής του δευτερότοκου γιου της, του Ντράζεν. Ηταν ο μοναδικός που βγήκε νεκρός από το σμπαραλιασμένο κόκκινο Golf που οδηγούσε η τότε σύντροφός του, η Γερμανίδα Κλάρα Ζάλαντζι, σ' εκείνο το καταραμένο δυστύχημα, στον γλιστερό αυτοκινητόδρομο Autobahn 9, στο Ντένκεντορφ της Βαυαρίας. Πίσω καθόταν και μια Τουρκάλα φίλη τους. Κι αυτή βγήκε σώα και αβλαβής.

 

Από τότε, τη «μαμά», όπως την αποκαλώ χαϊδευτικά με την άδειά της, την είχα συναντήσει και τις τέσσερις φορές στο Ζάγκρεμπ, όπου βρέθηκα για αγώνες ελληνικών ομάδων μπάσκετ. Ολες, την πέτυχα στο «Μιρογκόι», το φημισμένο κοιμητήριο της πρωτεύουσας της Κροατίας, να περιποιείται με τρυφερότητα τον τόπο όπου αναπαύεται ο αδικοχαμένος γιος της.

 

Ηθελε να τον βρίσκουν καθαρό και με το καντήλι αναμμένο οι χιλιάδες επισκέπτες κάθε ηλικίας που πέρναγαν από εκεί για να αφήσουν ένα λουλούδι στη μνήμη ενός θρύλου του παγκόσμιου μπάσκετ, που έμεινε στην ιστορία ως ένας από τους πιο προικισμένους γκαρντ που πάτησαν τα παρκέ όλου του κόσμου. Και τις τέσσερις μιλήσαμε πάνω από μισή ώρα.

 

Στο «Amadeus»

 

Αυτή ήταν η πέμπτη. Καθόμουν στο «Amadeus», το καφέ που είχε ανοίξει ο Ντράζεν με τα λεφτά της μεταγραφής του στη Ρεάλ Μαδρίτης, και έριχνα ματιές έξω από το παράθυρο. Πότε στο άγαλμά του, που δεσπόζει στην πλατεία που έχει το όνομά του, πότε στο μουσείο που βρίσκεται λίγο πιο δεξιά και το έβλεπα πρώτη φορά και πότε στη «σάλα Ντράζεν Πέτροβιτς», την παραδοσιακή έδρα της Τσιμπόνα, που πήρε το όνομά του. Ολα σε ακτίνα διακοσίων μέτρων.

 

Περίμενα να πάει η ώρα 11, για να παρακολουθήσω την πρωινή προπόνηση του Ολυμπιακού για τον αγώνα της Ευρωλίγκας με την Τσεντεβίτα. Ξαφνικά, βλέπω την Μπιζέρκα να μπαίνει μέσα, περιποιημένη στην τρίχα όπως πάντα, να χαιρετάει και να την χαιρετάνε όλοι.

 

Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν και η εξέλιξη ήταν εντελώς αυθόρμητη. Μια ζεστή αγκαλιά και ένα σταυρωτό φιλί. «Τι κάνεις, πώς από δω;» με ρωτάει, με τη βοήθεια της Αλεξάντρας, που είναι το δεξί της χέρι στο μουσείο και ξέρει καλά αγγλικά.

 

«Εσύ πώς από εδώ; Κάθε φορά συναντιόμαστε στο Μιρογκόι», της αποκρίθηκα με ερώτηση, περισσότερο αμηχανίας και λιγότερο περιέργειας.

 

«Φυσικά πάω και στο κοιμητήριο, αλλά πλέον μέρα παρά μέρα. Τα τελευταία έξι χρόνια έχω αφοσιωθεί στο μουσείο. Εχει πολλή δουλειά. Προφανώς δεν το έχεις δει. Πάμε»…

 

Προσφέρθηκε να κεράσει, της έδειξα τον τελειωμένο εσπρέσο κι έτσι το μόνο που κάναμε ήταν να ανέβουμε τα σκαλιά.

 

Κάπως έτσι ξεκίνησε άλλη μια κουβέντα, η οποία κράτησε 45 λεπτά που δεν κατάλαβα πώς πέρασαν. Με φόντο τα αναμνηστικά από τα κατορθώματα του «Μότσαρτ» ή «γιου του διαβόλου» ή όπως αλλιώς τον φώναζαν οι άλλοι. Για εκείνη ήταν απλά …

 

«…Ο άγγελός μου. Οσο κι αν ψάχνω δεν μπορώ να βρω άλλη λέξη που να εκφράζει ακριβώς τι ήταν, είναι και θα είναι για μένα ο Ντράζεν, ακόμη κι αν δεν γινόταν αυτός που έγινε».

 

«Είναι κάπου μακριά και θα γυρίσει…»

 

Από τη μία, τακτοποιημένες με προσοχή οι αποδείξεις μιας δοξασμένης καριέρας που δεν τελείωσε. Από την άλλη, οι φράσεις μιας μητέρας που από «ευλογημένη» κατέληξε να βιώνει την απόλυτη τραγωδία: να κηδεύει το παιδί της.

 

«Καταλαβαίνεις, τέτοια απώλεια δεν ξεπερνιέται. Ομως, εγώ βρήκα τον εαυτό μου δουλεύοντας για εκείνον κάθε μέρα. Η ιδέα του μουσείου μού ήρθε στο κοιμητήριο. Νιώθοντας τη λατρεία τόσων πολλών και διαφορετικών ανθρώπων για το παιδί μου. Ολα αυτά τα χρόνια νομίζω ότι είναι κάπου μακριά και μια μέρα θα γυρίσει να μας ξαναδεί και να τον ξαναδούμε…»

 

«Θυμάμαι πόσο με γαλήνεψε η φράση ενός Ελληνα ψυχολόγου που μου μετέφερε ο Στόγιαν (Βράνκοβιτς) την εποχή που έπαιζε στην Ελλάδα: ο Ντράζεν έβγαζε τόσο δυνατή φλόγα που το κερί της ζωής του έλιωσε γρήγορα. Αρχισα να συνειδητοποιώ ότι από μικρός βιαζόταν να τα κάνει όλα, λες και ήξερε και ήθελε να τα προλάβει».

 

«Ξέρεις τι με ρωτάνε οι περισσότεροι Ελληνες μόλις μπαίνουν; Αν όντως θα πήγαινε στον Παναθηναϊκό, όπως έγραφαν τότε οι εφημερίδες. Η απάντηση είναι ότι ήθελε να υπογράψει γιατί το είχε αποφασίσει».

 

«Στην πόλη μας, το Σίμπενικ, υπάρχουν ακόμη κάποιες φωτογραφίες και αντικείμενα από τα παιδικά του χρόνια. Πέρυσι, τα τακτοποιήσαμε σε ένα δωμάτιο και κάθε καλοκαίρι το ανοίγουμε για τον κόσμο που περνάει από το σπίτι».

 

«Κάθε φορά που μου λείπει βλέπω dvd από παιχνίδια του. Στην τύχη. Δεν με ενδιαφέρει ποιο. Οταν είμαι στις μαύρες μου βλέπω τον τελικό του Κυπελλούχων του 1989, Ρεάλ Μαδρίτης – Καζέρτα, που έγινε στην Αθήνα. Ο Ντράζεν 62, ο Βραζιλιάνος Οσκάρ που έπαιζε στην ιταλική ομάδα 44, λες και έπαιζαν μονό. Αυτά που έκανε παραμένουν μαγικά, σχεδόν απίστευτα. Ηταν ένας καλλιτέχνης του μπάσκετ».

 

«Αυτό το μενταγιόν που φοράω (μου το δείχνει) μου το έκανε δώρο η Τσιμπόνα την ημέρα που έδωσε το όνομα του παιδιού μου στο γήπεδό της. Από τη μία, είναι το κεφάλι του Ντράζεν και από την άλλη, ανάγλυφο το κλειστό».

 

«Τα τελευταία τέσσερα χρόνια ο άντρας μου, ο Γιόλε, είναι παράλυτος από τη μία πλευρά, εξαιτίας ενός εγκεφαλικού. Εκείνος είναι πιο εσωστρεφής από μένα και όλο τον πόνο τον κρατάει μέσα του».

 

«Κάθε φορά που επέστρεφε σπίτι, είτε από τη Μαδρίτη είτε από τις ΗΠΑ είτε από ταξίδι της Εθνικής, μου έφερνε ένα δώρο. Μικρό ή μεγάλο. Σε όλους έφερνε. Το πιο μεγάλο μού το φύλαγε για έκπληξη και μου το έδωσε τη βραδιά που κατέκτησε με τη Ρεάλ Μαδρίτης στην Ισπανία το «Copa del Ray» του 1989. Ηταν μια πανάκριβη γούνα που μου τη φόρεσε το βράδυ στο γλέντι και μου είπε: «Εσύ είσαι η δική μου βασίλισσα».

 

«Δεν τον έδειρα ούτε μια φορά»

 

Ο Ντράζεν «έφυγε» στα 28 του χρόνια. Πάνω στην ακμή του. Ετσι όλοι θα τον θυμούνται για τις ασύλληπτες ντρίμπλες του, το δαιμονισμένο σουτ του, τη γλώσσα που έβγαζε λες και ήθελε να κοροϊδέψει τον άμοιρο που είχε αναλάβει να τον μαρκάρει. Η «μαμά» τον θυμάται και ως παιδί…

 

«Ηταν τόσο ήσυχος που δεν χρειάστηκε να τον δείρω ούτε μία φορά, γιατί ποτέ δεν έκανε ζημιές. Ηταν τόσο ευφυής που τα κατάφερνε το ίδιο καλά και στα σπορ και στα μαθήματα. Ενας λόγος που πήρε μεταγραφή από τη Σιμπένκα στην Τσιμπόνα ήταν για να σπουδάσει στη Νομική. Πολλές φορές σταματούσα και τον παρακολουθούσα, γιατί μάθαινα από αυτόν».

 

«Από μένα ο Ντράζεν πήρε την ενέργεια και την υπερκινητικότητα. Από τον μπαμπά του πήρε την υπομονή και την επιμονή. Ο Ατσο έμοιασε μόνο σε μένα και έκανε σκανταλιές. Γι' αυτό του τις… έβρεχα πού και πού».

 

«Ηξερα τα πάντα γι' αυτόν. Με έπαιρνε και μου μιλούσε με τις ώρες. Από τις ΗΠΑ μου διάβαζε ακόμη και τη στατιστική του σε κάθε αγώνα. Μας ήθελε κοντά του και μας καλούσε σε όλους τους μεγάλους αγώνες. Αντίθετα, ο μεγάλος μου γιος ήταν πιο εσωστρεφής».

 

«Την Αθήνα την αγαπούσαμε και την αγαπάμε όλοι μας, γιατί εκεί ο Ντράζεν στέφθηκε και πρωταθλητής Ευρώπης με την Τσιμπόνα (το 1985 κερδίζοντας τη Ρεάλ Μ. στον τελικό) και κυπελλούχος Ευρώπης με τη Ρεάλ (το 1989 κερδίζοντας την Καζέρτα)».

 

«Το βράδυ του τελικού του Πρωταθλητριών, στο πάρτι για την κατάκτηση του τίτλου, ήμασταν όλοι και έλειπε ο Ντράζεν. Θορυβήθηκα και έτρεξα στο δωμάτιό του. Η πόρτα του ήταν κλειστή και από μέσα άκουγα ομιλίες.

 

Αρχισα να την κλοτσάω και να φωνάζω. Φοβήθηκαν και μου άνοιξαν. Μου είπε εκ των υστέρων ότι ήταν μια Ελληνίδα δημοσιογράφος η οποία μπήκε στο δωμάτιο και τον κλείδωσε. Δεν μου εξήγησε ποτέ αν το έκανε για να του πάρει συνέντευξη ή για να τον ρίξει στο κρεβάτι. Εγώ, πάντως, τους είδα ντυμένους».

 

 «Ο Ατσο ήταν το ίνδαλμά του»

 

Ο Ντράζεν ήταν το καμάρι των Πέτροβιτς. Πολλοί θα πίστευαν ότι ο μεγάλος του αδελφός, ο Ατσο (νυν προπονητής της Τσεντεβίτα), θα ήταν γεμάτος κόμπλεξ, παρότι κι αυτός δεν πέτυχε λίγα στην καριέρα του.

 

«Να ξέρετε ότι ο Ατσο δεν ζήλεψε ούτε στιγμή τη δόξα του μικρού. Τον Ντράζεν τον έβλεπε σαν πατέρας. Και αναγνώριζε ότι έγινε σπουδαιότερος παίκτης από εκείνον που είχε ξεκινήσει νωρίτερα. Μάλιστα, τον επιβράβευε και τον παραδεχόταν γιατί δούλευε δέκα φορές πιο σκληρά από εκείνον».

 

«Ο Ατσο ήταν το μοναδικό ίνδαλμα που είχε ο Ντράζεν. Ηθελε να τον αντιγράφει. Τον ακολουθούσε στο ποδόσφαιρο, στο τένις, μόνο που κατάφερνε να γίνεται καλύτερος παντού. Λες και ήταν ο πήχης που ήθελε πάντα να ξεπερνάει».

 

«Για μένα οι πιο σημαντικοί απ’ όλους τους τίτλους που κατέκτησε στην καριέρα του ήταν δύο. Ο ένας όταν στα 15 του ανακηρύχθηκε καλύτερος παίκτης της Γιουγκοσλαβίας σε επίπεδο Παίδων. Αυτή ήταν η αρχή. Ο άλλος, το πρωτάθλημα Γιουγκοσλαβίας με τη Σιμπένκα, το 1983, με προπονητή τον Βλάντο Τζούροβιτς.

 

Στα 17 του ήταν ο ηγέτης της και με δυο δικές του βολές την οδήγησε σε μια αξέχαστη νίκη επί της Μπόσνα στον τελικό. Ομως, μετά από 16 ώρες η Ομοσπονδία αφαίρεσε τον τίτλο από τη Σιμπένκα και τον έδωσε στην Μπόσνα, επικαλούμενη αντικανονική διαιτησία. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο θύμωσε όταν το έμαθε».

 

«Οι καλύτεροί του φίλοι, με τους οποίους έχω ακόμη επαφή, είναι ο Στόικο Βράνκοβιτς, που έκανε τα αποκαλυπτήρια του αγάλματος, ο προπονητής Νέβεν Σπάχια και ο τενίστας Γκόραν Ιβανίσεβιτς. Ολος ο κόσμος συγκινήθηκε όταν ο Γκόραν κατέκτησε το Ουίμπλετον και του αφιέρωσε το τρόπαιο, δείχνοντας τον ουρανό. Μας ξάφνιασε. Ετσι του βγήκε. Μάλιστα, είχε πει ότι μπασκετμπολίστες σαν τον Ντράζεν γεννιούνται κάθε 100 χρόνια. Στην υποδοχή του στο Σπλιτ, εμφανίστηκε φορώντας μια φανέλα των Νετς».

 

«Ο άλλοτε πρόεδρος της ΔΟΕ, Χουάν Αντόνιο Σάμαρανγκ, έκλαψε μόλις έμαθε για τον θάνατο του Ντράζεν. Ηρθε και στο μουσείο μαζί με τον Ζακ Ρογκ το 2007. Στον πρώην πρόεδρο της FIBA, Τζορτζ Κίλιαν, είχε πει: «Το μπάσκετ και ο Ντράζεν είναι πολίτες όλου του κόσμου, γιατί δεν έχουν σύνορα».

 

«Μια μέρα ήρθε στο Μιρογκόι ένας παππούς με τον εγγονό του. Του έδειξε τον τάφο, του εξήγησε ποια ήμουν και μου είπε: “Μη στενοχωριέσαι. Ο Ντράζεν είναι παιδί όλων μας. Εσύ απλά τον γέννησες. Δεν πρέπει να κλαίμε πια, αλλά να τον έχουμε ως παράδειγμα στα παιδιά για να μάθουν πως αν θέλουν κάτι και κοπιάσουν, μπορούν να το πετύχουν”».

Scroll to top