Του Μπάμπη Μιχάλη
Η χειραγώγηση του Libor, του διατραπεζικού επιτοκίου του Λονδίνου, είναι μακράν το μεγαλύτερο και πλέον μακροχρόνιο σκάνδαλο στην ιστορία της παγκόσμιας τραπεζικής.
Την περασμένη Τρίτη οι βρετανικές αρχές συνέλαβαν τρεις traders, ενώ την Πέμπτη διέρρευσε ότι η μεγαλύτερη τράπεζα της Ελβετίας, η UBS, θα καταβάλει πρόστιμο μεγαλύτερο του 1 δισ. δολαρίων για τo «στήσιμο» του Libor.
Νωρίτερα φέτος για τον ίδιο λόγο, τη συμμετοχή της δηλαδή στο καρτέλ που χειραγωγούσε το ύψος του διατραπεζικού επιτοκίου του Λονδίνου, η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Βρετανίας, η Barclays, αναγκάστηκε να συμφωνήσει στην καταβολή προστίμου 467 εκατ. δολαρίων.
H Morgan Stanley εκτιμά ότι το συνολικό ύψος των προστίμων που θα επιβληθεί στις τράπεζες που χειραγωγούσαν το Libor θα ξεπεράσει τα 8,7 δισ. δολάρια, ενώ οι πιθανές ποινές μόνο από την Ε.Ε. αναμένεται να αγγίξουν το 10% των ετήσιων εσόδων τους.
Την ίδια στιγμή, δεκάδες αγωγές έχουν κατατεθεί σε ΗΠΑ και Βρετανία κατά των τραπεζών για τις απώλειες που είχαν επενδυτές χρηματοοικονομικών προϊόντων τα οποία συνδέονταν με το Libor.
Η υπόθεση απασχολεί εδώ και μήνες τις εποπτικές και τις διωκτικές αρχές της Βρετανίας, των ΗΠΑ, του Καναδά, της Ιαπωνίας και της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Για χρόνια, οι αρμόδιοι υπάλληλοι της Barclays, της Royal Bank of Scotland (RBS), της UBS, της Deutsche Bank, της Rabobank και άλλων 12 τραπεζών ή εταιρειών του χρηματοπιστωτικού τομέα χειραγωγούσαν με τις κίβδηλες αναφορές τους προς την Ενωση Βρετανών Τραπεζιτών (ΒΒΑ) το εν λόγω επιτόκιο, προς συμφέρον των ιδρυμάτων τους και των trader τους οι οποίοι κέρδιζαν δισεκατομμύρια από τις θέσεις τους στα παράγωγα.
Ως επιτόκιο αναφοράς του διατραπεζικού δανεισμού, του επιτοκίου δηλαδή με το οποίο είναι διατεθειμένες να δανειστούν οι τράπεζες, το Libor αποτελεί τη βάση για τον υπολογισμό οποιουδήποτε παραγώγου υπάρχει στον κόσμο. Επηρεάζει τις τιμές τίτλων και δανείων αξίας μεγαλύτερης των 350 τρισεκατομμυρίων δολαρίων παγκοσμίως.
Ακόμη και μια απειροελάχιστη μεταβολή του είναι έτσι σε θέση να αποφέρει τεράστια κέρδη σε έναν trader που παίζει καθημερινά με χαρτοφυλάκια δισεκατομμυρίων. Μια αύξησή του κατά 0,002%, για παράδειγμα, θα μπορούσε να αποφέρει κέρδη 250.000 δολαρίων σε μια επενδυτική θέση 50 δισ. δολαρίων.
Η χειραγώγηση του Libor οφείλεται στον τρόπο με τον οποίο υπολογίζεται. Κάθε μέρα η Ενωση Βρετανών Τραπεζιτών (ΒΒΑ) ζητά από περίπου 20 τράπεζες να υποβάλουν αναφορά με το επιτόκιο στο οποίο θα ήταν διατεθειμένες να δανειστούν σε διάφορα νομίσματα, για περιόδους οι οποίες ποικίλλουν από μια ημέρα έως ένα έτος.
Το Libor υπολογίζεται βάσει της επισκόπησης αυτών των αναφορών, από την εξαγωγή του μέσου όρου των τιμών που στέλνουν oι τράπεζες αφού πρώτα αφαιρεθούν η υψηλότερη και η χαμηλότερη.
Επειδή όμως το Libor βασίζεται περισσότερο στις εκτιμήσεις των υπαλλήλων που υποβάλλουν τις σχετικές αναφορές στην ΒΒΑ, παρά στις πραγματικές συναλλαγές, η διαδικασία εξαρτάται από την εντιμότητα αυτών.
Αυτό που επί χρόνια συνέβαινε είναι ότι κάποιοι από τους παραπάνω υπαλλήλους συνεννοούνταν μετά από παρότρυνση των traders των τραπεζών τους και με τις «φτιαγμένες» αναφορές τους εκτόξευαν ή βύθιζαν το Libor.
Οι επικεφαλής των τραπεζών έκαναν από την πλευρά τους τα στραβά μάτια, ειδικά μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, αφού πέραν των κερδών που έφερναν οι traders, το υποτιμημένο Libor έδειχνε ότι οι τράπεζές τους πληρώνουν χαμηλό επιτόκιο για τον δανεισμό τους και κατά συνέπεια είναι υγιείς.
Η εκτεταμένη και πολυετής απάτη αντανακλά την παταγώδη αποτυχία του πειράματος της χαλαρής εποπτείας στον τραπεζικό τομέα, που το Λονδίνο και εν συνεχεία ο υπόλοιπος κόσμος ακολούθησαν για περίπου δύο δεκαετίες.
Οι βρετανικές εποπτικές αρχές γνώριζαν από τον Αύγουστο του 2007, ενδεχομένως και νωρίτερα, ότι οι τράπεζες υπέβαλλαν «φτιαγμένες» αναφορές στην ΒΒΑ προκειμένου να δείχνουν υγιείς.
Οι καταγγελίες για χειραγώγηση του Libor υπήρχαν, όμως αυτές δεν έκαναν τίποτα γι' αυτό. Μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers τον Σεπτέμβριο του 2008 οι βρετανικές αρχές υποσχέθηκαν ότι θα σφίξουν τα λουριά. Και πάλι δεν έκαναν τίποτα. Και πώς να κάνουν άλλωστε, αφού έτσι κι αλλιώς πάντα ήταν εξαρτημένες από τις διαθέσεις των τραπεζιτών.