02/08/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ο Κώστας Λειβαδάς επιστρέφει με μια τολμηρή επιλογή

Η ποίηση είναι πυξίδα, όχι πολυτέλεια

Ο συνθέτης των μεγάλων επιτυχιών για τον νέο του δίσκο «Γραμμένο με κόκκινο» κατέφυγε σε ελληνικά ποιήματα παλιότερων γενιών (Λαπαθιώτη, Καρυωτάκη κ.ά). «Ο Λένον και ο Κέιβ θα σκότωναν για να είχαν γράψει ή έστω διαβάσει τέτοιους στίχους», λέει.
      Pin It

 Ο συνθέτης των μεγάλων επιτυχιών για τον νέο του δίσκο «Γραμμένο με κόκκινο» κατέφυγε σε ελληνικά ποιήματα παλιότερων γενιών (Λαπαθιώτη, Καρυωτάκη κ.ά). «Ο Λένον και ο Κέιβ θα σκότωναν για να είχαν γράψει ή έστω διαβάσει τέτοιους στίχους», λέει

 

Στο «Γραμμένο με κόκκινο», εκτός από τον ίδιο, τραγούδια ερμηνεύουν οι Χρόνης Αηδονίδης, Δήμητρα Γαλάνη, Διονύσης Σαββόπουλος, Πάνος Κατσιμίχας, Σταμάτης Κραουνάκης, Γιώτα Νέγκα, Μίλτος Πασχαλίδης, Ορφέας Περίδης, Γιώργος Ρωμανός, Ελένη Τσαλιγοπούλου. «Ηρθαν όλοι με τόσο ανακουφιστικό τρόπο, που αισθάνθηκα ότι υπάρχει σε αυτήν την κοινωνία οικογένεια», λέει.

 

Της Μαρίνας Κουβέλη

 

 

 

 

 

 

 

 

Φέτος συμπληρώνονται 18 χρόνια από τη στιγμή που μας συστήθηκε. Τότε ο Κώστας Λειβαδάς ήταν ένα νέο ταλαντούχο παιδί, που καταλάβαινες αμέσως ότι δεν διψά απλώς για τη μουσική, αλλα την αγαπά βαθιά και κυρίως τη σέβεται. Στα χρόνια που μεσολάβησαν κυκλοφόρησε δικούς του δίσκους, έγραψε υπέροχα τραγούδια για πολλούς καταξιωμένους συναδέλφους του, αναδείχτηκε σε μια από τις πλέον υπολογίσιμες δυνάμεις του ελληνικού τραγουδιού. Πριν από λίγο καιρό πήραμε στα χέρια μας ένα κατακόκκινο CD με τίτλο «Γραμμένο με κόκκινο» και υπότιτλο: «Με φόντο την αιμορραγούσα πληγή στην καρδιά της πατρίδας». Είναι η πρώτη του ολοκληρωμένη μελοποιημένη ανθολογία ποίησης.

 

Οσοι τον γνωρίζουν καλά, ήξεραν πως ένας τέτοιος δίσκος ήταν θέμα χρόνου για τον Κώστα. Εδώ και μια δεκαετία έχει μπει σε αυτήν την ποιητική περιπέτεια. «Στη σημερινή εποχή και στα τελευταία 15 χρόνια, που η ιδιωτική τηλεόραση έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην ισοπέδωση της ελληνικής γλώσσας, του ελληνικού τρόπου και εν γένει της παιδείας, η υπενθύμιση της σημασίας του ζωντανού δώρου της ελληνικής ποίησης γίνεται παραπάνω από επιτακτική» λέει.

 

Στα τραγούδια που μελοποίησε συναντά κανείς στίχους γραμμένους από τον Ευριπίδη, τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη και τη Μαρία Κούρση ώς τον Καρυωτάκη, τον Ανέστη Ευαγγέλου, τον Νίκο Παππά και τον Αλέξανδρο Σούτσο. «Στην πραγματικότητα η σπονδυλική στήλη του δίσκου αποτελείται από δύο γενιές ποιητών: από τη μια έχουμε τους λυρικούς νεοσυμβολικούς δημιουργούς της γενιάς του ‘20 και από την άλλη τη δεύτερη μεταπολεμική γενιά, αυτή που συχνά αποκαλούμε και χαμένη γενιά».

 

Τα πρώτα ποιήματα άρχισε να τα δουλεύει εδώ και πολλά χρόνια, αλλά τα ολοκλήρωσε με μεγάλα διαλείμματα. Το μικρόβιο της ποίησης έχει μπει μέσα του από μικρό παιδί. «Ετσι είναι η τέχνη, ένας ζωντανός οργανισμός που κάποια στιγμή παίρνει τη θέση που της αξίζει. Ο τρόπος που έγινε αυτός ο δίσκος είναι ένα μάθημα για όσα νέα παιδιά ανησυχούν βλέποντας τα όνειρά τους να καθυστερούν» λέει. «Εγώ μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον που η γιαγιά μου (γεννημένη το 1917) επικοινωνούσε με την ποίηση. Μας διάβαζε, μας παρότρυνε να την αγαπήσουμε. Για τη γενιά της τα ποιήματα ήταν τα σουξέ της εποχής. Σήμερα βλέπω πως στις σκληρές ώρες και τους δύσκολους καιρούς που έρχονται, φεύγουν και πάντα θα ξανάρχονται, η ποίηση θα είναι η πυξίδα μου. Είναι εντυπωσιακό να διαπιστώνεις πως σχεδόν όλα τα ποιήματα -από το πιο μακρινό μέχρι το πιο πρόσφατο- είναι σαν να γράφτηκαν για το σήμερα. Και είναι ακόμα πιο σημαντικό να καταλαβαίνουμε πως η ποίηση πρέπει να είναι μέρος της ζωής μας καθημερινά και όχι να την κρατάμε κλειδωμένη ως είδος πολυτελείας».

 

Παρ’ όλα αυτά ο ίδιος ανήκει σε μια μουσική γενιά που μεγάλωσε με το ροκ και με άλλους, δικούς του ποιητές. «Αυτό το ξενόγλωσσο ηλεκτρικό τραγούδι με τους επαναστάτες ποιητές, τους μπαλανταδόρους και τους προφήτες ήταν η αφετηρία μου. Οι περισσότεροι ξεκινήσαμε μεταφράζοντας τα λόγια τους και τώρα πια επιστρέφουμε στον ελληνικό θησαυρό. Υπάρχουν στην ελληνική ποίηση λόγια που πιστεύω βαθιά (ή έστω μου αρέσει να φαντάζομαι) ότι προσωπικότητες όπως ο Τζον Λένον, ο Νικ Κέιβ, ο Γουίλιαμ Μπλέικ θα σκότωναν για να είχαν γράψει ή τουλάχιστον διαβάσει».

 

Ωστόσο αυτά τα τραγούδια δεν είναι από εκείνα που αποκαλούμε δύσκολα; Για ποιο κοινό προορίζονται; «Για όλους εκείνους που θέλουν να πιστέψουν ότι το τραγούδι παλεύει να αλλάξει όλες τις κακές πρακτικές του παρελθόντος. Θέλω να πιστεύω πως η νύχτα τα επόμενα χρόνια θα μεταλλαχθεί. Θα σχηματιστούν νέες παρέες, θα υπάρξουν υγιείς δημιουργίες που θα εκφράσουν την εποχή. Δυστυχώς, βέβαια, είναι τέτοια η διάβρωση και ο εθισμός στη φτήνια, που για κανέναν δεν είναι εύκολο: ούτε για τους καλλιτέχνες που θέλουν να διαχωρίσουν τη θέση τους, ούτε για το κοινό που έχει μάθει στην ευκολία. Αισθάνομαι καμιά φορά πως αν κάποιος ανακοίνωνε στον κόσμο ότι παύει να υπάρχει καλλιτεχνική δημιουργία, κανείς δεν θα ίδρωνε. Ξεφτιλίστηκε κάθε έννοια επικοινωνίας με την τέχνη και το προϊόν. Και σε αυτό φυσικά συνέβαλε το ότι το CD είναι πια ένα δωρεάν κεκτημένο. Η μουσική είχε γίνει το πρόσχημα. Δεν την ακούγαμε. Τη χρησιμοποιούσαμε μόνο για να περνάμε καλά».

 

Εχουν όμως και οι εκπρόσωποι του λεγόμενου «καλού τραγουδιού» τη δική τους ευθύνη. «Πράγματι. Η άμυνα, που ορθώς κατά τη γνώμη μου υψώσαμε, μας οδήγησε μοιραία μέσα σε ένα όστρακο. Πολλοί κλειστήκαμε εκεί μέσα και περιαυτολογήσαμε. Ηρθε η στιγμή να ξεκλειδώσουμε τις εμμονές μας, να έρθουμε κοντά στις στιγμές της εποχής και να πάψουμε να κάνουμε τους δημαγωγούς».

Scroll to top