04/08/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Γνωρίζοντας τον Ηλία Βενέζη

Σαράντα χρόνια από τον θάνατο του συγγραφέα της «Γαλήνης».
      Pin It

Σαράντα χρόνια από τον θάνατο του συγγραφέα της «Γαλήνης»

 

Του Δημήτρη Γκιώνη

 

Δεκαπεντάχρονος μαθητής γυμνασίου στη δεκαετία του ’50, με έφεση στα γράμματα και τη λογοτεχνία, αντλούσε κυρίως τις επιλογές του από τη «Ραδιοφωνική Βιβλιοθήκη» – μια βραδινή εκπομπή που μετέδιδε σε συνέχειες μυθιστορήματα γνωστών συγγραφέων.

 

Στην όχι και τόσο μακρινή εκείνη εποχή δεν υπήρχαν άλλωστε και πολλές ψυχαγωγικές επιλογές για έναν νέο που δεν βολευόταν με τα σχολικά μαθήματα: σινεμαδάκι (κατά προτίμηση β΄ προβολή και εξώστης, καθότι φτηνότερα), βιβλία, που ήταν και η πρώτη επιλογή τού εν λόγω (με τον οποίο συνδέομαι με πολύχρονη φιλία – τη μαρτυρία του οποίου μεταφέρω στο παρόν κείμενο).

 

Από κοντά

 

Ενα λοιπόν από τα βιβλία που μεταδιδόταν ήταν και το μυθιστόρημα του Ηλία Βενέζη «Γαλήνη». Αλλά, καθώς δεν άντεχε να περιμένει τη συνέχεια, αγόρασε με το χαρτζιλίκι το μυθιστόρημα, που τον γοήτευσε. Κι όπως συνήθιζε όταν του άρεσε ένας συγγραφέας, αναζήτησε και προμηθεύτηκε και άλλα βιβλία του Βενέζη: «Αιολική Γη», «Το νούμερο 31328», «Εξοδος», «Ο Μανώλης Λέκας», «Αιγαίο», «Ανεμοι» (τα τρία τελευταία διηγήματα), που τον γοήτευσαν το ίδιο. Κι εκεί ήταν που του γεννήθηκε η επιθυμία να γνωρίσει τον συγγραφέα.

 

Μαθαίνει ότι ήταν υπάλληλος – τμηματάρχης στην Τράπεζα της Ελλάδος, στο κτίριο της οδού Πανεπιστημίου. Βρίσκει το τηλέφωνο και του τηλεφωνεί: «Είμαι ένας αναγνώστης των βιβλίων σας και θέλω να σας γνωρίσω». «Ευχαρίστως», απαντάει ευγενικά, προσθέτοντας ότι μπορεί να τον βρει ένα πρωί στο γραφείο του.

 

Και πηγαίνει. Ο Βενέζης εντυπωσιάζεται και συγκινείται που έχει έναν τόσο μικρό αναγνώστη. Του λέει ότι του θυμίζει τα δικά του παιδικά χρόνια, κι εντυπωσιάζεται περισσότερο όταν πληροφορείται ότι έχει διαβάσει όλα σχεδόν τα βιβλία του, ακόμη και το «Μανώλης Λέκας»: «Αυτό δεν το έχω ούτε εγώ!» «Το βρήκα σ’ ένα παλαιοπωλείο». Ως αντίδωρο του προσφέρει ένα αντίτυπο του νέου βιβλίου του «Αμερικανική Γη» (ταξιδιωτικές εντυπώσεις), με την αφιέρωση: «Στον αγαπητό μικρό μου φίλο τον [αναγράφει τ’ όνομά του], που αγαπά τη ζωή και τα γράμματα κι έχει φλόγα μέσ’ τα μάτια» («Είναι, δυστυχώς, από τα βιβλία που χάθηκαν στις διάφορες μετακινήσεις μου»).

 

Δεν ήταν η μόνη επίσκεψη – του έκανε κι άλλες. Αλλά κάποια στιγμή διαπίστωσε ότι τον έφερνε σε αμηχανία τον άνθρωπο, καθώς μάλιστα έβλεπε κάποιους υπάλληλους ολόγυρα, που προφανώς αναρωτιούνταν τι μπορεί να θέλει ένα παιδί, καθισμένο σ’ εκείνη την τεράστια πολυθρόνα, απέναντι από τον τμηματάρχη τους. Κι έκοψε τις επισκέψεις, αλλά όχι τη σχέση με τα γραφτά του συγγραφέα. Κι εδώ σταματάει η μαρτυρία αυτή, που εκτίμησα ότι είναι κάτι διαφορετικό, σε σχέση με γνωστά στοιχεία για τον Βενέζη (κι απ’ τους δικούς μου αγαπημένους), που σήμερα συμπληρώνονται ακριβώς σαράντα χρόνια από τότε (3 Αυγούστου 1973) που έφυγε από τη ζωή στα 69 του, χτυπημένος από άγριο καρκίνο, που του στέρησε την ομιλία.

 

Μαρτυρολόγιο

 

«Η ζωή του Ηλία Βενέζη ήταν σωστό μαρτυρολόγιο», γράφει η συγγραφέας και οικογενειακή του φίλη Λιλή Ιακωβίδη, στο βιβλίο της «Βενέζης – Καστανάκης» (εκδ. «Διογένης», 1976), που αναφέρεται στα οδυνηρά στερνά του, που αντιμετώπιζε με γενναιότητα, χωρίς να πάψει να εργάζεται – να γράφει. Γιατί δεν ήταν μόνο η παλιοαρρώστια – είχαν προηγηθεί κι άλλα δεινά. Γεννημένος το 1904 στο Αϊβαλί (Μέλλος το πραγματικό του επίθετο), έζησε τη Μικρασιατική Καταστροφή, αιχμάλωτος των Τούρκων – σκλάβος στα εργατικά τάγματα («Το νούμερο 31328»), όπου γλίτωσε ως εκ θαύματος. Οπως το ίδιο γλίτωσε το 1943, όταν συνελήφθη στην Αθήνα από τους Γερμανούς (αναφορά στο θεατρικό του έργο «Μπλοκ C»).

 

Δεν του έλειψαν όμως οι χαρές. Είχε έναν υποδειγματικό οικογενειακό βίο – παντρεύτηκε, απόκτησε μια κόρη κι εγγόνια. Παράλληλα είχε την αναγνώριση για το λογοτεχνικό του έργο από επαΐοντες και κοινό, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, στέλεχος σε πνευματικούς και καλλιτεχνικούς οργανισμούς. «Οι συγγραφείς δεν πρέπει να γίνονται εν ονόματι της ιδιοφυΐας τους και για να μη χάσουν την έμπνευσή τους, δήθεν, οικόσιτοι και επαίτες ουδενός. Προ πάντων του κράτους», έλεγε στην Ιακωβίδη.

 

Ο τάφος του, έπειτα από επιθυμία του, στον Μόλυβο της αγαπημένης του Λέσβου, χωρίς όνομα, παρά μόνο μια λέξη: ΓΑΛΗΝΗ.

 

…………………………………………………………………………………………………………………..

 

Στο πλαίσιο

 

*«Η μεταβολή της 4ης Αυγούστου είναι πράξις την οποίαν εξετελέσαμεν ημείς, εντολή όμως του ελληνικού λαού. Και αν την εντολήν αυτήν δεν την είχομεν απ’ ευθείας και δι’ οιασδήποτε ψήφου, την έχομεν διά της επιθυμίας της ψυχικής, της εσωτερικής, προς εκτέλεσιν του έργου μας». Δήλωση… αφοπλιστική – όπως άλλωστε όλων των δικτατοριών. Ας… τιμηθεί, λοιπόν, μαζί με τους νοσταλγούς της, και από αυτή την ταπεινή στήλη, η υπό τον Ιωάννη Μεταξά «εθνοσωτήριος», καθώς αύριο συμπληρώνονται 77 χρόνια από την επιβολή της. (Στοιχεία από το βιβλίο του Σπύρου Λιναρδάτου «Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου», εκδ. «Θεμέλιο».)

 

*Δεν ήταν βέβαια η πρώτη στη νεότερη Ελλάδα. Είχαν προηγηθεί οι των Θεοδώρου Παγκάλου και Γεωργίου Κονδύλη. Για ν’ ακολουθήσουν οι των Γεωργίου Παπαδοπούλου και Δημήτρη Ιωαννίδη. Βασική αρχή, κατά το ναζιστικό πρότυπο, η παντοδυναμία του αρχηγού, που πλασαριζόταν σαν απ’ ευθείας θεόσταλτος σωτήρας κι εκπρόσωπος της θέλησης του έθνους. Οι μέθοδοι κατά των αντιπάλων (κυρίως κομμουνιστών), οι… γνωστές: συλλήψεις, εξορία, βασανιστήρια (με πιο… αποτελεσματικό, την 4η Αυγούστου, το ρετσινόλαδο και τον πάγο), οι «δηλώσεις μετανοίας», η λογοκρισία.

 

*Μια από τις πρώτες πράξεις της 4ης Αυγούστου ήταν το κάψιμο των προοδευτικών βιβλίων που κατασχέθηκαν σε βιβλιοπωλεία, πρακτορεία και σπίτια συλληφθέντων. Ανάμεσα σ’ αυτά δεν ήταν μόνο τα βιβλία των Μαρξ, Ενγκελς, Λένιν και των άλλων κλασικών του μαρξισμού, αλλά και των Φρόιντ, Τσβάιχ, Γκόρκι, Ντοστογιέφσκι, Τολστόι. Κι από δικούς μας, όχι μόνο των αριστερών, αλλά και Παπαδιαμάντης, Καρκαβίτσας, συμπεριλαμβανομένων και των αρχαίων: Ο «Επιτάφιος» του Περικλή, η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή…

 

*ΚΑΙ… «Είναι χούντα! Είναι χούντα!»

 

[email protected]

 

 

Scroll to top