04/08/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ο πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης Γιώργος Σερβετάς πάει Τορόντο

Σπαγκέτι γουέστερν για την Ελλάδα της κρίσης

Δεν είναι, λέει, πολιτική η ταινία του «Να κάθεσαι και να κοιτάς». Σε μια χώρα όμως ξεπεσμένη, άναρχη και με λεηλατημένη φύση, η ηρωίδα του έρχεται αντιμέτωπη με την αδιαφορία και τη βία. Θα αναλάβει άραγε δράση.
      Pin It

Δεν είναι, λέει, πολιτική η ταινία του «Να κάθεσαι και να κοιτάς». Σε μια χώρα όμως ξεπεσμένη, άναρχη και με λεηλατημένη φύση, η ηρωίδα του έρχεται αντιμέτωπη με την αδιαφορία και τη βία. Θα αναλάβει άραγε δράση;

 

Tης Βένας Γεωργακοπούλου

 

Ο Γιώργος Σερβετάς είδε την πρώτη του ταινία με τον περίεργο τίτλο «Να κάθεσαι και να κοιτάς» να επιλέγεται, μαζί με άλλες εννιά ελληνικές, πιο γνωστές και με φεστιβαλικές ήδη περγαμηνές, για την ενότητα «City to City» της μεγαλύτερης αμερικανικής διοργάνωσης. Είναι η τέταρτη χρονιά που το ειδικό αυτό τμήμα του Διεθνούς Φεστιβάλ του Τορόντο (5-15 Σεπτεμβρίου) επικεντρώνεται σε μια πόλη που ξεχωρίζει με τις «αιφνιδιαστικά πρωτότυπες ταινίες της» και με νέους κινηματογραφιστές που «δεν φοβούνται να ξαναγράψουν τους κανόνες».

 

«Υποθέτω ότι υπάρχει μια ανάγκη για ελληνικές ταινίες, ίσως να 'ναι και μια ηδονοβλεπτική ματιά πάνω σε μια χώρα που έχει χτυπηθεί με τέτοιο τρόπο από την κρίση» λέει ο σκηνοθέτης. «Αυτό σε γενικές γραμμές το θεωρώ όμως αρνητικό, δεν θα 'θελα να επιλέγεται η ταινία μου με τέτοια κριτήρια». Παραδέχεται όμως ότι το «Να κάθεσαι και να κοιτάς» δεν θα μπορούσε να γυριστεί πριν από μερικά χρόνια.

 

«Οχι, δεν θα είχα ανάγκη από μια τέτοια ταινία» λέει. «Η γενιά μου μεγάλωσε με ένα είδος κινηματογραφου, από το ’60 και μετά, που γεννήθηκε μέσα στη βεβαιότητα ότι ο κόσμος που ζούμε θα διαρκέσει για πάντα, ότι μας παρέχει αρκετά για να περνάμε καλά. Απλά μας δημιουργούσε προβλήματα σε δεύτερο επίπεδο: αλλοτρίωση και μοναξιά. Σήμερα αυτό δεν υπάρχει. Οι καθημερινές ανθρωποκεντρικές ιστορίες δεν μας φτάνουν. Είναι πια πολύ μεγάλες οι δυνάμεις που επιδρούν πάνω στις ζωές μας. Είναι πολιτικής φύσης».

 

Κι όμως με μια πρώτη ματιά η ιστορία του θα μπορουσε να μπεί στην κατηγορία των καθημερινών και ανθρωποκεντρικών. Μια νεα κοπέλα (την ερμηνεύει η Μαρίνα Συμεού) καταφτάνει έπειτα από πολύχρονη απουσία στη μικρή της πόλη αναζητώντας μια ήρεμη ζωή. Πιάνει δουλειά, επανασυνδέεται με παλιά της φίλη, τα φτιάχνει με ένα αγόρι. Σύντομα θα καταλάβει ότι κάτω από την ακύμαντη επιφάνεια κυλάνε «η βία, οι προκαταλήψεις και ένας συλλογικός, ανομολόγητος όρκος σιωπής».

 

Δύο τουλάχιστον στοιχεία της ιστορίας επέβαλαν όμως στον Γιώργο Σερβετά «μια νέα φόρμα, μια νέα εικονογραφία, πιο επική. Και δεν υπήρχε καλύτερη από αυτή των σπαγκέτι γουέστερν».

 

-Κατ' αρχάς ο χώρος της ταινίας, που μη σας περάσει από το μυαλό ότι μοιάζει με τη δική σας, ειδυλλιακή, πανέμορφη επαρχιακή γενέτειρα. «Η δικιά μου Ελλάδα είναι οι περιοχές γύρω από την Αθήνα» εξηγεί ο σκηνοθέτης. «Το τοπίο, για παράδειγμα, που βλέπουμε στα Μέγαρα και σε όλα αυτά τα μέρη που είχαν κάποτε μια βιομηχανική ανάπτυξη και τώρα, ξεπεσμένα και άναρχα, αποτελούνται από αυθαίρετα και αντιπροσωπείες αυτοκινήτων. Και, το χειρότερο, ψάχνουν τη νέα ανάπτυξη στη λεηλασία της φύσης που απέμεινε. Αιολική ενέργεια, φωτοβολταϊκά, μάντρες ανακύκλωσης – όλο αυτό το πλιάτσικο γύρω από την οικολογία».

 

-Και έπειτα, σ' αυτό το φόντο, σ' αυτή τη μικροκοινωνία με τους λίγους ανθρώπους και τις δεδομένες σχέσεις «εισβάλλει» η ηρωίδα του. Οπως ακριβώς στα γουέστερν. «Είναι ο εξωτερικός παράγοντας, ο καταλύτης» εξηγεί ο Γιώργος Σερβετάς. «Στα γουέστερν οι άνθρωποι αποκτούν μεγαλύτερες διαστάσεις από τον χαρακτήρα τους, αναγκάζονται συνήθως να εκπροσωπήσουν κάτι πέρα από τον εαυτό τους».

 

Η ηρωίδα του, αίφνης, θα πρέπει να πάρει μια απόφαση. Θα κάθεται και θα κοιτά, ενώ οι καταστάσεις γύρω της αγριεύουν και επιβάλλουν δράση; Θα φύγει από την πόλη της; Ας περιμένουμε να μάθουμε όταν η ταινία βγει στις αίθουσες από τη Feelgood.

 

Ο τίτλος της όμως, αυτό το «Να κάθεσαι και να κοιτάς», που μοιάζει ειρωνικό αλλά και απελπισμένο, από πού προέρχεται; Να το πάλι το γουέστερν, και μάλιστα ένα παλιό, άσχετα αν ένα ριμέικ του 2007, με τον Ράσελ Κρόου, το φέρνει πιο εύκολα στη μνήμη μας. Εκεί λοιπόν, στις πρώτες σκηνές τού «3.10 to Yuma», ο ήρωας, που μόλις έχει πέσει θύμα ληστείας, ακούει τον γιο του να τον ρωτάει αν θα αποφασίσει να αντιδράσει ή θα παραμείνει αδιάφορος απέναντι σε δυνάμεις που θεωρεί μεγαλύτερες από τα ανθρώπινα.

 

Είναι λοιπόν πολιτική η ταινία; «Προσπαθώ να τον αποφεύγω αυτόν τον όρο» απαντά ο Γιώργος Σερβετάς. «Εντάξει, στην πραγματικότητα έχει μια πολιτική ανάγνωση. Αλλά η ηρωίδα μου, ακριβώς όπως και όλη μου η γενιά, έχει μεγαλώσει με τον ατομισμό ως επίσημη ιδεολογία, δεν προσπάθησε ποτέ να αλλάξει την κοινωνία, δεν ενδιαφέρεται για το αποτέλεσμα. Θα 'λεγα ότι ακόμα και οι σημερινοί εξεγερμένοι, οι μικρότεροι, οι εικοσάρηδες, δεν έχουν πολιτική αντίληψη. Δρουν κυρίως με ηθικά κίνητρα και μια ηθική ακαμψία που δεν είναι ιδιαίτερα πολιτική. Αλλά τέτοιοι χαρακτήρες είναι που χωράνε εύκολα σε δραματουργικά πλαίσια. Το σινεμά είναι πάντα με έναν τρόπο ανθρωποκεντρικό. Δεν νομίζω να υπάρχουν και πολλά πετυχημένα πειράματα ενός κινηματογράφου που να αφορά συλλογικά υποκείμενα».

 

O Γιώργος Σερβετάς, που δεν κρύβει την ικανοποίησή του για το Τορόντο, έχει και μια άλλη, περίεργη αισιοδοξία. Οτι, δηλαδή, «μαζί με το τέλος του άγριου οράματος του νεοφιλελευθερισμού οι καλές ελληνικές ταινίες θα βρουν πιο εύκολα το κοινό τους. Για πολλά χρόνια δεν υπήρχε καμιά δυνατότητα να ακουμπήσουν μια κοινωνία που δεν κολάκευαν, μια κοινωνία που ζούσε σε καθεστώς άγριας, επιθετικής ευημερίας».

 

[email protected]

 

• INFO: Σενάριο: Γιώργος Σερβετάς. Φωτογραφία: Claudio Bolivar. Μοντάζ: Πάνος Βουτσαράς. Μουσική: IΩ. Καλλιτεχνική διεύθυνση: Ηλίας Λεδάκης. Κοστούμια: Τριάδα Παπαδάκη. Πρωταγωνιστούν: Μαρίνα Συμεού, Γιώργος Καφετζόπουλος, Μαριάνθη Παντελοπούλου, Νίκος Γιωργάκης, Κωστής Σιραδάκης, Γιώργος Ζιόβας. Παραγωγοί: Φένια Κοσοβίτσα, Κωνσταντίνος Κοντοβράκης.

 

 

Scroll to top